Τα βιβλία παίζει 23-05-20

26/05/2020 - 14:29 Ενημερώθηκε 26/05/2020 - 14:34

ΤΖΑΝΕΤΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ

Το λουλούδι στη γωνία

( Ένα διήγημα με αφορμή τη γιορτή της μητέρας)

Τα σπίτια στο χωριό μου, χτισμένα το ένα κολλητά στο άλλο, είναι φτωχά στις αυλές. Μόλις πέντε βήματα η δική μας και κει που οι ψηλοί τούρκικοι τοίχοι γύρω της συναντούν το σπίτι, σχηματίζουν μια στενή γωνία, απάνεμη και σκιερή. Εκεί η μητέρα μου είχε φτιάξει ένα ύψωμα και στην κορφή του είχε ακουμπήσει μια σαν πιθάρι πήλινη γλάστρα με το γιασεμί, που στις μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού ίδρωνε. Το φρόντιζε σαν τα μάτια της, το τρίτο μου παιδί έλεγε. Ήταν δώρο στο γάμο της από την καλή φίλη της γιαγιάς, την κυρία Θεανώ. Τα καλοκαίρια, ένα άσπρο σύννεφο από λουλούδια καθόταν πάνω του και μια βαριά μυρουδιά, μεθυστική, τρύπωνε από τις ανοιχτές πόρτες και παράθυρα στο διάδρομο, τις κάμαρες. Όταν κατέβαινα για τις διακοπές, συνήθως Αύγουστο, μου μάθαινε κάθε πότε να το ποτίζω, να το κοπρίζω. Και εγώ, που ακολουθούσα τις συμβουλές της κατά γράμμα, την έκανα ευτυχισμένη. «Εγώ θα λείψω μια μέρα, φρόντιζέ το σα να είμαι εδώ».

Και έλειψε! Τη μέρα που έφυγε για το υποχρεωτικό αμετάκλητο ταξίδι, την πέρασα δίπλα της. Της κρατούσα σφιγμένος το χέρι που ήταν για μένα η τελευταία της αγκαλιά, μιας και μες την ανημπόρια δεν είχε το κουράγιο να με πάρει στο στήθος της να με σφίξει. Τα παγωμένα δάχτυλά, είχαν γύρει σαν κλωνιά απ’ το λουλούδι της, που είχαν χάσει το δρόμο και βιαζόταν να τρυπήσουν το χώμα, να φύγουν. Η μάνα μου συλλογιόμουν δεν ήταν πλάτανος ή καρυδιά στη ψυχή, ήταν δεντράκι λεπτό και μυγιάγγιχτο, γαζία ας πούμε ή γιασεμί, που μέρωνε με το θυμίαμά του ανθρώπους και αγίους. Εκείνο το απόγεμα κατέβηκα στο καφενείο και έκλαιγα. Οι φίλοι μου με κερνούσαν φλισκούνια κι άγριες μέντες και δεν μιλούσαν. Όταν τους ρώτησα γιατί τόσος πόνος μου είπαν γιατί έσπασε η ρίζα μου, πως θα κρατούσε για πάντα, δε θα χανόταν, αλλά θα απάλυνε με το χρόνο.

Την επαύριο είδα πως, παρά το πότισμα, τα φύλλα του κάρωσαν. Στις μέρες που ακολούθησαν μαράθηκε. Πέθανε. Μάζεψα λίγα κίτρινα φύλλα, τα άναψα σ’ ένα θυμιατό και το ακούμπησα στο τραπέζι της κρεβατοκάμαρας της. Τις στάχτες τις έσφιξα στην χούφτα μου και τις σκόρπισα στο χώμα του τάφου, σαν σπονδή, σαν οβολό για τον περαματάρη του Αχέροντα.

Μου έφεραν ένα καινούργιο γιασεμί, χιώτικο κι αυτό και το έστησα στον ίδιο τόπο, στη ίδια γωνία. Τι κρίμα όμως, ποτέ δεν έγινε τόσο πράσινο, τόσο ζωηρό όσο εκείνο της μάνας. Παρά τα ποτίσματα και τα κλαδέματα που με τόση αγάπη και επίμονή μου δίδαξε.

Πολλοί απ’ τους επισκέπτες με ρωτούν: «γιατί»;

Και τους απαντώ γιατί δεν το δροσίζει το αεράκι της μητέρας μου.

 

Σημείωση: Ο Τζανετής Σταυράκης γεννήθηκε στη Μήθυμνα της Λέσβου. Εργάσθηκε στο ΕΣΥ ως Χειρουργός Ορθοπεδικός. Δημοσίευσε στον ελληνικό και διεθνή Τύπο άρθρα σχετικά με την επιστήμη του. Το 2016 εξέδωσε συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Μεγαλώνοντας στον Μόλυβο». Στο εγγύς μέλλον θα εκδοθεί η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, που θα περιλαμβάνει και αυτό το διήγημα.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey