Ο γνωστός αρχιτέκτονας Στρατής Φραντζέσκος μιλά στο «Ε» για το νέο του βιβλίο, τη «δική του Πέτρα»…

«Άραγε πού και πώς πορευόμαστε;»

06/02/2018 - 15:59

 

O Στρατής Φραντζέσκος εδώ και λίγο καιρό είναι πια συνταξιούχος αρχιτέκτονας, αφού συμπλήρωσε 35 χρόνια, υπηρετώντας από πολλά μετερίζια την αγαπημένη του επιστήμη. Πάντα ανήσυχος και δημιουργικός, παρακολουθεί από κοντά τα δρώμενα τόσο στη Μυτιλήνη όσο και στη γενέθλια γη της Πέτρας, στην οποία αναφέρεται και το νέο του βιβλίο. Μετά, λοιπόν, από τους «Υδρόμυλους της Λιγώνας» ήρθε και ένα ακόμα βιβλίο -κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μύθος»- που ζυμωνόταν αρκετά χρόνια. Η συζήτηση που ακολουθεί έχει ως θεματικό άξονα την Πέτρα του Στρατή Φραντζέσκου.

Tι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να γράψετε για τη «δική σας Πέτρα»;
«Την πληρέστερη απάντηση θα την βρει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο.
Θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν αντικειμενικός, επειδή αυτόματα μπαίνει το ερώτημα, πόσο αντικειμενικοί μπορεί να είμαστε όταν αφηγούμαστε κάτι προσωπικό. Αναγκαστικά βέβαια το περιεχόμενο της συνέντευξης είναι τέτοιο, πόσο μάλλον ο τίτλος της έκδοσης, που προϊδεάζει εξ αρχής ότι πρόκειται για κάτι πολύ προσωπικό.
Αναφέρομαι στο γενέθλιο τόπο μου, την Πέτρα όπως τη βίωσα σε μια συγκεκριμένη εποχή, αλλά ταυτόχρονα και σε κάθε “πέτρα” που κουβαλάμε μέσα μας.
Αφορούσε μια εσωτερική επιθυμία που με απασχολούσε πολύ καιρό, για πολλούς λόγους. Αυτή η επιθυμία αργότερα έγινε ανάγκη.
Με παρακίνησαν βέβαια και ορισμένα συγγενικά, αλλά και φιλικά πρόσωπα με τα οποία κουβέντιαζα τις αναμνήσεις αυτής της εποχής, των νεανικών μας χρόνων, μια εποχή μεταβατική και ενδιαφέρουσα από πολλές πλευρές.
Ήμουν πολύ διστακτικός στην αρχή επειδή πιστεύω ότι με οτιδήποτε καταπιάνεσαι θα πρέπει να είσαι σχολαστικός και να το γνωρίζεις καλά. Έτσι ήμουν και στη δουλειά μου. Πορευόμουν με το αξίωμα: “Ποτέ να μη λες ότι έμαθες”.
Όταν μπήκα στη διαδικασία της συγγραφής παιδεύτηκα αρκετά, αφού δεν ήμουν εξοικειωμένος με το γράψιμο. Η επιθυμία όμως να μοιραστώ κάποιες σκέψεις μου ήταν έντονη. Τα κείμενα γράφτηκαν μια φορά πριν από χρόνια στην αρχή της κρίσης. Τα έγραψα όπως ήταν αποτυπωμένα στο νου και δεν θέλησα να τα επεξεργαστώ.
Επιθυμούσα να τα μεταφέρω από τη μνήμη στο χαρτί αυτούσια, με τη μορφή και τις ιδιαιτερότητες του προφορικού λόγου. Πιστεύω ότι θα έχαναν την αυθεντικότητα και την ομορφιά που έχει κάθε τι το ημιτελές και ανεπεξέργαστο».

Εξηγήστε μας τον υπότιτλο «Μύθοι και πραγματικότητες μιας άλλης εποχής»;
«Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι η μνήμη με το πέρασμα του χρόνου έχει τη τάση να εξωραΐζει τα δυσάρεστα και να ομορφαίνει ακόμα πιο πολύ τα ευχάριστα, να τους δίνει μερικές φορές μια παραμυθένια διάσταση. Πιθανόν να έπεσα και λίγο ηθελημένα σ’ αυτή την παγίδα. Είμαστε μια γενιά που μεγαλώσαμε με τα παραμύθια, με τον προφορικό κυρίως λόγο στο οικογενειακό και στο κοινωνικό περιβάλλον. Ζήσαμε σε μια εποχή που ούτε τηλεόραση υπήρχε, ούτε διαδίκτυο και κινητά, ακόμα και το ραδιόφωνο ήταν είδος πολυτέλειας, το πικ-απ για τα πάρτι σίγουρα δανεικό. Πέραν από το πόσο αντικειμενικός μπορεί να είναι ο λόγος, πιστεύω ότι η αφήγηση εμπεριέχει αναγκαστικά και τον μύθο. Στις προθέσεις μου ήταν να μεταφέρω το κλίμα της εποχής μου στους νεώτερους με αυτό τον τρόπο. Διαφορετικά θα επρόκειτο για μια ιστορική ή λαογραφική έρευνα που ήδη έχει πραγματοποιηθεί με εξαιρετικά σχολαστικό τρόπο από τον φίλο, συγχωριανό καθηγητή και ιστορικό Νίκο Σταυρίδη. Πρόκειται για μια τεκμηριωμένη μελέτη που φώτισε αρκετά την ιστορία του οικισμού. Πάντως, είναι πολύ σημαντικό οι νεώτεροι που κατοικούν έναν τόπο να μην είναι αποκομμένοι από το πρόσφατο παρελθόν. Διαπίστωσα ότι το έχουν ανάγκη».

Εάν σας ζητούσαν να επαναφέρετε κάτι από τη «δική σας Πέτρα» που σήμερα εκλείπει, ποιο θα ήταν αυτό;
«Το ερώτημα είναι υποθετικό. Τα πάντα αλλάζουν, άλλα προς το καλύτερο κι άλλα προς το χειρότερο, το ζητούμενο είναι προς τα πού γέρνει η ζυγαριά ή προς τα πού θέλουμε να γέρνει και κατά πόσο αυτό είναι εφικτό και μπορεί να προδιαγραφεί.
Σίγουρα δεν μπορεί να είμαστε αδρανείς νοσταλγοί, ούτε είναι δυνατόν να ζούμε με το παρελθόν, γιατί αυτό μας εμποδίζει να δούμε μπροστά. Βέβαια δεν πρέπει να διαγράψουμε μνήμες και γεγονότα των οποίων η γνώση μάς βοηθά να πορευτούμε στο μέλλον.
Θεωρώ ότι το να επαναφέρω κάτι από τη “δική μου Πέτρα” είναι ανέφικτο.
Νοσταλγώ όμως τις φωνές των παιδιών στα καλντερίμια, τις μυρωδιές των φούρνων, τη βουή και τη ζωή της αγοράς, τα θαμπά τζάμια των καφενείων, τη ζωή στις γειτονιές, τα καΐκια που ξεφόρτωναν, το λεωφορείο που έφτανε το σούρουπο από την πόλη και χίλια δυο άλλα…».

Ο επίλογος σας έχει τίτλο: «Ρεζουμέ. Ρε ζούμε;». Θα ήθελα να το αναλύσετε λίγο.
«Πράγματι ήθελα να τελειώσω με αυτό το λογοπαίγνιο. Είναι ερώτημα που απευθύνεται στον καθένα και ειδικότερα σε όσους έζησαν αυτή την εποχή. Αφορά βέβαια και το σήμερα, το πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις και πόσο ευτυχισμένοι μπορεί να είμαστε στην τωρινή εποχή. Προς τα πού τελικά πορευόμαστε;».

Έχετε φύγει χρόνια από το χωριό σας, και ζείτε και δραστηριοποιείστε στη Μυτιλήνη. Ποια συναισθήματα σάς προκαλεί όταν το επισκέπτεστε;
«Μερικές φορές μοιάζει σα να μην έφυγα ποτέ. Για μένα είναι κάτι παραπάνω από οικείο και νομίζω ότι είναι φυσικό. Νοιώθω ένα ξαλάφρωμα στην κουβέντα με τους ανθρώπους.
Αισθάνομαι σίγουρα περισσότερη μελαγχολία και νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα που λείπουν, συγγενικά και μη. Στενοχωριέμαι όμως και για τα άψυχα, που ίσως από νομοτέλεια ή άλλους λόγους δεν υπάρχουν πια ή έχουν αλλοιωθεί».

Αρχιτεκτονικά η Πέτρα έχει αλλάξει ή κρατά την ταυτότητά της;
«Δύσκολο ερώτημα, που με αφορά άμεσα λόγω επαγγέλματος, όμως δεν θα ήθελα να το αποφύγω. Σίγουρα δεν είναι η Πέτρα της δεκαετίας του ΄60 ή του ΄70. Πιστεύω ότι ευτυχώς ένα σημαντικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής της ταυτότητας, εξακολουθεί να διατηρείται.
Δεν θα ισχυριζόμουν το ίδιο για την περιαστική αγροτική γη, η οποία δέχτηκε τις επιπτώσεις της λεγόμενης “ανάπτυξης” με αποτέλεσμα να έχει υποστεί αλλαγές όπως πολλοί οικισμοί του τόπου μας και περισσότερο αυτοί που δέχτηκαν οικιστικές πιέσεις.
Ανοίγουμε όμως μεγάλη κουβέντα που δεν είναι δυνατόν να χωρέσει στα στενά περιθώρια αυτής της συνέντευξης. Πιθανόν να μας δοθεί μια άλλη ευκαιρία για να κουβεντιάσουμε πάνω σε αυτά τα θέματα. Πιστεύω ότι η κουβέντα θα είναι και περισσότερο πολιτική.
Θα ήθελα να σε ευχαριστήσω, αγαπητέ Παναγιώτη για τη συζήτηση και το πάντα ενημερωμένο «Ε» για τη φιλοξενία.
Δεν ξεχνώ βέβαια ότι πριν χρόνια με προέτρεψες: “Άντε Στρατή, γράψε κάτι για τη δική σου Πέτρα…”».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey