Βιβλιοκρισία

«Ο Τιμολής και άλλα διηγήματα» της Βασιλικής Φραντζή

25/11/2017 - 18:45

Γράφουν η ΜΥΡΣΙΝΗ ΜΟΡΑΪΤΟΥ-ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ και ο ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ*

 

Η πολυβραβευμένη ποιήτριά μας Βασιλική Φραντζή άφησε προσωρινά τους δρόμους ποίησης στην άκρη και πήρε τα μονοπάτια της πεζογραφίας. Στο νέο της βιβλίο λαμποκοπούν εκφραστικά μπριλάντια, ιδέες διαμάντια. Το βιβλίο περιλαμβάνει τρία διηγήματα. Τίτλοι τους: «Ο Τιμολής της Αναστασώς», «Ο μεγάλος καημός», «Ξέρει από πάθια το βουνό».

Στον «Τιμολή» ο αναγνώστης, από τις πρώτες, κιόλας, σελίδες, αισθάνεται τη γοητεία της συγγραφικής δεινότητα της λογοτέχνιδος. Η αισθητική της ενέχει υψηλά επίπεδα γραφής. Εμπεριέχει λέξεις και φράσεις αδρές, αλλά και άλλες λεπτές, τρυφερές. Θαρρείς πως κάποιες λέξεις είναι καρφωτές ακόμη και αν εκ πρώτης όψεως παραπέμπουν σε μια έννοια σκληρή εν τούτοις περιγράφουν κάτι άλλο, κάτι ήπιο όπως η λέξη «ζόρικος» υποδηλώνει αποφασιστικότητα και όχι επιθετικότητα. Στην περιγραφή του διηγηματικού ήρωα Τιμολή η αντίθεση αδρότητας και τρυφερότητας οδηγεί (θα έλεγα σπρώχνει πιεστικά) τον αναγνώστη να ρουφήξει κυριολεκτικά τις επόμενες σελίδες, το νέκταρ του διηγήματος…

Η μάνα του Τιμολή, η Αναστασώ, πικραίνεται στη σκέψη για το γιο της που ανεμοριπίζεται, θαλασσοδέρνεται, νεροπνίγεται. Βαριά η μοναξιά της χήρας μάνας κι αβάσταχτος ο πόνος της έρημης μάνας. Η Βασιλική μάς μιλάει για τον έρωτα του γεροδεμένου, αρρενωπού -παρά τις ταλαιπωρίες- Τιμολή και της αγαπημένης του Ερμίνιας από τη Νότιο Ιταλία. Εδώ βλέπουμε τη δύναμη και τη γοητεία του αληθινού, του πραγματικού έρωτα και αυτό γλυκαίνει και τη μαραμένη μητρική καρδιά της Αναστασώς.

Υπάρχει όμως μαύρη και πικρόχολη κηλίδα της σύλληψης από τους Τούρκους και κακομεταχείρισης του ήρωά μας στην Τουρκία. Απύθμενος ο πόνος της σκοτεινιασμένης μάνας, που άφησε την τελευταία της πνοή με την πίκρα στα χείλη. Δεν είναι γνωστό αν εξιστορούνται στο διήγημα πρόσωπα που υπήρξαν ή όχι, αν τα γεγονότα διαδραματίστηκαν ή όχι ή αν η φαντασία της συγγραφέως μας αποτυπώθηκε στο χαρτί Το διήγημα είναι εξαίσιο και εύγε στη δημιουργό του.

Το δεύτερο διήγημα « Ο μεγάλος καημός» είναι ένας χείμαρρος λέξεων, που σε παραπέμπουν σε εικόνες περιβαλλοντικής φύσεως ή συναισθηματικής υφής γρήγορα-γρήγορα.     Ένας αγαθός, απλός, καλοσυνάτος λευίτης αγωνιά για τις δύσκολες μέρες που βιώνουν οι συγχωριανοί του λόγω καιρικών συνθηκών. Μια μεγάλης διάρκειας κακοκαιρία, μια ανείπωτη βαρυχειμωνιά έφερε τη δυστυχία στους συνανθρώπους του ιερέα. Οι χωρικοί είναι πλημμυρισμένοι από θλίψη και αγωνίες, ανησυχίες και άγχη για τις ζημιές στα χωράφια τους, για τις καταστροφές στο βιός τους. Μόνιμοι συνοδοί τους η φτώχεια και η δυστυχία που είχαν γίνει ένα με τα ρούχα τους

Ο θεοσεβούμενος ιερωμένος παπα-Μπαχούμης -άνθρωπος με άδολη ψυχή και μεγάλη, βαθιά πίστη- συντριμμένος από την θλιβερή κατάσταση που οι παραξενιές του καιρού είχαν προξενήσει έδινε τον δικό του αγώνα: ανέπεμπε προσευχές στο Θεό να σπλαχνιστεί το ποίμνιό του. Ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές του παπα-Μπαχούμη, σπλαχνίσθη τα πλάσματά του, τήρησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον ταπεινό θρησκευτικό ποιμένα, κράτησε το ΛΟΓΟ του για παροχή βοήθειας και ο ουρανός άνοιξε, τα σύννεφα έφυγαν, το γαλανό χρώμα κυριάρχησε και… μάτια και ψυχές αγαλλίασαν . Ανασάνανε οι πιστοί. Το φάσμα της πείνας έφυγε, η δυστυχία εξαφανίστηκε.

Το τρίτο δημιούργημα της Βασιλικής Φραντζή τιτλοφορείται: «Ξέρει από πάθια το βουνό». Εδώ έχουμε παρουσίαση εικόνων ενός χώρου ο οποίος πριν από εκατομμύρια χρόνια κολύμπησε μέσα σε λάβα κόλασης--αποτέλεσμα ενός αιώνιου γίγνεσθαι στα έγκατα της γης-βόγγυξε ,ούρλιαξε κι έδωσε τη θέση του σε έναν άλλο χώρο με άλλη μορφή, άλλη εικόνα που σήμερα θαυμάζουμε. Ο χώρος εκείνος ήταν και είναι το βουνό Όρδυμνος. Εδώ η πεζογράφος στοιχειοθετεί ,μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα που αποπνέει ποιητική γεύση , μια περιγραφή του γύρω από τη γενέτειρά της ,την Άντισσα, χώρου .Μια παρουσίαση του «πετρωμένου δάσους» μας ταξιδεύει στο θαύμα της Λεσβιακής γης. Μέσα από τις γραμμές του κειμένου συμπυκνωμένη, σφιχτοδεμένη, λιτοδιατυπωμένη η ιστορία της Λέσβου ξεπηδά σαν αστερισμός που λάμπει. Διαβάζουμε ονόματα όπως Ίσσα, Άντισσα, Πελασγοί, Πελασγία, Έλληνες, Ιμερτή, Αιγείρα, Λασία, Σαπφώ, Ορφέας και άλλα που νοσταλγικά ηχούν στ’ αυτιά μας κι έχεις την αίσθηση απόηχων, που ξεπηδούν από καμπάνες κρεμασμένες από το ουρανόθολο στερέωμα.

Η γοητευτική αφήγηση συνεχίζει την πορεία της αριστοτεχνικά στο Μεσαίωνα του Αντισσαίου φυσικογεωγραφικού περιβάλλοντος όπου ξεπροβάλλουν γνώριμοι οικισμοί όπως Λάψαρνα, Λιώτας, Γαβαθάς. Σε όλο το αφήγημα ο αναγνώστης έχει την αίσθηση μιας νοσταλγίας της πεζογράφου για τα πάτρια εδάφη. Ανάμεσα σε ιστορικού τύπου γραμμές και σε προσωπικές αφηγήσεις που ενυπάρχουν στα «πάθια του βουνού» συνυπάρχουν αναμνήσεις, νοσταλγικές νεφέλες, μα και πόνος ψυχής για Τουρκοσφαγές και Σαρακηνολεηλασίες σε μοναστήρια, σε ύπαιθρο και χωριά.

Οι τελευταίες σελίδες κλείνουν κατάθεση ψυχής της Βασιλικής Φραντζή. Η μητέρα των μουσών η Μνημοσύνη οδηγεί τη γραφίδα της σε μανούλα, θείες, θείο (μοναχό) Δανιήλ και παιδική ηλικία. Εγκάρδια ευχή: Κική, πάντα υγεία να ’χεις να μας χαρίζεις λαμπρές σελίδες.

                                                                                                 

* Η κ. Μυρσίνη Μωραϊτου-Παπαδημητρίου είναι δασκάλα, ερασιτέχνις ηθοποιός, χορωδός σολίστ και ο Σάκης Παπαδημητρίου είναι Ειδικός Παιδαγωγός.

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey