«Το επάγγελμα τοποθετεί τον άνθρωπο στην κοινωνία»

01/07/2012 - 05:56
Ο παλιός φιλόλογος της Μυτιλήνης, Παναγιώτης Παρασκευαΐδης μας μιλά για τα παιδικά του χρόνια που συνέπεσαν με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τα χρόνια που υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός, αλλά και για τις παράλληλες ασχολίες του.
«Γεννήθηκα το 1933. Το σπουδαίο είναι ότι όσοι γεννηθήκαμε πριν από τον πόλεμο, πριν από τα μισά του 20ού αιώνα, κουβαλάμε πάρα πολλά πάνω μας και μέσα μας. Ζήσαμε πολλά γεγονότα συνταρακτικά, που δν ζήσατε εσείς και δεν υπάρχει καμμία σύγκριση της σημερινής εποχής με τα όσα ζήσαμε εμείς γύρω στα 1950 και πιο μπροστά. Ακόμα πιο πολλά ζήσανε οι πατεράδες μας. Και τι δεν είδαν τα μάτια τους… Από εκεί και πέρα, πήραμε τη σκυτάλη εμείς, που γεννηθήκαμε αρχές της δεκαετίας τού ’30…» Έτσι ξεκίνησε να αφηγείται τη ζωή του ο παλιός φιλόλογος της Μυτιλήνης, Παναγιώτης Παρασκευαΐδης, όταν πριν από λίγες μέρες μας υποδέχτηκε στο σπίτι του χάριν του δισέλιδου αυτού αφιερώματος. Σήμερα, έχοντας κλείσει πλέον τα 78 του χρόνια, έχει πολλά να διηγηθεί. Τόσο για τα παιδικά του χρόνια που συνέπεσαν με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και για τα χρόνια που υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός, αλλά και για τις παράλληλες ασχολίες του, που μέχρι και σήμερα συνεχίζει ακούραστος.

Η πρώτη δεκαετία της ζωής του Παναγιώτη Παρασκευαΐδη στιγματίστηκε από δύο σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Τη δικτατορία του Μεταξά και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο τελευταίος βρήκε την οικογένειά του στην Κομοτηνή, όπου είχαν μεταφερθεί μετά από μετάθεση του πατέρα του, Σταύρου, ως γυμνασιάρχη. «Τότε ήταν σπουδαίο να είναι κανείς γυμνασιάρχης, μη βλέπετε τώρα που είναι μάλλον… ενόχληση, ιδίως όταν συνδέεται με μετακίνηση, με αλλαγή κατοικίας και πόλης. Τότε, όλη η Λέσβος είχε τρία γυμνάσια: ένα Αρρένων κι ένα Θηλέων στη Μυτιλήνη κι ένα ακόμη στο Πλωμάρι - μετά έγινε και το 2ο Γυμνάσιο Μυτιλήνης. Οι τρεις γυμνασιάρχες αυτοί ήταν περίβλεπτοι και οι θέσεις επίζηλες και με καλή μισθοληψία», λέει ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης σήμερα για το επάγγελμα του πατέρα του, που θα ακολουθούσε αργότερα και ο ίδιος.


Ο α΄ τόμος από τα «Απομνημονεύματα» του Παναγιώτη Παρασκευαΐδη (1947) (αριστερά). Η οικογένεια Παρασκευαΐδη σε μέρες ευτυχίας, πριν τον πόλεμο. Ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης μπροστά, δεξιά (1936) (δεξιά)

Ο βομβαρδισμός του Πειραιά
Στην Κομοτηνή έγινε γυμνασιάρχης, λοιπόν, ο πατέρας του και αναγκαστικά μεταφέρθηκαν εκεί αυτός (τότε Α΄ δημοτικού), ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του Στράτος και η μητέρα τους, Μαρία. Την «ευφορία των νικών στην Αλβανία» ακολούθησαν τα δυσάρεστα. Με την έναρξη του πολέμου, ο πατέρας τους κλήθηκε ως έφεδρος αξιωματικός να υπηρετήσει και η υπόλοιπη οικογένεια κατέβηκε μέχρι την Αθήνα, προκειμένου να βρει τρόπο να επιστρέψει στη Μυτιλήνη.
Η επίθεση των Γερμανών στις 6 Απριλίου 1941 τούς βρήκε στο ξενοδοχείο «Βαλκάνια», στην προκυμαία του λιμανιού του Πειραιά, όπου έμεναν μέχρι να βρουν κάποιο μέσο να τους γυρίσει στο νησί τους. «Ήμασταν στην εστία βομβαρδισμού από τα γερμανικά Στούκας», θυμάται σήμερα ο ίδιος. «Βόμβες, εκρήξεις, ανατινάξεις. Στόχευαν κυρίως πλοία στο λιμάνι του Πειραιά και τα περισσότερα τα πετύχαιναν. Οι βόμβες πέφταν εδώ κι εκεί, επικρατούσε πανικός στους πελάτες του ξενοδοχείου, εμείς κατρακυλήσαμε από τις σκάλες και μείναμε δυο - τρεις μέρες σε ένα καταφύγιο, απ’ όπου ακούγαμε συνέχεια τις σειρήνες.»
Έχοντας βγει σώος από τον πόλεμο, ο πατέρας τους χρειάστηκε ένα μήνα για να κατέβει από τη Μακεδονία στην Αθήνα και να τους βρει. Τοποθετήθηκε σε ένα γυμνάσιο στο Φάληρο, πηγαινοερχόμενος συχνά με τα πόδια, ενώ η αξία του μισθού του είχε φτάσει να είναι μηδαμινή. «Φάγαμε την πείνα τού ’41 στην Αθήνα», λέει ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης. «Πέθαιναν οι άνθρωποι μέσα στους δρόμους, ήταν δύσκολη η ζωή, εγώ ήμουν συνέχεια άρρωστος… Έδινες εκατομμύρια για να πάρεις ένα κιλό ντομάτες.» Τελικά, ο Αριστείδης Δελής, τότε γυμνασιάρχης στη Μυτιλήνη και οικογενειακός τους φίλος, κατάφερε γνωρίζοντας γερμανικά να τους βγάλει άδεια ταξιδίου. Μπήκαν έτσι όλοι το ’42 σε ένα καΐκι και μετά από τρεις - τέσσερις μέρες ταξίδι έφτασαν στη Μυτιλήνη. Ο μισθός του πατέρα του εξακολουθούσε να μην έχει αξία, το λάδι από τα ελαιοκτήματα όμως που είχαν στον τόπο καταγωγής του, το Μανταμάδο, και το στάρι που φύτεψαν μέσα σε αυτά, τους κράτησαν στη ζωή μέχρι να βελτιωθούν τα πράγματα.


Φοιτητής στην Αθήνα, με τον πατέρα του (1951) (αριστερά). Η οικογένεια Παρασκευαΐδη στη Μυτιλήνη, μπροστά στον Άγιο Ευδόκιμο, μετά τον πόλεμο (1948). Από αριστερά προς δεξιά: Στράτος, Μαρία, Σταύρος, Παναγιώτης (δεξιά)

Η κλίση στα Γράμματα
Η εμπειρία του βομβαρδισμού του Πειραιά και της δύσκολης περιόδου που ακολούθησε δεν άφησε αλώβητο το μικρό Παναγιώτη. Το 1948, στην αρχή της εφηβείας του και ως μαθητής στη Μυτιλήνη πλέον, έγραψε τα «Απομνημονεύματά» του, σε δύο τόμους που αποτελούσαν δύο μικρά μπλε μπλοκάκια. Μέσα στις σελίδες τους και ακολουθώντας την πορεία της οικογένειάς του, περιγράφει εκτός άλλων τις δύσκολες στιγμές που έζησε στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ήδη τρία χρόνια πριν είχε περιγράψει την ημέρα του βομβαρδισμού σε σχολική έκθεση.
Αυτά ήταν μάλλον και τα πρώτα πιο «επίσημα» δείγματα γραφής του. Από μικρή ηλικία, άλλωστε, διάβαζε πολύ και έγραφε ωραία. Σε αυτό συνέβαλε η πλούσια βιβλιοθήκη του πατέρα του. «Αν ήμουν καλός μαθητής, είναι γιατί διάβαζα πολλά βιβλία», λέει ο ίδιος. «Από παιδικά ως εγκυκλοπαιδικά και ιστορικά, απέκτησα τελικά μια εγκυκλοπαιδική κατάρτιση πολύ καλή για ένα παιδί 15 - 16 χρονών. Γι’ αυτό και αργότερα, ως καθηγητής, έλεγα πάντα στα παιδιά: “διαβάζετε κι άλλα βιβλία, εκτός από τα σχολικά”.»
Η κλίση του στα Γράμματα τον οδηγεί το ’52 για σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, όπου παίρνει μάλιστα και υποτροφία. Τη Σχολή την τελείωσε κανονικά, στα πέντε χρόνια. Άλλωστε δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια για καθυστέρηση, αφού οι οικονομικές δυνατότητες ήταν πολύ περιορισμένες. «Τότε δε νοικιάζαμε διαμερίσματα όπως είναι τώρα με όλες τις ανέσεις, αλλά μέναμε με συγκάτοικο, τουλάχιστον έναν, συχνά και παραπάνω, σε ένα δωμάτιο. Βρίσκαμε όμως τον τρόπο της συμβίωσης, που συχνά δεν είναι εύκολη με άλλους. Ο Ντοστογιέφσκι λέει: “με τον καλύτερο άνθρωπο βάλε με στο ίδιο δωμάτιο, θα τον σιχαθώ τελείως”», έχει να πει ο ίδιος για τα φοιτητικά του χρόνια.


Μαθητής Γυμνασίου στη Μυτιλήνη (1947) (αριστερά). Ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης τη δεκαετία τού ’80, με όλο το διοικητικό προσωπικό Λέσβου και Λήμνου (δεξιά)

Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του και στη συνέχεια τα τρία χρόνια του Στρατού, επιστρέφει στη Μυτιλήνη για να εργαστεί. Τα πρώτα τρία χρόνια δούλευε ως κοινοτικός καθηγητής και πληρωνόταν από τους συλλόγους γονέων και την εκάστοτε κοινότητα. «Ήμασταν τότε περιζήτητοι, παίρναμε περισσότερα από όσα οι διορισμένοι καθηγητές», θυμάται. Ως κοινοτικός ήταν στον Πολιχνίτο και στον Παπάδο, τον ζητούσαν όμως και από το Μανταμάδο και από τη Σχολή Σπετσών, αφού οι εκπαιδευτικοί στο νησί ήταν λίγοι. Τρία χρόνια μετά, διορίζεται στον Πολιχνίτο και σε ένα χρόνο παίρνει μετάθεση στο 1ο Γυμνάσιο Αρρένων της Μυτιλήνης, όπου έμεινε 20 χρόνια, με μια διακοπή για μετεκπαίδευση στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης.
Επιστρέφοντας στη Λέσβο έγινε γυμνασιάρχης, στη συνέχεια προϊστάμενος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομού και τέλος σχολικός σύμβουλος. Υπήρξε επιπλέον πρόεδρος της ΕΛΜΕ Λέσβου - Λήμνου (που πρωτοπόρησε με την έκδοση του πρώτου κείμενου-ψηφίσματος για την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος, το οποίο έγινε δεκτό από την ΟΛΜΕ και το 1982 επικράτησε πλέον σε όλη τη χώρα). Ως σχολικό σύμβουλο τον βρήκε το 1995 το τέλος της εκπαιδευτικής του σταδιοδρομίας. «Με “διώξανε”», λέει για τη συνταξιοδότησή του, αφού η απόλυσή του ήρθε λόγω 35ετίας και χωρίς να έχει υποβάλει ο ίδιος αίτηση.


Γυμνασιάρχης στο 1ο Γυμνάσιο Μυτιλήνης (1992) (αριστερά). Φοιτητής στην Αθήνα, με τους συγκατοίκους του στην οδό Μαυρομιχάλη (1956) (δεξιά)

Μια ακούραστη μορφή

Δεν αποσύρθηκε, όμως, ποτέ από τη δράση και τα κοινά, που τον ενδιέφεραν ήδη από παλιότερα. Για χρόνια ήταν μέλος της Κίνησης των Προσκόπων, έχοντας μάλιστα υπάρξει και περιφερειακός έφορος, πριν αρχίσει να κινητοποιείται με το Σώμα Ελληνικού Οδηγισμού και αναλάβει τη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού κέντρου στη Μυχού, που όμως είναι ακόμη «στα σκαριά».
Το 1981, μετά από πρωτοβουλία του κριτικού και λογοτέχνη Γιώργου Βαλέτα, ιδρύεται από ανθρώπους των Γραμμάτων η Εταιρεία Αιολικών Μελετών. Ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης ήταν από τα ιδρυτικά της μέλη, αντικαθιστώντας σύντομα τον ίδιο το Βαλέτα στο προεδρείο, μέχρι πριν προσφάτως, που τη σκυτάλη πήρε ο Ραφαήλ Παπαδέλλης και ο ίδιος έγινε αντιπρόεδρος. Έως το 1998 η Εταιρεία εξέδιδε το περιοδικό «Αιολικά Φύλλα», ενώ από 2000 εκδίδει τα «Αιολικά Χρονικά», διοργανώνοντας παράλληλα σημαντικά και διεθνή συνέδρια, τα τελευταία χρόνια στην Αγία Παρασκευή. «Φέτος έχουμε προτείνει σα θέμα ερωτική λογοτεχνία, με συμμετοχή ακόμη και από Ιαπωνία. Δεν ξέρω όμως αν θα γίνει, αν θα μπορέσει ο τέως Δήμος Αγίας Παρασκευής να το χρηματοδοτήσει και αν ο νυν Δήμος Λέσβου είναι σε θέση να δαπανήσει λεφτά για τέτοιους σκοπούς», λέει ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης.


Καθηγητής στον Πολιχνίτο. Εδώ, με τις μαθήτριές του σε εκδρομή το ’60 (αριστερά). Χειραψία με το βασιλιά Κωνσταντίνο το 1965 (δεξιά)

Πέρα από τα παραπάνω, ήταν αυτός που πήρε την πρωτοβουλία για την ίδρυση κίνησης της Διεθνούς Αμνηστίας στη Λέσβο, που εκτός από τη συγκέντρωση υπογραφών διοργάνωνε και ομιλίες με προσκεκλημένους ομιλητές. Τέλος, για χρόνια γράφει στο λεσβιακό Τύπο.
Και, φυσικά, η συγγραφή. Η πρώτη συγγραφική του δουλειά ήταν η έκδοση «Η Μυτιλήνη επί Γατελούζων», το 1971, που στις επόμενες εκδόσεις αυξήθηκε σε όγκο, εμπλουτισμένη με νέα στοιχεία. Ακολούθησε το «Οι Περιηγητές για τη Λέσβο», που βασίστηκε σε διηγήσεις ξένων περιηγητών για το νησί, τις οποίες ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης συγκέντρωνε από διάφορες βιβλιοθήκες όπου βρισκόταν.
Από τα σημαντικότερα έργα του, το «Η προσφυγιά του Α΄ Διωγμού» (2006), για τα γεγονότα τού 1914 - 1918, όπου καταγράφει το τι έγινε και πόσοι πρόσφυγες ήρθαν στη Λέσβο Τη δουλειά αυτή, που κράτησε χρόνια, ακολουθεί τώρα ο δεύτερος διωγμός, του 1922. «Εμείς εδώ στη Λέσβο ξέρουμε ότι ήταν δύο οι διωγμοί και μάλιστα με πολύ πόνο και πολλούς θανάτους», λέει ο ίδιος, που έχει μαζέψει ήδη το υλικό και το δημοσιεύει σε συνέχειες στην εφημερίδα «Πολιτικά».


Με τη σύζυγό του, Καίτη, σε χορό των Πελοποννησίων Λέσβου (1994)

Για πάντα στη Λέσβο
Σήμερα ζει μόνος του, αφού η σύζυγός του Καίτη έφυγε από τη ζωή πριν από λίγα χρόνια, χωρίς να έχουν αποκτήσει παιδιά. Έχει συντροφιά τη γάτα του, όμως, και δε νιώθει μόνος του, αφού οι δραστηριότητές του τον κρατούν σε επαφή με πολύ κόσμο.
«Αυτό που λέω στους εργαζομένους, ειδικά αυτούς του Δημοσίου, είναι να μη φεύγουν νωρίς από τη δουλειά τους. Η εν δράσει ζωή και η εργασία είναι γεμάτη ενδιαφέρον και νόημα. Πολλοί όταν παίρνουν σύνταξη δεν ξέρουν τι να κάνουν και το γυρίζουν στο να φυτεύουν ντομάτες ή να παίζουν τάβλι στο καφενείο. Κι εγώ παίζω τάβλι, αλλά δεν κάνω μόνο αυτό», λέει ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης. «Η άσκηση ενός επαγγέλματος είναι κάτι σπουδαίο, κάτι που τοποθετεί τον άνθρωπο μέσα στην κοινωνία. Το επάγγελμα είναι εκείνο που δημιουργεί κάτι το οποίο δεν υπήρχε προηγουμένως, είναι έργο του ίδιου του εργαζομένου και το δημιούργημά του αυτό χρησιμοποιείται από τους άλλους και έτσι τον συνδέει με το κοινωνικό σύνολο. Η κοινωνία είναι γεμάτη δεσμούς, που ως βασικό στοιχείο έχουν το επάγγελμα και την εργασία. Γι’ αυτό λέω: “μείνετε και δουλεύετε, συνδέεστε έτσι με την κοινωνία και τη ζωή”.»
Όσο για την πατρίδα του τη Λέσβο, που ελάχιστες φορές αποχωρίστηκε, λέει μιλώντας με συγκίνηση: «Αισθάνομαι Μανταμαδιώτης και Καπιώτης. Και βέβαια Λέσβιος, και καταλαβαίνω τον Πρωτοπάτση που έλεγε πως αν απομακρυνθούμε από τη Μυτιλήνη και τη Λέσβο, είναι σα να κατεβαίνουμε μερικά σκαλοπάτια στον κόσμο. Αισθάνομαι την ομορφιά και τον πλούτο που έχει ο τόπος μας και είμαι πολύ ικανοποιημένος που ζω εδώ, έχοντας μετακινηθεί ελάχιστες φορές. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα κι εδώ συνεχίζω να ζω, όσο ζω.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey