Σφάλνα τα δάχτυλα!

01/07/2012 - 05:56
Σου ‘χει τύχει ποτέ να σηκωθείς νυσταγμένος και κρυουλιασμένος απ’ το κρεβάτι, να πηγαίνεις με μισόκλειστα μάτια στο παραθύρι, να το ανοίγεις για να ‘ρθει φρέσκος ο καθαρός αγέρας
Σου ‘χει τύχει ποτέ να σηκωθείς νυσταγμένος και κρυουλιασμένος απ’ το κρεβάτι, να πηγαίνεις με μισόκλειστα μάτια στο παραθύρι, να το ανοίγεις για να ‘ρθει φρέσκος ο καθαρός αγέρας στην κάμαρη με τα στοιβαγμένα χνώτα, κι ως αγγίζεις το πόμολο, φρουουπ, μια φυσιά απ’ όξω να το ανοίγει διάπλατα;
Μη μου πεις πως δεν ένιωσες πλημμυρισμένος ζωντάνια, κέφι για δημιουργία, και νου καθάριο;!
Ίδια, τον όλβο που ένιωσα απόψε μόλις σήκωσα με βαρεμάδα το ακουστικό που ώρα πολύ βάρβαρα κουδούνιζε, κι ήταν ίσα που το είχα βάνει στη θέση του μετά από μιας ώρας βαρετό κι ανούσιο βομβαρδισμό με τις νεοπλουτίστικες καυχησιές του Ντίνου, και, να, τώρα, πριν πω το άχρωμο «λέγετε», ένας χείμαρρος αγάπης λαχτάρας και συμπυκνωμένου νόστου γιόμισε τα κύτταρά μου άπαντα και της καρδιάς μου τα κατάβαθα!
- Είσαι όρθιος, Γιώργο; Κάτσε, μου είπε προτού ακούσει καλά-καλά τη φωνή μου.
- Είμαι ο Στράτος! Ξανακούστηκε πληθωρική, βραχνιασμένη, όλο ζωντάνια η πολυκαιρισμένη φωνή του.
Κι αρχίνιξε να ξετυλίγει το κουβάρι, παγωμένο στην αρχή, όλο να πυρώνεται, να φουντώνει, κι υστερνά μια πυρκαγιά να με συνεπαίρνει!
Κι είδα να γινόμαστε ξέγνοιαστα παιδιά στα θρανία τα πράσινα, να παίρνουμε φώτιση και τα πρώτα της νιότης σπινθηρίσματα, να αλυχτούμε στον αυλόγυρο, να παίζουμε την πάνινη από κουρέλια καμωμένη μπάλα, τη μακριά γαϊδούρα, και με τις σφεντόνες να γυρνάμε τα περβόλια του κάμπου ολάκερου, και, θυμάστε; Ναι. Να γελάμε! Να τσιρίζουμε χαρούμενα κι οι φωνές μας να χτυπάνε στης Αγιά Κυριακής το βουνό, να πισωγυρίζουν δυναμωμένες, ν’ αυλακώνουν τ’ Ανεμοβούνι και τη γιομάτη αγριοτζιτζιφιές και ξερά βούρλα απέραντη αμμουδιά, κι υστερνά να χάνονται οι αντίλαλοι πέρα στο πέλαος, ως της Μικρασίας τα παράλια!
Φτερούγησαν οι αναμνήσεις, γινήκαμε παλληκάρια σε τρανά σκολειά, στη σκοπιά και στο θάλαμο με διάχυτη την ποδαρίλα από σαράντα άρβυλα στα δίπατα σιδεροκρέβατα ακουμπισμένα, κι είδα τον θαλαμοφύλακα να βάνει τη διπλωμένη εφημερίδα ανάμεσα τα ποδοδάχτυλα του κοιμισμένου φαντάρου και με το τσάκτισμα του αναπτήρα να μεταβάλλεται σε «πυροφάνι», και το φαντάρο να ουρλιάζει, κι υστερνά να παίρνουμε μια φρατζόλα ψωμί αντί για εισιτήρια και με τα πόδια να παγαίνουμε ως το Δέλτα το Φαληρικό για μπάνιο!
Ήρθε κι ο ζυγός ο χαρούμενος που έκοψε λευτερίες μα έδωκε νόημα στη ζωή και το υπέρτατο αγαθό ο σπόρος μας να βλαστήσει, κι αρχίσαμε να βουλιάζουμε στην κατηφόρα του μόχτου για αγαθά εφήμερα, κι όλο να ανεβάζουμε το νήμα, και μας γίνηκε βραχνάς το κυνήγι όχι του κρυμμένου μα του φανερού αγκαθιασμένου θησαυρού, ποιος θε να τον καταχτήσει!
Και μας είδα να χανόμαστε, να παραβγαίνουμε βουβά στου πλουτισμού το πισσοκάζανο, και τώρα, με μισό αιώνα χαμένο, να χτυπά το τηλέφωνο και πριν καλά-καλά μιλήσω να γιομίζει ξανά ευτυχία το μεδούλι μου, και να λούζομαι φως! Τόσο φως! Θεέ μου!
- Σφάλνα τα δάχτυλα, ρε Στράτο, όσο γίνεται σε τούτη τη σταλαματιά ζωής που μας απόμεινε! Ό,τι περισώσουμε αντράκι μου ξετελεμένο!
- Μια ζωή αναριεμένα, γλίστρησε, χάθηκε ο αφρός, μας απόμεινε το κατακάθι!
- Είναι συμπυκνωμένη η ζήση μας όλη! Μην ξεμανταλώνεις άλλο τ’ ακροδάχτυλά σου!
- Πηχτή, κρουσταλλένια η βιοπάλη, Γιώργη. Δυσεύρετη!
- Όλο σοφία!
- Δικιά μας! Ανάρια αν.
- Για μας και για τους άλλους! Στράτο μου! Κράτα γερά.
- Δως μου το χέρι σου, Γιώργη! Ας είν’ και τώρα!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey