Κείνο το Πάσχα… με τον Στέφανο…

28/04/2019 - 12:11

Χρόνια πολλά ήντονε φευγάτοι και να λαχταρούσαν την πατρίδα.

Η Λένη, γεννημένη Αμερική, μεγαλωμένη με βάσανα κι αγώνα από τους δυο γονιούς της, Γιώργη και Μιχαλία. Είκοσι χρόνια αυτοί ήντουσαν στη Νέα Υόρκη ερχομένοι από χωριό της Καλαμάτας. Σε δρόμους διαλεγμένους, πολυσύχναστους στεκόντουσαν μαζί μ’ ένα τροχήλατο καρότσι με κάρβουνα και διάφορα φαγώσιμα γιομάτο. Αναμμένα κάρβουνα είχανε και ψήνανε καλαμπόκια, χάμπουρκερ, λουκάνικα και λαχταριστά για τους Αμερικάνους σουβλάκια. Κρύο, χιονιάς και ζέστη, με υγρασία, δυσβάσταχτες μέρες στεκόντουσαν στο πεζοδρόμιο το ευρύχωρο και στη θράκα ψήνανε. Μοσκομύριζε απ’ άκρη ως άκρη ο δρόμος και γύρω τα μεγάλα σπίτια. Πολύ δουλειά, σκληρή δουλειά, μα και τα δολάρια μαζεμένα κάθε μέρα.

Κι ο Γιακουμής, από Ελλάδα ερχομένος όχι και πολλά χρόνια, στο μεγάλο χωνευτήρι, τη Νέα Υόρκη, από ανέχεια που η μικροχήρα μάνα του τον έβαλε μαθητευόμενο τσαγκάρη γιατί μπάλα έπαιζε σαν παιδί κι απόμεινε μετεξεταστέος. Κι ο νόμος ο δικός της απαράβατος. «Όποιος χάσει μαθήματα, θα σταματήσει το γυμνάσιο και πρόβατα θα βόσκει» έλεγε, το πίστευε κι εφάρμοσέ το στο φουκαρά το Γιακουμή, που ως τα βαθιά γεράματά του με παράπονο έλεγε, «είμαι αδερφός δευτέρας κατηγορίας» στους άλλους τρεις που, μπάλα δεν πέσανε και σκολειά πολλά τελειώσανε.

Σε εργοστάσιο δούλευαν κι οι δυο, ο Γιακουμής κι η Λένη. Γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν και βάλανε το στεφάνι. Δουλειά πολλή, δολάρια πολλά, καλή ζωή κι ένα κοπέλι εκάμαν.

Λαχτάρισαν πολύ, πατρίδα και μητέρα, κι αποφασίσανε να έρθουνε για Πάσχα στην πατρίδα. Γύρω στο 1970.

Στου αδερφού τους, του Φάνη, με τα λεφτά τα μπόλικα, θα μένανε, μα ζήτησαν στου πιο μικρού, του φουκαρά του Στέφανου, να κάνουνε Ανάσταση, μια και νοικοκύρης ήτανε και κρατούσε την παράδοση που από πολύ μικροί, όλοι μαζί, διπλοποδισμένοι στο χαμηλό σοφρά τρώγανε μετά απ’ την Ανάσταση συκώτι τηγανητό, αυγά κόκκινα και το πιο νόστιμο κι ελκυστικό, πανέμορφη πατσά με αυγολέμονο. Και πού το θυμηθήκανε, οι ευλογημένοι!

Στέφανε εσύ μονάχα ξέρεις να κάνεις πατσά να φάμε της Ανάστασης το βράδυ, του είπανε λαχταριστοί κι ανυπόμονοι.

Έξυσε το κεφάλι του, συμφώνησε ο μικρός αδερφός, Μεγάλη Πέμπτη απόγεμα, μια και δυο, στην κεντρική αγορά για εντόσθια, σκόρδα κι όλα τα χρειαζούμενα. Τα έβαλε ψυγείο, πέρασε η νύχτα, την άλλη μέρα πρωί-πρωί, στο υπουργείο υπάλληλος που ήτανε κάτι να κάνει και γρήγορα γύρισε τρεχάτος να τα ετοιμάσουν όλα, μαζί με τη γυναίκα του την Ερωφίλη, μια και μόνη της, δεν τα κατάφερνε στην πατσά, λέει.

Μα ως πήγε σπίτι, βλέπει τη γυναίκα και τη μικρή κόρη τους με πυρετό στο κρεβάτι. Στεναχωρέθηκε πολύ, μα και το χατίρι του Γιακουμή να χαλάσει χρονιάρες μέρες, δεν μπορούσε. Βάλθηκε, ολόμονος, μια να τρέχει στους αρρώστους και μια στην κουζίνα. Έπλυνε σχολαστικά κοιλιά και εντεράκια, κι ας έλεγαν πως νόστιμη βγαίνει η πατσά πολύ καθαρή αν δεν ήταν. Αυτός, λεπτομερώς τα καθάρισε τα έπλυνε και τα ’βαλε στη χύτρα μια και βιαζόταν να τελειώσει να πάει και στο φαρμακείο. Μεγάλη Παρασκευή απόψε, κοντοζύγωνε το μεσημέρι, έπρεπε ως το βράδυ να τελειώσει. Την άλλη μέρα, ο Γιακουμής κι η Λένη, θα ερχόντουσαν, να παν και στην εκκλησιά μαζωμένοι.

Μα ξάφνου, σεισμός λες κι έγινε, μια έκρηξη κούνησε το σπίτι ολάκερο, θαρρείς, και σαν τρελός τρέχει στην κουζίνα. Τι να δει. Η χύτρα με τα πολλά εντόσθια και λίγο το νερό, έφραξε, κι η βαλβίδα ανακούφισης, μπααμ, πετάχτηκε ως το ταβάνι μετατρέποντας την κουζίνα σε θάλαμο αερίων.

Τι να κάνει ο φουκαράς, γυναίκα και κοριτσάκι άρρωστα, και περιμένανε αντιβιοτικό ως τους συμβούλεψε η γειτόνισσά τους, η Πούπα, Ιταλιάνα από τη Φλωρεντία, χρόνια παντρεμένη με αρχιτέκτονα καλοβαλμένο στην Αθήνα.

Αφήκε όλα να στάζουν και να μυρίζουν πατσαλίκια χωρίς το σκορδοστούπι, τρέχει στο φαρμακείο, παίρνει τα φάρμακα και πίσω στην κουζίνα να καθαρίσει. Μα τι να καθαρίσει που καθαρισμό δεν είχαν, κι αυτός άμαθος στη δουλειά ετούτη; Θέλησε η γυναίκα του να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι να βοηθήσει δεν την άφησε.

Εσύ κι η μικρή εδώ, πάρτε τα φάρμακα και μην κουνήσετε. Αύριο θα έρθει ο Γιακουμής με τη Λένη, να είστε καλά για την Ανάσταση.

Κι έτσι, μονάχος του, λέρωνε και καθάριζε, σκούπιζε κι ασκούπιστα απομένανε, τα φασκελοκουκούλωσε, πήρε το μισάδειο πορτοφόλι, άντε πάλι στην κεντρική κρεαταγορά στην οδό Αθηνάς, για καινούργια πατσαλίκια.

Μην τα πολυλογώ, βράδιασε, γυναίκα και κοριτσάκι κοιμήθηκαν, αυτός έφαγε λίγο χαλβά και πετιμέζι με λάδι, ανασκουμπώθηκε όχι για να μαλώσει, μα για να βαλθεί πάλι σε καινούργιο καθάρισμα, πλύσιμο ξαναπλύσιμο (κι ας του λέγανε πως η πατσά είναι πιο νόστιμη αν είναι λίγο βρώμικη, δεν τον πείθανε) τρίψιμο και ξανατρίψιμο, γινήκανε άσπρα αστραφτερά σαν τα μαυρισμένα δόντια του. Δεν τα ξανάβαλε στη χύτρα, που σκεφτότανε να την πετάξουν την άλλη μέρα αν δεν γρίνιαζε η γυναίκα του, και βολεύτηκε με την συνηθισμένη κατσαρόλα. Το πόσες ώρες βράζανε δε θυμότανε να μου πει, όμως θυμότανε καλά, πως όλη την νύχτα δεν έκλεισε μάτι, γιατί ο μεγαλύτερός του αδερφός ο Γιακουμής ήθελε πατροπαράδοτη πατσά να φάει και δεν του ήτανε, του φουκαρά, δυνατόν χατίρι να του χαλάσει. Ας του έλεγε κι ο Γιακουμής περιφρονητικά, πως ήτανε «αδερφός δεύτερης κατηγορίας» με τα πολλά όμως, μάτσο, τα δολάρια στην τσέπη του.

Έδωκε ο Θεός, σβήσανε του ουρανού τα καντηλέρια, αχνόφεξε, ξημέρωσε για καλά, κι ίσα που κοπάναγε τα σκόρδα να τα ανακατώσει με το ξύδι κι υστερνά το αυγολέμονο, να αποτελειώσει τον ιστορικό ετούτον πατσά για να ευχαριστήσει τον αδερφό του και τη γυναίκα του που τόσα μίλια διασχίσανε για να έρθουν από Αμερική να φάνε πατσά, όπως, τότε, πριν τριάντα χρόνια, διπλοπόδι στο σοφρά, πέντε παιδιά να βουτάνε στην ίδια γαβάθα με πατσά κι ό,τι προλάβει ο καθένας.

Φάγανε, λοιπόν, φχαριστηθήκανε, μόνο που λίαν ευγενικά του είπανε ότι στην εκκλησία, όλοι οι πιστοί κοιτούσανε τον Στέφανο και βαστούσανε τη μύτη τους γιατί, ως φαίνεται, δεν μπορούσανε να αντέξουν την σκορδοστουπίλα που μύριζε ολάκερος σαν καλοβρασμένη πατσά.

Καλή Ανάσταση,

σας εύχομαι φίλοι μου και καλή όρεξη σε μαγειρίτσα ή πατσά αν προτιμάτε φτιαγμένη από, τον γηραιό πλέον, μα ακμαίο ακόμα Στέφανο, στο σπίτι του. Αν μπορείτε βοηθήστε να καθαρίσει κι η κουζίνα του!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey