Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Γιώργος Γιαντάς
Βαβέλ (μυθιστόρημα)
Εκδόσεις Λιβάνης
Αθήνα 2017, σελ. 506
Τρία μυθιστορήματα έχει στο ενεργητικό του, ο πολύ καλός Λέσβιος πεζογράφος Γιώργος Γιαντάς: «Ως την Τελευταία Πνοή» (2011), «Mindland» (2012), «O Θίασος της Μαριάννας Μαλτέ» (2014), όλα από τις εκδόσεις «Λιβάνης».
Η υπόθεση του νέου του βιβλίου, που είναι ένα οικονομικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα με επίκεντρο τη συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα στην κρίση του 2008 από τη σκοπιά του ανθρώπινου παράγοντα και του πάθους της απληστίας, έχει ως εξής: Ο Λέανδρος Μίρκας εργάζεται ως ανώτερο στέλεχος στο υποκατάστημα της τράπεζας Athlon στην Αθήνα. Πέρα από την αγάπη του για την κλασική μουσική, τις τέχνες και τη λογοτεχνία, πέρα από το ακαδημαϊκό ύφος και το υψηλό κοινωνικό γόητρο, διαγράφεται σύντομα το προφίλ ενός άθλιου, ενός εγκληματία. Μέσα από μια δική του φιλοσοφική θεώρηση, αγωνίζεται να πείσει πως η οικονομία είναι μια επιστήμη που απέχει από τους φραγμούς της ηθικής και βρίσκεται πέρα από τα όρια του Καλού ή του Κακού. Αυτό το ουδέτερο πεδίο θεωρεί πως είναι ο χώρος που κινείται και ο ίδιος, εκεί όπου ο σκοπός δικαιολογεί τα μέσα, εκεί όπου το χρήμα εξαγοράζει τα πάντα. Περίπου τα πάντα… Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο τόσο αδίστακτο και ανικανοποίητο; Η ίδια η ζωή, απαντά εκείνος.
Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Χάζεψα στην οθόνη την απεικόνιση της πτήσης, καταμεσής των δύο ηπείρων, και πίσω της όλες εκείνες τις ιριδίζουσες φουσκίτσες, που σκορπίζονταν σαν προωθητικό αέριο, ένα καρουλιαστό σύννεφο χαμένων ερμηνειών, μια εναέρια μάζα από ανείπωτες έννοιες.
Αποκοιμήθηκα σε άγνωστο χρόνο και όταν τα βλέφαρά μου τρεμόπαιξαν ξανά κοίταξα πάλι έξω. Όλα εκείνα τα συννεφάκια που χάζευα αποβραδίς, όλα τα χιονένια πλασματάκια είχαν ενωθεί σε μια ενιαία μάζα. Ένα γιγάντιο στρώμα μπαμπακιού δέσποζε από κάτω μας, απλωμένο ως εκεί που έφτανε το βλέμμα. Μια γκρίζα μάζα που σε διάφορα σημεία της χωριζόταν από λεπτές πτυχώσεις, από απότομα χωρίσματα και φουντωτούς σχηματισμούς. Ήθελα να περπατήσω πάνω τους, έμοιαζε πως αυτό το στρώμα θα με ανασήκωνε και θα με εκτίνασσε ψηλά, σαν ανθεκτικό τραμπολίνο.
Αργά αργά από τα δεξιά, μια πορτοκαλένια απόχρωση διαπότισε το απέραντο νέφος. Στην άκρη του κόσμου ξημέρωνε. Το θέαμα ήταν μαγευτικό. Η καινούρια μέρα ερχόταν ασυγκράτητη μέσα από βαθιές αχτίδες, που επικάλυπταν τα σύννεφα, σχηματίζοντας μια θάλασσα από βουνοσειρές σε χρυσοκόκκινες αποχρώσεις. Πλησιάζαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ως την ανταπόκριση για τις Νήσους Κέιμαν αισθανόμουν ακμαίος. Προσγειωθήκαμε με τη δεύτερη πτήση στον αερολιμένα Owen Roberts του Γκραντ Κέιμαν, λίγο μετά το μεσημέρι. Η τροπική ζέστη της Καραϊβικής μού προκάλεσε μια απότομη εφίδρωση. Τα ρούχα μου ήταν παραπανίσια γι’ αυτόν τον προορισμό, το γνώριζα και είχα προετοιμαστεί κατάλληλα. Επιβιβάστηκα στο μίνι-μπας που βρισκόταν εκεί για τους συμμετέχοντες του Φόρουμ, με τη συνοδεία του υπευθύνου, που με καλωσόρισε με εγκάρδια αμερικάνικη προφορά, και μεταφέρθηκα στο ξενοδοχείο μαζί με δύο ακόμη αφιχθέντες».