Αντώνης Πρωτοπάτσης: Αφιέρωμα στα 62 χρόνια από το θάνατο του*

01/07/2012 - 05:56
Ζωγράφος, σκιτσογράφος, λογοτέχνης, εμπνευστής με κείμενά του των πνευματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων της «Λεσβιακής Άνοιξης» του Μυριβήλη.
Στη μνήμη του…
ΑΝΕΜΩΝΕΣ όλων των αποχρώσεων από το αχνό λευκό ως το βαθύ λιλά στολίζουν την ύπαιθρο της Λέσβου κάθε Άνοιξη. Και μετά, παίρνουν τη σκυτάλη οι κόκκινες, για να μας πουν ότι έφτασε το Πάσχα.
Σ’ αυτόν το ζωγραφικό πίνακα άρχισε και τελείωσε η ζωή του γιου της Άνοιξης, του Αντώνη Πρωτοπάτση. Ο πρωτεργάτης της Λεσβιακής Άνοιξης τάφηκε σα σήμερα σε ξένη γη. Όμως σήμερα αναπαύεται στη μάνα γη που τον ανάθρεψε και τόσο πολύ αγάπησε και νοστάλγησε στα 20 χρόνια που έμεινε μακριά της.
Από πολύ μικρός ζωγράφιζε με ό,τι έβλεπε η ψυχή και όχι τα μάτια. Ζωγράφισε τη θέα της Μυτιλήνης από την περιοχή Ακλειδιού, θέα που απολαμβάνει μέχρι σήμερα από εκεί που αναπαύεται.
Η μάνα γη τον πήρε πρόωρα στα σπλάχνα της για πάντα. Αλλά κάθε Λεσβιακή Άνοιξη θα ανθίζουν για χάρη του «λαλέδες» λιλά και μετά κόκκινες για να μας θυμίζουν την ΑΝΑΣΤΑΣΗ…
Σοφία


Από το «παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό»
Πρωτοπάτσης Αντώνης (Μυτιλήνη, 1897 - Αθήνα, 1947)


Ζωγράφος, σκιτσογράφος, λογοτέχνης, εμπνευστής με κείμενά του των πνευματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων της λεγόμενης «Λεσβιακής Άνοιξης» του Μυριβήλη. Οραματιστής της αναγέννησης του γνήσιου πατροπαράδοτου λαϊκού πολιτισμού, με αποφασιστική αντίδραση στον «εκφραγκισμό» της ελληνικής ζωής. Το 1914 παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1915 συνεργάστηκε με περιοδικά της Μυτιλήνης («Ελπίδες», «Φάρος» και «Νιάτα») και αργότερα στις εφημερίδες «Ταχυδρόμος» των Μυριβήλη και Θ. Λευκία. Το 1922 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και έγινε τακτικός σκιτσογράφος και γελοιογράφος της εφημερίδας «Le Journal» και συνεργάτης και άλλων παρισινών εντύπων («Paris Midi», «l’ Ami du people», «Le Quotidien», «La Rumeur», «La Semaine musicale», «Les Nouvelles literaires» κ.ά.) με το ψευδώνυμο «Pazzi», με το οποίο υπέγραφε και τις ελαιογραφίες, τις ακουαρέλες και τα χαρακτικά έργα του που εξέθετε στο Παρίσι, στην Αθήνα, τη Μυτιλήνη, την Αλεξάνδρεια και σε άλλες πόλεις. Το 1925 διατέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Σκιτσογράφων Αθηναϊκών Εφημερίδων. Το 1939 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα και έζησε ως το 1945 στη Μυτιλήνη και τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του στην Αθήνα.
Σε ιδιωτική έκδοση εξέδωσε το 1944 μετάφραση ποιημάτων του Μπωντλαίρ από τη συλλογή «Άνθη του Κακού».


Αντώνης Πρωποπάτσης
του ΣΤΡΑΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗ


Γύρω στα 1925 με ‘30 ήταν που φούντωσε ο τουρισμός στην Αγίασο. Δούλευα το φορτάκι του πατέρα μου. Μες στο τσούρμο των τουριστών που κουβαλούσα, ξεχώριζαν καλλιτέχνες, διανοούμενοι, λογιώ λογιώ παράξενοι τύποι. Ο Μαλέας, ο Παπαλουκάς, ο Νέης, ο Μυριβήλης, ο Λευκίας, ο Στρατής Παπανικόλας, που αργότερα στάθηκε οδηγητής και δάσκαλός μου. Δεν είχα συνείδηση το τι με τραβούσε κοντά τους. Άλλαζα τα νερά στο λαχανιασμένο φορτάκι και άκουγα άριες απ’ το Μέλο που ανέβαινε στην Αγίασο με την παρέα του.

Μια μέρα αγγαζαρίστηκα απ’ το Σίμο το Χοτζαίο. Τον πήρα απ’ το σπίτι του, πίσ’ απ’ τον Άγιο Συμιό, μαζί με τον Αντώνη Πρωτοπάτση και τη γυναίκα του τη Λουΐ Μαρί. Φτάσαμε στην Αγίασο και κατασταλάξαμε στο μαγαζί του πατέρα μου πούτανε στέκι διερχομένων καλλιτεχνών. Σόϊ πάει το βασίλειο. Ο Σίμος στα μέσα και στα έξω, μια που ήτανε βέρος Αγιασώτης και γνώριζε τους πάντες και τα πάντα. Κουτσοπίνανε το ούζο τους, κι ο Πρωτοπάτσης, χαμογελαστός, σκιτσάριζε τους περαστικούς τύπους του χωριού.
Απ’ το κοντύλι του ξεπηδούσαν μορφές ολοζώντανες σαν του Στρατή Καμπά, του Πάνου Γαλετσέλλη, του Αντώνη Πάλιου που είχε έρθει απ’ την Αμερική με την πίπα του και τη νοσταλγία του ξενητεμένου. Ο Πρωτοπάτσης κέντρισε τον Πάλιο για σαλβάρια, μεράκια, χορό, τραγούδι και γίνεται το θάμα. Ο Πάλιος δεν ήταν για κάτι τέτοια εύκολος. Μερακλής, μυγιάγγιχτος. Γκεβεζές, αλλά όποτε του κάπνιζε. Τον καταφέρνει ο Πρωτοπάτσης, ντύνουνται οι δυο τους βρακάδικα, βάζουν την κομπανία του γέρου του Δοδανού μπροστά με γέρους μουζικάντες, και στο δρόμο, για το Σταυρί, μαζεύουν  βρακοφορεμένους μερακλήδες για παρέα. Σε κάθε στάση τους κερνούν οι χωριανοί και γίνεται πομπή, μια πομπή που αναραγώνει τις καρδιές.
Κατασταλάζουν στην αυλή του σκολειού και στήνουν το χορό. Ο Χοτζαίος παραμονεύει με τη μηχανή του και τραβάει φωτογραφίες αράδα.
Μια τέτοια φωτογραφία φέρνει ακόμα γύρω τον κόσμο κουβαλώντας μυνήματα κι ευχές από φίλο σε φίλο. Είναι η φωτογραφία που χορεύει ο βρακοφορεμένος Πρωτοπάτσης με τον Πάλιο, τον «Βιρβιάδη» Ταμπάκη, το γέρο Κασόλη, τον Κοκύνη. Στο γύρο κι η Λουΐ Μαρί με βράκες.
Μέρες κρατήσανε τα γλέντια κι ο Πρωτοπάτσης να ζουγραφίζει κοπέλλες, κεφαλοδεσιές, πλουμίστριες στ’ αγγλειοπλαστεία - κλώστριες, υφάντρες, μουζικάντες. Κανένας και καμιά δεν αντιστάθηκε να ποζάρει στο παράξενο τούτο παλληκάρι, που έδινε τόση τιμή στους απλούς ανθρώπους με το λαφρόστιχο φέρσιμο, το καλοκάγαθο σουσούμι.



Το πέρασμά του απ’ την Αγιάσο στάθηκε ένα μεγάλο περιστατικό για όλους.
Μια διψασμένη ψυχή δροσολογούσε στη νερομάνα της λαϊκής τέχνης. Μια ψυχή που φανέρωνε τη λαμπεράδα της στο καλοσυνάτο πρόσωπο με τα αθώα παιδικά μάτια.
Και καθώς ο λαός της Αγίασου γραδάρει τον καθένα με το πρώτο που θα τον δει, δε ξεχνώ το χαρακτηρισμό που έδωσε ένας γέρος μερακλής Αγιασώτης για τον Πρωτοπάτση:
«Τούτους είνι ιβδουμήντα ουκαδιών καρδιά, ούλους καρδιά»…
Περάσανε χρόνια. Στο σπίτι του δασκάλου μου, του Στρατή Παπανικόλα, παρέα με τον Πρωτοπάτση τους άκουγα να διηγούνται τα όσα «παλαβάτα» σκαρώσανε στα νειάτα τους. Τότε που φόρεσε ο Αντώνης τις βράκες και σβάρνισε τα χωριά της Λέσβου. Τις αγάπες του με μιαν Ασωματιανή, που είδε το πανηγύρι «ςτς Αγιαναργύρ» κι από τότες φάγανε τις πατούνες τους στο πήγαιν’ έλα για μια ματιά της «αγαπημένης».
Είχα σιμοχνωτίσει με τον Παπανικόλα κι ο Πρωτοπάτσης μούδινε αέρα, μου μιλούσε μ’ ενθουσιασμό για τη γλώσσα τη λεσβιακή, για τα ήθη, τα έθιμα, το χορό, το τραγούδι. Κι αν ο Παπανικόλας μούβαλε προσανάματα για το Λεσβιακό διήγημα, ο Πρωτοπάτσης με την πίστη του συνδαύλιζε τη φωτιά.
Θυμάμαι τότες που ανεβάσαμε την πρώτη Λεσβιακή επιθεώρηση «Η Μυτιλήνη» του Στρατή Παπανικόλα στην αυλή του σκολειού της Αγίας Ειρήνης.
Παπανικόλας, Πρωτοπάτσης, Στρ. Παρασκευαΐδης, Ιωσηφέλης, (όλοι μακαρίτες, Θέ μου), νύχτες ολόκληρες στο σπίτι του Παπανικόλα κόβανε και ράβανε, ως που να βάλει τη σφραγίδα «εγκρίνεται» ο Πρωτοπάτσης μ’ ένα πλατύ τρανταχτό γέλιο.
Κι ύστερα σαν αρχίσανε οι παραστάσεις. Καμιά πενηνταριά ερασιτέχνες, άντρες γυναίκες, με Λεσβιακές φορεσιές, κι ο Πρωτοπάτσης να καμαρώνει, να παραστολιάζει θαρρείς, σαν παιδί που λαχταρά να μεγαλώσει να φορέσει το λεβέντικο ρούχο.
Σαν ντύθηκα γαμπρός, με τα τσοχένια σαλβάρια, δε ξεκολλούσε από κοντά μου. Το χέρι του πλούμιζε το χαρτί με τις φιγούρες μας, κάθε μας κίνηση. Κάθε τσαλίμι του χορού, περνούσε ανάλαφρο, εξαϋλωμένο στο χαρτί.
Και σαν παραστήσαμε τους πανηγυριώτες της Καρίνης, ο Πρωτοπάτσης, δακρυσμένος μας φίλησε έναν-έναν. Ζούσε μέσα του η Λέσβος. Αναστήθηκαν οι πρόγονοι κείνες τις μέρες μέσα του και τον πλημύρισαν μεράκι.
Στις κουβέντες μας, πάντα πετούσε, μες στα ξεσπάσματά του το τετράστιχο:

Όποιος δεν είναι μερακλής
του πρέπει να πεθάνει
γιατί σε τούτο τον ντουνιά
χαράμι τόπο πιάνει.
Ήρθε ο πόλεμος του ‘40. Ο Πρωτοπάτσης αποκλείστηκε στη Μυτιλήνη. Τον βρήκε η Κατοχή. Με μια μοτοσυκλέτα του Βάσου Παπανικόλα τον πήγα στην Αγίασο να ζωγραφίσει. Δάκρυσε, αντικρύζοντας τους πεινασμένους. Δεν τράβηξε μήτε γραμμή.
Γυρίσαμε αμίλητοι.
Κλείστηκε στο σπίτι του και μετέφραζε τα «Άνθη του κακού» του Μπωντελαίρ. Φυλάγω ένα χειρόγραφό του με μπλε χαρτί, δώδεκα ποιήματα γραμμένα με το χέρι του και με την αφιέρωση:
«Λίγα “άνθη του κακού” στο Στρατή μας πριν πέσουν στα χέρια του ενού και τ’ αλλονού.
Με την αγάπη μου
Α. Πρωτοπάτσης
Τα χρόνια κυλήσανε κι ο Πρωτοπάτσης έφυγε απ’ τον κόσμο πικραμένος. Αυτός που ανάβλυζε καλοσύνη, ανθρωπιά, μεράκι. Ένας συμπυκνωμένος Λέσβιος μερακλής, ο λαός μας ενσαρκωμένος σ’ ένα άτομο - στο σκαρί του Αντώνη Πρωτοπάτση, του μερακλή, που δεν τούπρεπε να πεθάνει, γιατί σε τούτο το ντουνιά δεν έπιανε τόπο στράφι.


Ο Αντώνης Πρωτοπάτσης για τη γενιά των λογοτεχνών του Λεσβιακού Μεσοπολέμου*
«Ζήτω η Λεσβιακή Άνοιξη!»


Μου είναι μεγάλη ανάγκη, μεγάλη βία να σας μιλήσω για τη Λεσβιακή Άνοιξη. Μη σας φαίνεται παράξενο. Η Λεσβιακή Άνοιξη μ’ ενθουσιάζει. Κ’ είναι δύσκολο να είναι κανείς ενθουσιασμένος μοναχός του. Ποτές σου δεν νιώθεις τον εαυτό σου τόσο μεταδοτικό, τόσο ανοιχτόκαρδο, όσο όταν είσαι ενθουσιασμένος. Θα επιθυμούσα, με κανένα τηλεπαθητικό τρόπο, με τίποτα μεταβίβαση της σκέψης και των αισθημάτων να σας μεταγγίσω τον ενθουσιασμό μου - τον νιώθω δα αρκετό για να πλημμυρίσει όλη τη σάλα και να ξεχυθεί και στην πλατεία απόξω - και να σας κάμω να φωνάξουμε όλοι μαζί: «Ζήτω η Λεσβιακή Άνοιξη!»
Μ’ όλα ταύτα είμαι υποχρεωμένος, αδέξιος ερασιτέχνης ομιλητής, να προσπαθήσω να σας εξηγήσω με λόγια το τι μ’ ενθουσιάζει. Με τον κίνδυνο να σας αφήσω ολότελα ασυγκίνητους και να μην αποκομίσω από το πείραμα τούτο, παρά απογοήτευση.
Αν μπορούσα νά καμα να φυσήξει εδώ μέσα μια ριπή από μυρωμένη λεσβιακή ανοιξιάτικη αύρα!
Πιστεύω να λέτε μέσα σας. Μα είναι τόσο δύσκολο να μας πείτε πως η Λεσβιακή Άνοιξη είναι ωραία; Και χρειάζεται κόπος για να το νιώσουμε και να πειστούμε; Και πού στην Ελλάδα η Άνοιξη είναι άσχημη;


… Την άνοιξη στη Λέσβο προμηνούν οι μυγδαλιές. Αυτές ανθίζουν μέσα στον χειμώνα ακόμα. Σε λίγο χωράφια ολόκληρα γεμίζουν ανεμώνες - «λαλέδες» τις λέμε εκεί -. Πρώτα έρχουνται εκείνες που τα χρώματά τους παραλλάσσουν από ένα άσπρο ελαφρότατα γαλαζωπό ως το βαθύ μενεξελί, περνώντας από κάτι τρυφερότατα λιλά σχεδόν τριανταφυλλιά. Αυτές οι ανεμώνες, πάνω στα ψηλά τσουνιά των, ανατριχιάζουν κάτω από το ψυχρό ακόμα φιλί της πρώτης άνοιξης. Πιο ύστερα, καθώς ζεσταίνουν οι μέρες, τις διαδέχεται μιαν άλλη ράτσα από ανεμώνες κατακόκκινες σαν παπαρούνες, μια ράτσα πολύ πιο γερή, πιο μεστωμένη από την πρώτη. Άλλα χωράφια πάλι ασπρίζουν σα χιονισμένα από τα χαμομίλια…



Μ’ αν ήτανε να σας μιλήσω για την Άνοιξη στη Λέσβο, θα το καμνα με ζωγραφιές.
Και έχω χρόνια να περάσω την άνοιξη στον τόπο μου…
«Λεσβιακή Άνοιξη»… έτσι μας αρέσει να ονομάζουμε εκεί πέρα ένα άνθισμα από νέα ελπιδοφόρα ταλέντα στην τέχνη του λόγου.
Και είναι τόσο φυσικό ένα τέτοιο φαινόμενο για όποιον γνωρίζει το νησί! Στη Λέσβο όποιος έχει μάτια σπουδάζει την ομορφιά. Όποιος έχει ψυχή ζητά να την εκφράσει. Το τραγούδι στη Λέσβο είναι πάντα έτοιμο ν’ αντιλαλήσει, φτάνει να το επιτρέπουν οι καιροί. Έτσι και τώρα.
Αντίθετα με την εφτανησιακή σχολή π.χ. όπου τα γράμματα καλλιεργούσε προνομιακά ένας στενός κύκλος από αριστοκράτες μ’ ευρωπαϊκή μόρφωση, η Λεσβιακή Άνοιξη είν’ ένα φαινόμενο πολύ πλατύτερο, με βαθύτερες και λαϊκότερες ρίζες. Αυτή η πλειάδα των ταλέντων που εκφράζεται στη Μυτιλήνη κ’ εκφράζει την Μυτιλήνη αντιπροσωπεύει τις πνευματικές και ψυχικές ορέξεις μιας ολόκληρης νεολαίας από τη μεσαία τάξη. Απ’ αυτήν κυρίως προέρχονται οι συγγραφείς μας και σ’ αυτήν αποτείνονται. Η νεολαία αυτή, τους είναι πια ένα κοινό που τους περιβάλλει με θερμή στοργή. Ένα παράδειγμα: το προτελευταίο βιβλίο του Μυριβήλη, «διηγήματα» που βγήκανε στα 1928. ολόκληρη η έκδοση του ρουφήχτηκε από το νησί και μόλις πρόφταξαν μερικά αντίτυπα να εμφανιστούν για δείγμα σε δυο τρία αθηναϊκά βιβλιοπωλεία.
Πριν αρχίσει αυτό που λέμε «Λεσβιακή Άνοιξη» υπήρξαν βέβαια και άλλοι συγγραφείς στη Μυτιλήνη ή από τη Μυτιλήνη. Και χωρίς να πάμε πολύ μακριά, κι’ αν σταθούμε στους πιο μεγάλους, πρέπει ν’ αναφέρουμε τουλάχιστον δυο ονόματα. Το Βερναρδάκη και τον Εφταλιώτη. Τον Εφταλιώτη μάλιστα θα ‘πρεπε να τον θεωρήσουμε αρχή της τωρινής Λεσβιακής σχολής. Μα κι ο Εφταλιώτης κι ο Βερναρδάκης ήταν άτομα απομονωμένα. Μεγάλες φυσιογνωμίες χωρίς κοινό τουλάχιστον στη Μυτιλήνη. Ο Εφταλιώτης ξενιτεύτηκε πολύ νέος κι’ έζησε πάντα μακριά απ’ το νησί. Το έργο του βέβαια είναι ποτισμένο από την αγάπη του νησιού, από το χρώμα του, αλλά τα κοινά αυτά γνωρίσματα με τους σημερινούς συγγραφείς της Λεσβιακής Άνοιξης μαζί με την πίστη στη δημοτική, μου φαίνονται περισσότερο φυσική σύμπτωση παρά επίδραση. Τον Εφταλιώτη τον ξέρουν περισσότερο σαν ένα σεβαστό όνομα κι από το δυσεύρετο έργο του (που δεν έχει καν όλο εκδοθεί) όσο τους έπεσε στα χέρια.
Όσο για τον Βερναρδάκη που πέρασε χρόνια πολλά στη Μυτιλήνη τον περιστοίχιζαν δυο θαυμαστές και φίλοι μα δεν είχε καμιά πνευματική επικοινωνία με το πολύ κοινό. Για τον κόσμο η σοφία του ήταν ένα είδος μαγικού θρύλου που έκαμε να τον βλέπουν σαν ένα πλάσμα σεβαστό, μα και αλλόκοτο, σχεδόν παρα φύση.
Όπως λέει ο λόγος «ένα αηδόνι δεν κάνει την Άνοιξη». Μα καμιά φορά την αγγέλλει και την ετοιμάζει. Πριν έρθω στους νέους, θέλω να σταματήσω μια στιγμή στο Μιχαήλ Στεφανίδη. Ήταν χρόνια καθηγητής των φυσικών στο γυμνάσιο της Μυτιλήνης και τώρα είναι στο πανεπιστήμιο. Φοβούμαι πως είμαι ανίκανος να ‘χω κάποια αντικειμενική γνώμη για λόγου του. Τον βλέπω πάντα με τον θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη που μας πλημμυρούσε γι’ αυτόν από τα θρανία. Η γενιά μου, η γενιά της λεσβιακής άνοιξης έχει μεγαλώσει με το θαυμασμόν αυτό. Ήταν ο δάσκαλος που μας άνοιγε ορίζοντες, που μας ξυπνούσε πνευματικές ανησυχίες, που μας έδινε να νιώσουμε πως έξω από την ύλη που περιέχει το σχολικό πρόγραμμα, ο ανθρώπινος νους, το ανθρώπινο αίσθημα έχει πάρει άπειρους άλλους δρόμους γοητευτικούς. Ο Μιχαήλ Στεφανίδης, ανεξάρτητα από την ειδικευμένη επιστημονική του σοφία που δεν είναι μέσα στο θέμα μας έχει μια διπλή δεξιοτεχνία στο λόγο, γράφοντας και μιλώντας. Σας βεβαιώνω πως αν ήταν αυτή τη στιγμή στη θέση μου, θα περνούσατε μιαν ώρα πολύ πιο ευχάριστη πολύ πιο ωφέλιμη. Με χαρά μου σας αναγγέλλω ότι σύντομα εκδίδουνται δυο τόμοι του με ποιήματα και πεζά. Δυο μικροί τόμοι, γιατί δε θέλει να παρουσιάσει σε βιβλίο παρά μόνο μιαν αυστηρή εκλογή από τη λογοτεχνική του παραγωγή.
Δεν έχω ούτε τα μέσα, ούτε τον καιρό να σας πω όλο το ιστορικό της λεσβιακής άνοιξης. Μα πριν σας μιλήσω ειδικότερα για δυο τρεις από τους συγγραφείς μας, θα σας αναφέρω μερικά ονόματα. Δεν είναι ούτε όλα, ούτε ίσως τα καλύτερα. Παρακαλώ να μη μου καταλογιστεί κακή πρόθεση για τις τυχόν παραλείψεις. Ούτε κι έχω την αξίωση πως γνωρίζω το έργο ή και τα ονόματα όλων των Μυτιληνιών που γράφουν…
Είναι ο αριστοκρατικός Ελεγάς, οι δυο Σταύρου, ο Θρασύβουλος ο Μελικαίρτης με τους αψεγάδιαστους στίχους (ο μεταφραστής του Γκαίτε και του Σίλερ) και ο λιγότερο γνωστός αδερφός του ο Δημητρός. Ωστόσο έχει επιχειρήσει και φέρει εις αίσιον πέρας έναν αληθινόν άθλο. Έχει μεταφράσει σ’ ελληνικούς στίχους και πολύ έμμορφα όσο θυμούμαι ποιήματα του Έντγκαρ Πόε. Οι δυο οι Κόντοι, ο περίτεχνος Κώστας, μαθαίνω με χαρά ότι τυπώνεται σε τόμο μια ποιητική του συλλογή, και ο Τάκης πιο αυθόρμητος που εξέδωσε τελευταία κάτι χαριτωμένους μύθους. Ο Μάκιστος που νομίζω ότι τώρα παραμελεί κάπως την ποίηση χάρη στο διήγημα. Γράφει κάτι ολοζώντανες Μυτιληνιές ηθογραφίες. Ο Ντόρος Ντορής μια πολύ πρωτότυπη φυσιογνωμία, ποιητής με τα «τραγούδια του παρανθρώπου» πεζογράφος με το «Δων Κιχώτη Δάσκαλο» κ.ά. που έχουν γίνει γνωστά στην Αθήνα. Ο Μίλτος Κουντουράς, Δημήτριος Γρηγορίου Βερναρδάκης, ο ανιψιός του μεγάλου. Ο Παύλος Εράτης ο Ζεϊμπέκης, κολωναίος ο λαϊκός και αυθόρμητος τραγουδιστής, ο Ασημάκης Βεϊνόγλου και τόσοι άλλοι. Από τη Μυτιλήνη κατάγουνται και οι Σημηριότηδες.
Μέσα στη λεσβιακή άνοιξη έχει εκδηλωθεί και ο Αϊβαλιώτης Ηλίας Βενέζης νέος διηγηματογράφος με αρρενωπό ταλέντο… Επίσης ο μυθιστοριογράφος και δραματικός Απόστολος Λεοντής Μυτιληνιός, εγκατεστημένος στην Αλεξάνδρεια και ο αρχαιολόγος Στρατής Παρασκευαΐδης που δημοσίεψε ταξιδιωτικές εντυπώσεις και κριτικά άρθρα. Είναι κ’ άλλοι. Μα μου φαίνεται να έχουμε συμφωνήσει ότι πρόκειται για μιαν αληθινή και πλούσια άνθιση.
Ο σκοπός μου είναι να σας μιλήσω για τους τρεις που μου είναι οι πιο γνώριμοι, οι πιο αγαπημένοι…
Αρχινώ από τον Μυριβήλη σύμφωνα με το αξίωμα ότι πρέπει κανείς ν’ αρχινά από τα γνωστά και να προχωρεί προς τα άγνωστα. Έχετε βέβαια όλοι σας ακούσει κι’ όσοι δεν τη διαβάσατε για «τη ζωή εν τάφω» το πολεμικό του βιβλίο…



Θα μπορούσα να σας διαβάζω ολόκληρο το βιβλίο μα έχει 368 σελίδες πυκνογραμμένες. Επιτρέψτε μου άλλωστε να σας εκμυστηρευτώ κάτι. Το βιβλίο μπορείτε να το ‘βρετε στα βιβλιοπωλεία. Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε η 4η ή 5η χιλιάδα με εξώφυλλο σχεδιασμένο από την αφεντιά μου.
Η Μαρία Κλωνάρη είναι η δεύτερη αγαπημένη μου και άδικα θα ψάξετε να ‘βρετε κάτι στα βιβλιοπωλεία. Τα διηγήματα της είναι σκόρπια σε μυτιληνιά περιοδικά κ’ εφημερίδες ή ανέκδοτα. Η Μαρία Κλωνάρη δεν μοιάζει με τον Μυριβήλη. Θα τη σύγκρινα με τον Παπαδιαμάντη. Του μοιάζει στην αγάπη πο’ χει στις λεπτές αποχρώσεις. Ζωγραφίζει ένα τοπίο, ένα πρόσωπο με μικρές μικρές αλλεπάλληλες πινελιές, αγαπά να περιγράφει τους απλούς ανθρώπους…
Η Μαρία Κλωνάρη, σωστή μάλιστα στις αποχρώσεις, είναι ένας Παπαδιαμάντης που αντί να ‘ναι ένας ασκητικός - γέρο ψάλτης που πέθανε με τον καημό γιατί να μην καλογερέψει, είναι μια νέα κοπέλα που δέχεται τη ζωή με χαρά: Άνοιξη! «Λεσβιακή Άνοιξη!»
Με χτυποκάρδι αρχίζω τώρα να σας μιλήσω για τον Βρανά τον Μπεγιάζη. Γιατί ο Μπεγιάζης είναι ποιητής. Κ’ η ποίηση είναι κάτι τόσο δυσκολοσύλληπτο! Είναι σαν ένας μαγεμένος θησαυρός που γίνεται στάχτη μόλις τον αγγίξει βέβηλο χέρι. Άραγε θα μπορέσω να προσφέρω τα ξόρκια εκείνα που θα μας επιτρέψουν να ρίξουμε μια ματιά σε μερικά από τα πολύτιμα πετράδια του θησαυρού;
Βρανάς Μπεγιάζης δεν είναι ψευδώνυμο. Ψευδώνυμο είναι το Θείελπης Λευκίας. Είναι μάλιστα ψευδώνυμο που δεν φέρει την ευθύνη του εκείνος. Του το κόλλησε ο πατέρας του, ένας εκκεντρικός αρχαιοθαυμαστής. Του το κόλλησε που λέτε όταν ακόμα ήταν ανίκανος να διαμαρτυρηθεί.
Μπεγιάζης τούρκικα θα πει άσπρος. Είναι το παλιό οικογενειακό τους όνομα που ο πατέρας του τ’ άλλαξε σε Λευκίας. Μα ο ίδιος, καθώς βλέπετε δεν φοβάται τα τούρκικα. Αυτό θα το δείτε και στους στίχους του. Τι τα θέλετε, αυτοί που προσέχουν μην πούνε κανένα τούρκικο μου θυμίζουν εκείνους που φοβούνται τα μικρόβια. Θα μας έπαιρνε πολύ ώρα αν θέλαμε να εξετάσουμε κάπως το ζήτημα, μα μου φαίνεται ότι κάποια μέρα, θα αναγνωριστεί γενικώς πως το να δέχεσαι ανεπιφύλακτα και να πολιτογραφείς κάθε ξένη λέξη που εισάγει στη γλώσσα η ζωή, είναι δείγμα μεγάλης εθνικής ακμής και υγείας…
Βιάζουμαι χωρίς άλλη εισαγωγή να σας δώσω λίγα δείγματα της ποίησης του. Το πρώτο που θα σας πω είναι το «σεβνταλίδικο». Φανταστείτε ένα νέο που γυρνά ύστερα από χρόνια στην πατρίδα του και μαθαίνει πως η αγαπημένη του τον έχει ξεχάσει ή αντικαταστήσει. Αυτό το πληγωμένο πάθος εκφράζει το ποίημα. Σ’ έναν παθητικό μονόλογο - «σεβντάς» για όσους τυχόν δεν το ξέρουν είναι το ερωτικό πάθος, ο ήρωας αποτείνεται στην άπιστη. Αρχινά να της λέει τα παράπονα του μα την αγαπά τόσο ακόμα που δεν θέλει να την πικράνει. Η τύψη του αυτή τον κάνει να φαντάζεται πως η κοπέλα του απαντά ζητώντας του να πάψει τα πικρά λόγια. Θέλει να σωπάσει μα το πάθος ξεχειλά σ’ ακόμα πιο πικρά, πιο θανάσιμα παράπονα.




Σεβνταλίδικο
Τρέμει τ’ αχείλι μου να πει τραγούδι,
Τρέμ’ η καρδιά να πει το βάσανο της.
Θενε φωτιά να λιώσουνε του φόβου
Τα κρούσταλλα στα φύλλα της καρδιάς μου.
Θα πα’ να πιώ να μ’ έβρη μεθυσμένο
Σα βγεί το βράδυ τ’ άστρο της αγάπης
Να ‘ρθώ την ώρα πουσαι πλαγιασμένη,
Μέσα στον πρώτο νύπνο βυθισμένη,
Σα σκύλος να γυρνώ στο μαχαλά σου.
Για πες μου τώρα, ως πόσα χρόνια νάνε
Που μ’ έβγαλε η καρδιά κι ο λογισμός σου;…
Τι λές;… Δεν πάνε τα πικρά τα λόγια;…
Σωπαίνω…Εσύ νάσαι καλά…και μπράβο:
Σ’ είδα και κόντεψα να σε βασκάνω-
Μα την αλήθεια, εσύ όλο κι ομορφαίνεις·
Σ’ είδα προχτέ κ θάμαξα. Μονάχα
Ταράχτηκα που σ’ είδα με τα μαύρα
Του χάρου τα στολίδια φορεμένης·
Με πήρε η λύπη της συγχωρεμένης.
Ε τι τα θες, που τολεγα ο καημένος,
Έναν καιρό, σ’ εκείνα τα ζαμάνια-
Μανούλα να την πώ, κοντά σ’ εσένα.

Αυτό το ποίημα είναι από τα πιο παλιά.
Να εν’ άλλο, δημοτικότερο στη μορφή μα τόσο προσωπικό στην ουσία. Με μια τολμηρή μεταφορά ο ποιητής ζωγραφίζει εκείνη την εποχή - και ποιος μας δεν την πέρασε στα πρώτα ρομαντικά νιάτα; - που είναι κανείς έτοιμος να ερωτευτεί -, δεξιά κι αριστερά χωρίς καμιάν ανταπόδοση.
Σάτιρα
Μην πεις, αδέρφι ο λόγος μου πως είναι παλαβούτος:
Μέσα στην πιάτσα καφενές με φαίνεται η καρδιά μου.
Πάνε κι’ έρχονται ολημερής οι πόνοι οι ραχατλήδες,
Γύρω στην τάβλα κάθουνται και παίζουνε σκαμπίλι.
Και τον νταγή στον Έρωτα για κεραστή τον έχω.
Μπαίνει και βγαίνει και κερνά και τζάμπα και βερεσέδες,
Μήδε ρωτά τ’ αφεντικό μήδε το λογαριάζει.
Ναθελα βγώ καμιά φορά να μάσω βερεσέδια,
σαράντα κιούπιά γέμοζα κ’ εξήντα δυο σακκούλες.

Αυτή η αυτοειρωνία είναι από τα χαρακτηριστικότερα στην ποίηση του Μπεγιάζη. Όσο προχωρεί στην τεχνική του γίνεται πιο λυτός, πιο αρρενωπός στην έκφραση. Η ποίηση είναι περισσότερο στην ουσία παρά στα εκφραστικά στολίδια. Να ένα μικρό κομμάτι όπου αυτό το λανάρισμα στη διατύπωση είναι ολοφάνερο.
Ζουλιάρικο
Να μη σε ξαναδώ και βγείς και κάτσεις στο μπαλκόνι.
Κ’ έχεις απά στο κάγκελο το πόδι ανεβασμένο.
Πέρασ’ ένας πραματευτής κ’ έχασε τη μηλιά του,
Πέρασε ο γιος της Ντόμινας και ρέκαξε, ο τσαχπίνης,
Πέρασε κι ο Μπαρμπαχατζής σαράντα χρόνια χήρος,
Και κρυφοκοντοστάθηκε κι’ έσαξε τα γιαλιά του

Το τραγούδι της Βαγγελιώς, που θα σας πω τώρα τελευταία στιγμή συγγενεύει με τα δημοτικά και με τ’ αρχαία ειδύλλια. Είν’ ένα επεισόδιο του πολέμου, ένα κομματάκι από τη ζωή του φαντάρου. Μα του φτάνει ο τελευταίος στίχος για να του δώσει όλη του τη σημασία, να το κάνει ένα προσωπικό ποίημα. Προσωπικό και τόσο σύγχρονο. Με τη λιτή και συγκρατημένη του έκφραση πόσους ψυχικούς αντίλαλους δεν ξυπνά ο τελευταίος αυτός στίχος;
Το τραγούδι της Βαγγελιώς
Τ’ ήθελε η μοίρα σήμερα και μ’ ήφερνε εδώ πέρα
Μες την πολυκοσμίτισσα να μπω τη Σαλονίκη:
Τούρκικο χάνι κιρχανάς κι οβρέϊκο ταβατούρι.
Οχ αδερφέ τέτοια ζωή να λείπει από τα μένα.
Κάλλια να πάω στην ερημιά, να πα στην Προσοτσάνη
Να πα να βρω τη Βαγγελιώ π’ αφήκα πικραμένη
Τη χωριανή, την αρφανή, την αγαπητικιά μου.
Μια μέρα την αντάμωσα στον ποταμό να πλένει.
Τα μπράτσα τ’ ανεσκουμπωτά τα μάτια μου μαγέψαν
Τ’ άσπρα της πόδια τα γυμνά, το νου μου ξεσηκώσαν
Του κόρφου της ο πηδηχτός με τράβηξε κοντά της.
-έχεις φωτιά;, κοπέλα μου, να ψήσω καλαμπόκι;
Μετά χαράς μου κόπιασε να ψήσεις καλαμπόκι
Μα σα το ψήσεις, Έλληνα, θέλω κ’ εγώ κομμάτι
Το καλαμπόκι πο’ ψησα το φάγαμε κ’ οι δυο μας
Και που καφέ σαν έψησε, τον ήπιαμε κ’ οι δυο μας
Και σαν αποχωρίζαμε κατά το βράδι - βράδι
Το σπίτι της μ’ αρμηνεψε και μ’ είπε τονομα της
Και εγω της είπα ψέμματα το πώς με λένε Γιάννη.

Θα είχα να σας πω πολλά ακόμα αλλά φτάνουνε τόσα για σήμερα
Αφήστε με να πιστεύω ότι σας έχω πείσει ότι συμφωνήσατε μαζί μου
Για τη Λεσβιακή Άνοιξη πόσο γνήσιο φαινόμενο, είναι γεμάτο νιάτα και ελπίδες αλλά και δύναμη.

* Αποσπάσματα από ομιλία που πραγματοποιήθηκε από τον Αντώνη Πρωτοπάτση το 1930 στη Φιλολογική Στέγη του Πειραιά, με θέμα τη «Λεσβιακή Άνοιξη».




Μυτιληνιός
του Α. Πρωτοπάτση

Όσο χρυσάφι ή διαμάντι δώς μου,
ανθρώπων θησαυρό βάλε μπροστά μου
από τα πιο ακριβά αυτουνού του κόσμου,
Φέρε μου την πεντάμορφη του γάμου.

Τοίμασε πλούσια κάμαρα: Ο δικός μου
Καημός και πόθος πες τα σωθικά μου
όχλος, κ’ εν άλλο φως είνε το φώς μου:
Τα πλούτη σου δεν μ’ άγγιξαν - η φαντασιά μου

Γεμάτη είν’ από μιαν εικόνα, μοιράζει
Χωριατοπούλα. - Εμένα δε με νοιάζει
Ότι κι αν έχω η τύχη αν μου το πάρη -

Η ομορφιά η ακέρια μου έχει γίνη
αγάπη; θάλασσα, ουρανός, χορτάρι,
γιατί γεννήθηκα στη Μυτιλήνη.
17 - 20 Οκτωβρίου 1913


ΛΕΣΒΟ
του Charles Baudelaire
Μετάφραση Α. Πρωτοπάτση

Λατινικού γλεντιού, ηδονής ελληνικής μητέρα,
Λέσβο, όπου τα πολλά φιλιά με λίγωμα ή χαρά,
ήλιοι στη θέρμη, στη δροσιά χειμωνικά, τη μέρα,
τη νύχτα σου τη δοξαστή στολίζουμε λαμπρά·
- λατινικού γλεντιού, ηδονής ελληνικής μητέρα,

Λέσβο, μ’ αμέτρητα φιλιά σαν καταρράχτες πού ‘ναι
και μες σε βάραθρ’ άπατα κυλούνε μ’ αφοβιά,
και τρέχουν μ’ αναφιλλητά και γάργαρα ξεσπούνε,
φουρτουνιασμένα, μυστικά, μυρμηδιστά, βαθειά·
Λέσβο, με αμέτρητα φιλιά σαν καταρράχτες πού ‘ναι!

Λέσβο, όπου οι Φρύνες τρυφερά η μια την άλλη κράζουν
όπου χωρίς αντίλαλο δε μένει ο στεναγμός,
όσο την Πάφο τ’ ουρανού τ’ αστέρια σε θαμάζουν
κι η Αφροδίτη ζούλεψε τη δόξα της Σαπφώς!
Λέσβο, όπου οι Φρύνες τρυφερά η μια την άλλη κράζουν.

Ω Λέσβο, γης με τις θερμές νυχτιές, τις λαγγεμένες,
που οι κόρες στον καθρέφτη εμπρός, με βαθουλούς βορβούς,
στείρα ηδονή! με το κορμί τους ερωτοπαρμένες,
της ήβης τους χαϊδεύουνε τους ώριμους καρπούς!
ω Λέσβο, γης με τις θερμές νυχτιές τις λαγγεμένες,

άσε του γέρο Πλάτωνα να οργίζεται το μάτι·
για τα φιλιά τ’ ακράτητα συχώρεση θα βρεις,
ρήγισσα με γλυκειά αφεντιά, χώρα τιμή γεμάτη,
και για την ανεξάντλητην εκζήτηση ηδονής.
Άσε του γέρο Πλάτωνα να οργίζεται το μάτι.

Θε νάβρεις τη συχώρεση στην αιώνια την παιδεία
που τις φιλόδοξες καρδιές άπαυτα τυραννεί
καθώς μακριά μας σέρνει τες χαμόγελου η μαγεία
που τους το μισοδείξανε ξένοι, νοητοί ουρανοί.
Θε νάβρεις τη συχώρεση στην αιώνια την παιδεία!

Ποιός θεός, ω Λέσβο, απόκοτος θα πει να σε δικάσει
και νάβρει κρίμα στ’ ώριο σου μέτωπο, το χλωμό,
με τη χρυσή του ζυγαριά τα δάκρυα αν δε ζυγιάσει
που οι ποταμοί σου στο γιαλό χύνουν κατακλυσμό;
Ποιος θεός, ω Λέσβο, απόκοτος θα σε καταδικάσει;

Τι έχουν να κάνουν μετά μας δίκιου κι αδίκου οι νόμοι;
Παρθένες μεγαλόκαρδες, τ’ Αρχιπελάου τιμή,
λατρεία αξιοσέβαστη, πιστή κρατάτε γνώμη,
δε σκιάζουνε τον έρωτα Κόλαση κι Ουρανοί!
- Τι έχουν να κάνουν μετά μας, δίκιου κι αδίκου οι νόμοι;

Τι μ’ έχ’ η Λέσβο εδώ στη γης μες σ’ όλους ξεχωρίσει,
να ψάλλω ποιό οι παρθένες της κρατάνε μυστικό,
και το μυστήριο από μικρός το μαύρο έχω γνωρίσει,
που σμίγει γέλια ακράτητα με θρήνο τραγικό.
Τι μ’ έχ’ η Λέσβο εδώ στη γης μες σ’ όλους ξεχωρίσει.

Κι από τα τότε στην κορφή βιγλίζω του Λευκάτα
και βάρδια, που το μάτι της, σίγουρο, διαπερνά,
παραφυλάω νυχτόημερα γολέτα είτε φρεγάτα
να τρεμουλιάζει σύθαμπα σε μάκρη γαλανά·
- κι από τα τότε στην κορφή βιγλίζω του Λευκάτα,

να μάθω αν έχει η θάλασσα σπλάχνος και καλωσύνη
και μέσα στ’ αναφιλλητά που η πέτρ’ αντιλαλεί,
στη Λέσβο που συγχώρησε πίσω αν το ξαναδίνει
το λείψανο το λατρευτό της Ψάπφας που ‘χε βγεί
να μάθει αν έχει η θάλασσα σπλάχνος και καλωσύνη!

Της Ψάπφας της αρρενωπής που αγάπα κι ετραγούδει
πιο όμορφη απ’ την Κυθέρεια, λυπητερά χλωμή!
- Το γαλανό το νίκησε μαύρου ματιού βελούδι
που μελανοστεφάνωσαν οι πόνοι, κι οι καημοί
της Ψάπφας της αρρενωπής που αγάπα κι ετραγούδει!

- Πιο όμορφη απ’ την Κυθέρεια τότες που πρωτοστήθη
πάνω απ’ τον κόσμο και παντού, γαλήνιος θησαυρός,
φεγγοβολή απ’ τα νιάτα της, ξανθά, δροσάτα, εχύθη,
ενώ καμάρωνε την κόρη ο γέρο Ωκεανός·
 πιο όμορφη απ’ την Κυθέρεια στον κόσμο όταν εστήθη!

- Της Ψάπφας, που ως επάτησε τον όρκο ευθύς εσβήστη,
τότε που τη λατρεία της αρνήστη και βορά,
θυσία στερνή, τ’ ασύγκριτο κορμί της εκυλίστη
σ’ άπονα χέρια, βάρβαρα, ποινή και συφορά
για κείνην που ως επάτησε τον όρκο ευτύς εσβήστη.

Κι από τα τότε η Λέσβο πια παράπονο έχει αρχίσει,
κι αν της προσφέρει ένας ντουνιάς φόρο τιμής τρανό,
κάθε νυχτιά της τρικυμιάς κραυγή θα τη μεθύσει
που οι έρμες της ακρογιαλιές ρίχνουν στον ουρανό.
Κι από τα τότε η Λέσβο πια θρήνο βαρύ έχει στήσει!


ΔΙΑΘΗΚΗ
του Ε.Χ. Αθανασιάδη
Μετάφραση Α. Πρωτοπάτση

Στο ήμερο το νησί, στη Λέσβο απάνω
θάθελα να πεθάνω
μέσα στον ύπνο να σε πλημμυρά
ο ήλιος, Θεού χαρά!

Στο χώμα μου τίποτα να μη βγαίνει
μ’ όψη καταθλιμένη,
ήσκιο ας μη ρίξει αυτού που θα χωθώ
κάτι το γελαστό:

Μηδέ τα ρόδα εκείνα, μυρωμένα
πένθη φτιασιδωμένα,
μηδέ τα κυπαρίσσια, μήτε ιτιές,
οι θλίψεις οι πλαστές.

Να κρύβουνε το λείψανό μου ας νιώνω
βουνού λουλούδια μόνο
κι η δάφνη πόχει η ξεροποταμιά
σ’ ελληνική γωνιά.

Έτσι η ορφανεμένη θέλει τώρα
του Αλκαίου δόλια χώρα,
έτσι και των πατέρων μας η γής,
φτωχούλα κι ευλαβής.

Το θέλει γιατί με τραβά κοντά της,
και με τη δυστυχιά της,
γιατί η πατρίδα λησμονά κι αυτή
Τον που ξενιτευτή.

Να κρύβουνε το λείψανό μου ας νιώνω
βουνού λουλούδια μόνο
κι η δάφνη πόχει η ξεροποταμιά
σ’ ελληνική γωνιά.

*Το υλικό του αφιερώματος 62 χρόνων από το θάνατο του Αντώνη Πρωτοπάτση προέρχεται στο σύνολό του από το αρχείο της οικογένειας Χατζάκη, η οποία και μας το παραχώρησε.


 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey