Η νεανική παραβατικότητα

22/04/2024 - 11:30

Η έξαρση της νεανικής παραβατικότητας που παρατηρείται τώρα τελευταία προβληματίζει την Πολιτεία αλλά και την κοινωνία μας. Όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, το πρόβλημα προκαλεί έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων που δε συμφωνούν ούτε ως προς τα αίτια του προβλήματος ούτε και ως προς τους τρόπους θεραπείας του. Ειδικοί και μη παίρνουν κάποια θέση απέναντι στο φαινόμενο και διατυπώνουν τις απόψεις τους που είναι πάντα ανάλογες με την ιδεολογία τους και την κομματική τους τοποθέτηση. Η κυβέρνηση πήρε κάποια μέτρα, για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο τουλάχιστο στα σχολεία, αλλά η αντιπολίτευση διαφωνεί υποστηρίζοντας πως τα μέτρα αυτά είναι κατασταλτικά και πως πρέπει να ληφθούν μέτρα προληπτικά. Φαίνεται και εδώ η παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος που θέλει την αντιπολίτευση να μη συμφωνεί με οποιοδήποτε μέτρο παίρνει η κυβέρνηση.

Ως εκπαιδευτικός που υπηρέτησα από πολλές θέσεις την εκπαίδευση έχω το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να εκφράσω την άποψή μου πάνω στ θέμα. Κατ’ αρχάς οφείλουμε να ομολογήσουμε πως σε κάθε σχολείο και κάθε τάξη υπάρχουν μαθητές που παρουσιάζουν προβλήματα συναισθηματικά και προβλήματα συμπεριφοράς, όπως είναι η απομόνωση, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η πίεση, η σχολική φοβία, η υπερκινητικότητα, η καταστροφική και αντικοινωνική διάθεση, η απογοήτευση και η απαισιοδοξία, ο θυμός, η οργή ακόμη και η βία. Για όλα αυτά δεν ευθύνεται μόνο η οικογένεια ούτε το σχολείο, αλλά και όλοι οι άλλοι παράγοντες αγωγής, όπως για παράδειγμα, οι παρέες, και πάνω από όλα τα Μ.Μ.Ε. και η ίδια η Πολιτεία και η συμπεριφορά των πολιτικών μας.

Εκείνος που καλείται να συμβάλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος είναι ο εκπαιδευτικός. Αυτός έχει να χειριστεί τους μαθητές που παρουσιάζουν αυτά τα προβλήματα, χωρίς να παραμελεί τους υπόλοιπους μαθητές. Είναι φανερό πως το έργο του δεν είναι εύκολο και σίγουρα δεν είναι δυνατό να το φέρει σε πέρας με επιτυχία μόνος του.

Σύμφωνα με μελέτες σχετικές με το θέμα αυτοί που διαχειρίζονται μαθητές με συναισθηματικά προβλήματα και προβλήματα συμπεριφοράς πρέπει να συνεργαστούν:

Ι. Με τους μαθητές: Οι μαθητές μπορούν να δώσουν στους εκπαιδευτικούς πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και να τους βοηθήσουν να κατανοήσουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο σχολείο τους όσον αφορά τις κοινωνικές τους σχέσεις. Πολλοί ερευνητές του προβλήματος εκφράζουν την αισιοδοξία τους σχετικά με την αποτελεσματική συνεργασία ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και τον μαθητή για την «αποτροπή των ολέθριων και εξουθενωτικών συνεπειών του bullying». Άλλοι, πάλι, ερευνητές τονίζουν την ανάγκη διαμόρφωσης προσωπικών σχέσεων εντός των σχολείων που θα δημιουργήσουν περισσότερες ευκαιρίες για επικοινωνία και οικοδόμηση σχέσεων με τους μαθητές και την παροχή σε αυτούς ευκαιριών να μιλήσουν και να ακουστούν. Αυτοί, παράλληλα, σημειώνουν πως οι μαθητές παραπονιούνται πως κανείς δεν τους στηρίζει, κανείς δεν τους ακούει και πως οι σχέσεις τους με τους δασκάλους τους είναι πολύ φτωχές και ανεπαρκείς. Γενικά η έρευνα θεωρεί ότι το να δίνει ο δάσκαλος χρόνο στο μαθητή να μιλήσει και το να ακούει προσεκτικά τα προβλήματά του είναι η βασική αρχή που πρέπει να ενθαρρύνει όλο το προσωπικό του σχολείου.

ΙΙ. Με το προσωπικό: οι εκπαιδευτικοί πρέπει να έχουν μια αίσθηση προοπτικής για ευρύτερη συνεργασία. Οι έρευνες δείχνουν πως αποτελεσματικά σχολεία είναι αυτά που φέρνουν τα προβλήματα των μαθητών έξω από την τάξη και τα καθιστούν προβλήματα ολόκληρου του σχολείου ως θεσμού, σχολεία στα οποία αυτά τα προβλήματα συζητούνται και αντιμετωπίζονται συνολικά και με συμμετοχικό τρόπο. Η αμοιβαία στήριξη ανάμεσα στα μέλη του προσωπικού ενός σχολείου παίζει ουσιαστικό ρόλο στην αντιμετώπιση προβλημάτων σχολικής παθογένειας που απορρυθμίζουν τους μαθητές και το σχολείο.

ΙΙΙ. Με τους γονείς: η εμπλοκή των γονιών στο όλο πρόβλημα είναι πολύ σημαντική. Αυτοί έχουν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο προσφέροντας στον δάσκαλό πληροφορίες για τις ανάγκες των παιδιών τους και τα χαρακτηριστικά τους. Αυτοί, ακόμη, μπορούν να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με τις δυσκολίες που εντοπίζονται στο οικογενειακό περιβάλλον με σκοπό να διαπιστωθεί και να κατανοηθεί η συμπεριφορά και η στάση του παιδιού στο σχολείο. Πολλοί μιλούν για τη στήριξη που οι γονείς μπορούν να προσφέρουν στον δάσκαλο και σημειώνουν τη μεγάλη σημασία της σχέσης που μπορεί να οικοδομηθεί με επισκέψεις των δασκάλων στα σπίτια των μαθητών του, ιδιαίτερα οι άτυπες.

ΙV. Με άλλους παράγοντες: οι δάσκαλοι της τάξης μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους και τους μαθητές τους, εάν αξιοποιήσουν άλλους σχετικούς παράγοντες που βρίσκονται εκτός του σχολείου. Ένας εν δυνάμει τρόπος αντιμετώπισης των συναισθηματικών προβλημάτων και των προβλημάτων συμπεριφοράς που αντιμετωπίζουν οι μαθητές είναι να δουν αυτούς ως έχοντες ανάγκη από ένα συνδυασμό υποστήριξης από τις υπηρεσίες που σχετίζονται με το παιδί και την οικογένεια, τις υπηρεσίες δικαιοσύνης, τις υπηρεσίες που σχετίζονται με την υγεία, σωματική και πνευματική, και με τις ποικίλες εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Η σύγχρονη παιδαγωγική έρευνα εισάγει το λεγόμενο Interagency Continuum Model που αναπτύσσεται σε τέσσερα στάδια: την Προετοιμασία (Preparation), τη δημιουργία (Creation), την Εφαρμογή (Implementation) και τη Λύση (Dissolution). Αυτή τονίζει πως πολλά σχολεία, ιδιαίτερα αυτά που δεν έχουν πλούσια εμπειρία σε παρόμοια θέματα και δεν έχουν ειδικούς στο προσωπικό τους, ωφελούνται πολύ, αν αναπτύξουν κάποια πολιτική μέσω μιας διαδικασίας ενός αμφίδρομου διαλόγου και μιας συνεργατικής δράσης με παράγοντες που βρίσκονται έξω από το σχολείο .

Η εμπειρία δείχνει και οι σχετικές έρευνες βεβαιώνουν πως πολλοί Έλληνες εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν θετικά κίνητρα, όταν αντιμετωπίζουν μαθητές με συναισθηματικά προβλήματα ή προβλήματα συμπεριφοράς* πως προσπαθούν να αναπτύξουν μια προσωπική σχέση με του μαθητές τους και πως επιβραβεύουν αυτούς για τη καλή συμπεριφορά τους* πως σπάνια χρησιμοποιούν την ποινή ως σωφρονιστικό μέσο, αλλά καταφεύγουν στις απειλές, για να πετύχουν την πειθαρχία στην τάξη τους. Άλλοι, πάλι, εκπαιδευτικοί εμφανίζονται τελείως αδιάφοροι και δηλώνουν πως αυτοί δε χρησιμοποιούν καμιά ειδική μέθοδο, όταν αντιμετωπίζουν αυτά τα παιδιά είτε γιατί πιστεύουν πως δε χρειάζεται να φέρονται διαφορετικά σε αυτά από ό τι στα άλλα είτε γιατί έχουν κουραστεί να προσπαθούν να αλλάξουν αυτά τα παιδιά. Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί εμφανίζονται, γενικά, να μην κατέχουν κανένα επιστημονικό ή παιδαγωγικό τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων αυτών των παιδιών και να ενεργούν χωρίς καμιά αξιολόγηση της κατάστασης των παιδιών. Αυτοί δε χρησιμοποιούν καμιά επιστημονική μέθοδο, για να διαπιστώσουν την προσωπικότητα του μαθητή και να αξιολογήσουν τη συμπεριφορά του, αν και είναι αναγκαίο και σημαντικό να επισημάνουν τις ικανότητες και τις αδυναμίες του και να δημιουργήσουν το profile του, πράγμα που μπορεί να διευκολύνει την ανάπτυξή του και την πρόοδό του. Και το ερώτημα που γεννιέται είναι: το θεσμικό πλαίσιο που υπάρχει επιτρέπει στους εκπαιδευτικούς να αναπτύξουν τις απαραίτητες για την περίπτωση δράσεις;

[Οι πληροφορίες αντλούνται από το Elpiniki , A. Fragkouli (2002), Greek Teachers’ Perceptions of Dealing with Emotional and Behavioural Difficulties in Secondary Schools (Master Degree). University o Warwick].

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey