«Είμαι ικανοποιημένος από τη ζωή μου»

01/07/2012 - 05:56
Το σημερινό αφιέρωμα του «Ε» είναι για το Νίκο Καλαϊτζή - Μπινταγιάλα, έναν από τους πιο ικανούς και προικισμένους μουσικούς της Λέσβου, που έχει καθιερωθεί ως αυθεντικός εκπρόσωπος του μυτιληνιού μουσικού ύφους.
Ο Νίκος Καλαϊτζής - Μπινταγιάλας είναι ένας από τους πιο ικανούς και προικισμένους μουσικούς της Λέσβου. Υπηρέτησε για πολλές δεκαετίες, ως οργανοπαίκτης και τραγουδιστής, το παραδοσιακό και μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι, για να καθιερωθεί ως ένας από τους πιο αυθεντικούς εκπροσώπους του μυτιληνιού μουσικού ύφους. Προσφάτως, στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, κοντά στον τόπο καταγωγής του Μπινταγιάλα, το Μεσότοπο, έγινε η παρουσίαση του βιβλίου για τη ζωή και το έργο του ίδιου, που έχει επιμεληθεί ο Χαράλαμπος Μοσχόβης. Το σημερινό αφιέρωμα του «Ε» στο μεγάλο αυτό μουσικό, που τον προηγούμενο μήνα γιόρτασε τα 85α γενέθλιά του, έχει βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στα βιογραφικά στοιχεία που περιγράφει ο ίδιος στο εν λόγω βιβλίο, καθώς και σε μαρτυρίες τόσο του γιου του, Γιάννη, όσο και του ίδιου του Νίκου Καλαϊτζή - Μπινταγιάλα, που μοιράστηκε μαζί μας τη γεύση που του έχουν αφήσει τόσα χρόνια μουσικής δραστηριότητας εντός και εκτός Λέσβου.

Ο Νίκος Καλαϊτζής γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου τού 1925 στο Μεσότοπο. Ο πατέρας του Γιάννης, σοβατζής στο επάγγελμα, και η μητέρα του Ειρήνη. Οι δυο τους έφεραν στον κόσμο συνολικά οκτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Στο Μεσότοπο πήγε στην Α΄ δημοτικού ο μικρός Νίκος, εκεί πήρε και τα πρώτα του ερεθίσματα για το μεγάλο «σχολείο» που θα ακολουθούσε έκτοτε: τη μουσική.
Όλη του η οικογένεια έπαιζε μουσική: ο πατέρας του έπαιζε λαούτο, οι δύο από τους τρεις θείους του ήταν κι αυτοί μουσικοί, το ίδιο «μικρόβιο» κόλλησαν και τα τέσσερα αγόρια της οικογένειας. Ο μεγάλος του αδελφός, ο Δημήτρης, έπαιζε βιολί. Από αυτόν επηρεάστηκε πρώτα ο Νίκος Καλαϊτζής, αφού έβλεπε το βιολί να κρέμεται και ήθελε να παίξει. Ο δεύτερος αδελφός του, ο Γιώργος, ξεκίνησε με σαντούρι και έφτασε στα ντραμς που εισήγαγαν οι ίδιοι αργότερα, ενώ ο μικρότερος αδελφός, ο Ηλίας, έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε, κάτι που συνεχίζει περιστασιακά και σήμερα.
Ο Δημήτρης ήταν ο «υπεύθυνος» για την ονομασία «Μπινταγιάλα» που υιοθέτησε αργότερα ο Νίκος, έχοντας λανσάρει το ομώνυμο τραγούδι του Παναγιώτη Τούντα, που τραγούδησαν η Ρόζα Εσκενάζυ και ο Στελλάκης Περπινιάδης στις μουσικές εμφανίσεις που τα αδέλφια άρχισαν να κάνουν ήδη από μικρή ηλικία. Το τραγούδι έγινε επιτυχία και όταν ο κόσμος ήθελε να αναφερθεί στους Καλαϊτζήδες, έλεγε «το συγκρότημα που παίζανε “το Μπινταγιάλα”». Το ψευδώνυμο αυτό κράτησε ο Νίκος Καλαϊτζής ακόμη και όταν τα δύο από τα αδέλφια του έφυγαν από τη ζωή.


Αγία Παρασκευή, Πανηγύρι του Ταύρου, 1952. Από αριστερά: Δ. Καλαϊτζής (τρομπόνι), Ν. Καλαϊτζής (σαντούρι), Β. Μοριανός (βιολί) και Γ. Βαρελτζής (τρομπόνι). Φωτογραφία δημοσιευμένη στη μουσική έκδοση «Λέσβος - Αιολίς» (αριστερά). Φωτογραφική σύνθεση των αδελφών Καλαϊτζή από τη στρατιωτική τους θητεία. Από αριστερά: Δημήτρης, Γιώργος, Νίκος και Ηλίας (δεξιά).

Τα πρώτα «επαγγελματικά» βήματα
Όταν ο μικρός Νίκος θα πήγαινε Β΄ δημοτικού, η οικογένειά του μεταφέρθηκε στη Βρίσα. Εκεί κοντά, στο Λισβόρι, δόθηκε η αφορμή να ενταθεί το πάθος και το πείσμα του για τη μουσική, όταν είδε ένα μουσικό με ένα μικρό βιολί τριών τετάρτων, που ήταν ό,τι έπρεπε για το μπόι του. Ο μουσικός ζητούσε, όμως, 500 φράγκα για να δώσει το βιολί. Έτσι ο Νίκος άρχισε να βοηθάει τη μητέρα του στη δουλειά (ήταν μοδίστρα), μεταφέροντας τα ρούχα στα σπίτια και κρατώντας το πουρμπουάρ. Με αυτό κατάφερε τελικά να αποκτήσει το πολυπόθητο πρώτο του όργανο. Τα επόμενα χρόνια άρχισε να συναναστρέφεται πολλούς μουσικούς, στο χώρο που είχε διαμορφώσει σαν ωδείο ο αδελφός του ο Δημήτρης στον Πολιχνίτο. Στην ΣΤ΄ δημοτικού, ο Νίκος Καλαϊτζής έπαιζε ήδη τη σάλπιγγα και καθώς τα πνευστά όργανα ήταν η «δύναμη» εκείνη την εποχή στα συγκροτήματα του νησιού, αποφάσισε να ξεκινήσει κορνέτα. Στη συνέχεια, ήρθε και το τρομπόνι. Επειδή, μάλιστα, φύσαγε πολύ, είχε βγάλει το όνομα στα πανηγύρια ότι «ο Μπινταγιάλας είναι στο τρομπόνι». Τα πνευστά τα σταμάτησε μετά από πίεση των γονιών του και επέστρεψε στο σαντούρι. Θα επανερχόταν σε αυτά αρκετά αργότερα, με την ίδια… ένταση.
«Ο πατέρας μας ήταν πολύ καλός μουσικός, αλλά είχε ένα “κ’σούρ’”: έπαιζε πολύ δυνατά. Είχαμε πολλά σφυρίγματα στο μικρόφωνο», λέει ο γιος του Γιάννης Καλαϊτζής, καθηγητής στο Ωδείο «Νίκος Σκαλκώτας» και στο Μουσικό Σχολείο Μυτιλήνης. «Εγώ η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα να δουλεύω μαζί του, πάνω στο πάλκο είναι αλλιώς να είσαι με συγγενή. Δεν ήταν όμως αυστηρός, ήταν πολύ καλός συνεργάτης και με άκουγε πολύ σε ό,τι έλεγα. Είχε, επιπλέον, τέλειο αυτί, άκουγε τη λεπτομέρεια σε κομμάτια που δεν ήταν στα μέτρα του, είχε αποκτήσει μια πείρα και μια άνεση στο πώς να παίζει, από την πολλή μελέτη.»
«Έπαιζα μουσική από μικρό παιδί, ήμουν αυτοδίδακτος. Άκουγα τους άλλους που έπαιζαν και ειδικά το μεγάλο μου αδελφό, που ήταν ωραίος μουσικός, έπαιζε βιολί και τραγουδούσε. Όλα τα παίζω. Άρχισα με βιολί, μετά έπιασα το σαντούρι, μετά το τρομπόνι και την τρομπέτα. Έπαιζα σε πανηγύρια σε όλο το νησί, γίνονταν πολλά γλέντια τότε και ο κόσμος διασκέδαζε», είπε στο «Ε» για τα πρώτα εκείνα χρόνια στη Λέσβο ο ίδιος ο Νίκος Καλαϊτζής.
Η οικογένειά του λάνσαρε και τα πρώτα «ντραμς» στη Μυτιλήνη, τα οποία έφτιαξε ο αδελφός του Δημήτρης με μια γκραν κάσα, ένα τύμπανο κι ένα πιατίνι. Με τα αδέλφια του και άλλους μουσικούς έπαιζαν ασταμάτητα. «Υπήρχαν τότε δουλειές πάρα πολλές, σε σημείο που κρυβόμαστε για να μη μας βρούνε», λέει ο ίδιος στο βιβλίο του Χαράλαμπου Μοσχόβη. Όπως είναι φυσικό, το σχολείο δεν «τραβούσε». «Θα τα γράψω, δάσκαλε», έλεγε ο μικρός Νίκος Καλαϊτζής στο δάσκαλό του για τα μαθήματα, αλλά δεν τα έγραφε ποτέ. «Πόσο να σου βάλω;», ρωτούσε ο δάσκαλος. «Βάλε μου πέντε, τέσσερα, τρία, ό,τι να ‘ναι», απαντούσε ο ίδιος, που στο τέλος αναγκάστηκε να πληρώσει μόνος του 80 φράγκα και να πάρει το απολυτήριο, αφού ο νόμος του Μεταξά έλεγε ότι έπρεπε να τελειώνεις υποχρεωτικά το σχολείο στα 12 χρόνια.


Πολιχνίτος, 1938. Οικογενειακή ορχήστρα Μπινταγιάλα, από αριστερά: Νίκος (κορνέτα), Νίκος Χριστιανός από τον Πολιχνίτο (κλαρίνο), Δημήτρης (βιολί), Γιώργος (σαντούρι) και ο πατέρας Γιάννης στα τύμπανα (αριστερά). Μακρόνησος, 18-12-1947, ενθύμιο χορωδίας 6ου Λόχου. Στην πρώτη σειρά, τρίτος από αριστερά με το βιολί (δεξιά)

Τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής

Με την κήρυξη του πολέμου, τα όργανα στο νησί σταματήσανε τελείως κατά τη διάρκεια της Κατοχής και ο Νίκος Καλαϊτζής άρχισε να βοηθάει τον πατέρα του στη δουλειά. Ο θάνατος του μεγάλου του αδελφού, Δημήτρη, που είχε επιστρατευτεί στο μέτωπο της Αλβανίας, τσάκισε όλη την οικογένεια. Ο Νίκος ήταν ο πρώτος που το έμαθε και παρ’ όλο που συνεννοήθηκαν με τον πατέρα του να μην το πούνε στη μητέρα του μέχρι να δούνε τι θα κάνουν, τα νέα τελικά μαθεύτηκαν και στο υπόλοιπο σπίτι. Ο Νίκος έγινε στη συνέχεια ο προστάτης της οικογένειας, αφού ο δεύτερος αδελφός του, ο Γιώργος, είχε φύγει στη Μέση Ανατολή. Φρόντιζε για το φαγητό τους και για όλα τα θέματα του σπιτιού, χρησιμοποιώντας τη βάρκα που είχε - με το νούμερο 100 και άδεια που του είχε δοθεί από τους Γερμανούς, όπως γινόταν με όλους - για ψάρεμα με παραγάδια.
Μέσα στο διάστημα εκείνο, ο Νίκος Καλαϊτζής χάνει μέσα σε τρεις μέρες και τους δύο γονείς του, τον πατέρα του από πνιγμό στα 55 του και τη μητέρα του από αρρώστια στα 45 της. «Οι γονείς μου πεθάνανε χωρίς να ξέρουν ο ένας για τον άλλον», λέει ο ίδιος στη βιογραφία του.
«Ναυάγησε η οικογένειά του όσο ήταν παιδί», λέει ο γιος του Γιάννης. «Και οι δύο γονείς του, όταν έμαθαν το θάνατο του μεγάλου τους γιου, πέθαναν σε μια εβδομάδα. Ήταν ο καλύτερος μουσικός, μιας οικογένειας που πάππου προς πάππου ήταν μουσικοί. Η οικογένεια διαλύθηκε. Από τα οκτώ παιδιά, οι αδελφές έφυγαν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, τα αγόρια πήγαν στην Αθήνα.»


Κολωνάκι, κέντρο «Χαβάνα», 1961. Ιορδάνης (μπουζούκι), Νίκος Καλαϊτζής (πίσω), Γιάννης Καπλάνης (κιθάρα) (αριστερά). Διαφημιστική φωτογραφία, όταν είχε «γυρίσει» στο μπουζούκι. Επωνυμία, «Νίκος ο Μυτιληναίος» (δεξιά)

Η Μακρόνησος, η Χαλκίδα, η Αθήνα και το εξωτερικό
Μετά την απελευθέρωση, οι «μουσικές» δουλειές άρχισαν και πάλι στον Πολιχνίτο και στην υπόλοιπη Λέσβο. Ο Μπινταγιάλας έπαιζε με μουσικούς από όλο το νησί. Τα χρόνια εκείνα παντρεύτηκε και την πρώτη του γυναίκα, τη Φρόσω, μια «όμορφη κοπέλα με το φυσικό της χρώμα και με ροδοκόκκινα χείλια», όπως λέει ο ίδιος. Ο γάμος τους είχε προβλήματα, όμως, και το 1953 χώρισαν, έχοντας κάνει μαζί τρία παιδιά.
Το 1947 πηγαίνει στο Στρατό στην Κρήτη, από όπου μετά από λίγες μέρες μεταφέρεται στη Μακρόνησο. Εκεί συνεχίζει να παίζει μουσική, ενώ ανέλαβε και μαέστρος στη χορωδία του λόχου (που οι υπόλοιποι συνήθιζαν να αποκαλούν «κοροϊδία»).
Το 1953, μετά και το χωρισμό του, φεύγει από τη Μυτιλήνη και πηγαίνει στη Χαλκίδα. Εκεί παίζει με τα δύο του αδέλφια και έναν ακόμη μουσικό. «Ήταν δύσκολη τότε η ζωή. Θέλαμε να βρούμε καλύτερα χρόνια, γι’ αυτό ξενιτευτήκαμε. Ήταν, φυσικά, μια δύσκολη απόφαση», λέει σήμερα ο ίδιος στο «Ε».
Στα τέλη του 1958 ξαναγυρίζει στη Μυτιλήνη για ένα μικρό διάστημα και μαζί με τα άλλα δύο αδέλφια του, κάνουν εκπομπή στο ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, παίζοντας μυτιληνιά κομμάτια και με ακροατήριο από όλο το νησί. Γίνονται, έτσι, και πάλι περιζήτητοι, αλλά η ανάγκη να γυρίσουν στις οικογένειές τους τούς οδηγεί σύντομα στο να επιστρέψουν στην Αθήνα - απόφαση που ο ίδιος αργότερα θα μετανιώσει παρακολουθώντας τη μουσική εξέλιξη του τόπου. Το ’60 - ’61 ο Μπινταγιάλας κατεβαίνει για ένα χρόνο στην πρωτεύουσα, όπου γίνεται ανάρπαστος στα κέντρα μέσω του λαϊκού του ρεπερτορίου. Τότε αποφασίζει να μάθει και μπουζούκι, που είχε μεγάλη πέραση, λέγοντας «ή θα το μάθω ή θα κόψω τα χέρια μου».
Στην Αθήνα γνωρίζει και τη δεύτερη σύζυγό του, τη Γεωργία, που ήταν τραγουδίστρια. Οι δυο τους παντρεύτηκαν στη Χαλκίδα και ζουν μαζί από τότε, ενώ η γυναίκα του σύντομα σταμάτησε από τη «νύχτα» και έμαθε να πλέκει στον αργαλειό και στην πλεκτομηχανή, αποκτώντας σταδιακά πολλή πελατεία στη Χαλκίδα.
«Ο πατέρας μου πέρασε πολύ δύσκολα χρόνια στον πόλεμο, μετά στη Μακρόνησο. Στη συνέχεια, η μητέρα μου αρρώστησε, χώρισαν, ο ίδιος έφυγε από το νησί και πήγε στα αδέλφια του στη Χαλκίδα, όπου δούλεψε για πολλά χρόνια. Είχε φοβερό ταλέντο και ανέδειξε πολύ καλά ό,τι έπιανε να κάνει. Δούλευε συνεχώς, πότε Αθήνα, όπου περνούσαν πολύ ωραία με τους “Μυτιληνιούς”, πότε σε άλλα μέρη», λέει ο Γιάννης Καλαϊτζής.


Σε ηλικία 11 χρονών, με το βιολί και μαζί με τον αδελφό του Ηλία (αριστερά). Με τη γυναίκα του Γεωργία και τα δύο αγόρια του Γιάννη και Δημήτρη, από τον πρώτο του γάμο, το 1959 (δεξιά)

Ο Μπινταγιάλας με τα αδέλφια του έγιναν γνωστοί στην Αθήνα ως «Οι Μυτιληνιοί», παίζοντας σε πολλά μαγαζιά και κάνοντας πολλές ηχογραφήσεις με γνωστές εταιρείες. Η μουσική του έφτασε, όμως, και στο Σικάγο, την Αυστραλία, τη Γερμανία και τον Καναδά, κάνοντας περήφανους τους συντοπίτες του. Το 1976 και αφού είχε πια σταματήσει τις ηχογραφήσεις, ο Σύλλογος Μεσοτοπιτών Λέσβου τού πρότεινε να ηχογραφήσουν παραδοσιακά τραγούδια, από τα οποία προέκυψαν τρεις κασέτες, τα «Μυτιληνιά» 1, 2 και 3. Ακολούθησε η συνεργασία με την «Polyphon» και η ηχογράφηση 25 περίπου γνωστών παραδοσιακών τραγουδιών, όπως το «Πολίτικο Συρτό», «Τα Μάρμαρα», το «Μι» κ.ά., μαζί με το γιο του Γιάννη στα κρουστά και το Χρήστο Παπανικολάου στην κιθάρα. Τα τελευταία χρόνια, ο «Μπινταγιάλας» συνεργάζεται - όσο μπορεί - με το Αρχείο Ελληνικής Μουσικής και κυρίως με το Γιώργο Κωνστάντζο, με το οποίο έχει κάνει αρκετά CDs και έχει παίξει σε συναυλίες τους.

Τα γενέθλια στη Λέσβο και το βιβλίο

Σήμερα ο Νίκος Καλαϊτζής - Μπινταγιάλας, παππούς με τρία εγγόνια, ζει στην Αθήνα μαζί με τη γυναίκα του Γεωργία και την αδελφή της. Δεν παίζει πια τα αγαπημένα του όργανα, ενώ η μνήμη του έχει αρχίσει να τον εγκαταλείπει. Είναι, άλλωστε, 85 χρονών.
«Δεν είχα αναγνωριστεί παλιά», θα πει στη βιογραφία του. «Ο Μπινταγιάλας είναι βασανισμένος από τη ζωή, αδικημένος από τους ανθρώπους. Τώρα τελευταία κυκλοφόρησε το όνομα “Μπινταγιάλας”, γιατί με φάγανε οι επαρχίες, έμεινα στη Χαλκίδα πολλά χρόνια. Κατέβηκα στην Αθήνα το ’61. Δεν κάθισα σε σωστό χρόνο, ξαναέφυγα. Καταλαβαίνω τις δυνάμεις μου. Δεν είμαι όπως ήμουν. Ήμουν υπ’ αριθμόν ένα σαντουριέρης της Ελλάδας. Τώρα όχι.»
«Είμαι ικανοποιημένος από τη ζωή μου. Και να θέλω να κάνω κάτι αλλιώς, δε γίνεται πια», είπε στο «Ε» κατά τη συνομιλία μας.
Κάθε χρόνο, την 1η Σεπτέμβρη, με εξαίρεση τώρα τελευταία που δεν μπορεί να μετακινηθεί εύκολα, γιόρταζε τα γενέθλιά του στο νησί καταγωγής του.


Αυστραλία, Σύδνεϋ, 1973. Νίκος Καλαϊτζής (μπουζούκι), Τάκης Τορτούλας (βιολί), Ντίνα Τορτούλα και Στέλλα Παπαδοπούλου (αριστερά). Με τη γυναίκα του Γεωργία, στο σπίτι τους στα Άνω Λιόσια, Απρίλιος 2004 (δεξιά)

«Κάθε χρόνο ερχόταν εδώ και γινόταν μεγάλο γλέντι, με όλη την οικογένεια και με μαθητές. Φέτος, που πήγαμε εμείς εκεί, κάναμε πάλι μια μεγάλη γιορτή και θυμόταν όλους τους στίχους», λέει ο Γιάννης Καλαϊτζής.
«Ήθελα να τα γλεντάω τα γενέθλιά μου, γι’ αυτό τα κάναμε κάθε χρόνο όλοι μαζί στη Μυτιλήνη, με μουσικές πολλές. Τώρα δεν έρχομαι πια», είπε ο ίδιος ο Μπινταγιάλας μιλώντας στο «Ε». Κάθε τραγούδι που έχει γράψει ο ίδιος υποστηρίζει πως «πηγάζει από την πραγματικότητα».
«Τον ξέρω 20 χρόνια και τον έχω δει να παίζει πολλές φορές», είπε στο «Ε» ο επίσης μεσοτοπίτικης καταγωγής Χαράλαμπος Μοσχόβης, που επιμελήθηκε τη βιογραφία του Μπινταγιάλα. «Είναι ένας από τους πιο μεγάλους δεξιοτέχνες που έχει βγάλει το νησί μεταπολεμικά και από τους λίγους που έχουν γίνει ευρύτερα γνωστοί, δουλεύοντας και στην Αθήνα. Εκεί ήταν ο πιο γνωστός στο παραδοσιακό τραγούδι. Άλλωστε, είναι ένας άνθρωπος που έχει αγωνιστεί εντός και εκτός Ελλάδας, σε εποχές που το παραδοσιακό τραγούδι δεν αναγνωριζόταν και ο ίδιος αναγκάστηκε να μπει και σε άλλους χώρους για να επιβιώσει.»
Πώς νιώθει που ο Νίκος Καλαϊτζής τού εμπιστεύτηκε ουσιαστικά τη ζωή του, μέσα από ηχογραφήσεις-ημερολόγιο που έκανε ο ίδιος, για να τις μεταμορφώσει σε βιβλίο;
«Είχαμε συνδεθεί φιλικά με τον Μπινταγιάλα από χρόνια. Είχα φωτογραφικό υλικό και τη συνέντευξή του και ο ίδιος κάποια στιγμή με εμπιστεύτηκε, χωρίς να δεσμευτούμε σε κάτι. Ήθελε να μου παραδώσει κάποια πράγματα, εγώ το εκτίμησα αυτό και προχώρησα στο να τα καταγράψω και να τα εμπλουτίσω. Πιστεύω ότι το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο σε άτομα που τους αρέσει η μουσική, αλλά αποτελεί ένα μάθημα ζωής για τις νεώτερες γενιές, περιέχοντας και εικόνες που φαντάζουν σήμερα εξωπραγματικές. Κάποτε πιστεύω θα εκτιμηθεί περισσότερο, γιατί η σημασία του είναι πολύ πέρα από εμπορική.»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey