Γράφουν: ΔΗΜΗΤΡΗΣ και ΜΑΓΔΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

Γύρισε για να πεθάνει στο χωριό του

23/11/2022 - 11:30

Το τραγούδι του νεκρού αδελφού λίγο πολύ όλοι μας το έχουμε γνωρίσει από το σχολείο και το μάθημα των Νέων Ελληνικών. Αφηγείται την τραγική ιστορία της Αρετής που την πάντρεψαν στα ξένα, και της οικογένειάς της. Όταν και οι εννιά αδελφοί της πεθάναν η χαροκαμένη μάνα απαίτησε από τον νεκρό γιο της Κωνσταντίνο να αναστηθεί μόνο και μόνο για να κρατήσει τον όρκο που της είχε δώσει: ζωντανός ή νεκρός θα της φέρει πίσω την Αρετή της. Κι όταν εκπλήρωσε τον όρκο του και ξαναγύρισε στον τάφο του, μητέρα και κόρη δεν άντεξαν τη συγκίνηση της συνάντησής τους, και πέθαναν ταυτόχρονα. Το τραγούδι αρχίζει με τον περίφημο στίχο “Μάνα με τους εννιά σου γιούς και με τη μια σου κόρη / την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη...” και καταλήγει πως η μάνα “...κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν και πέθαναν κι οι δύο”. Πρόκειται δηλαδή για παραλογή, τραγούδι αφηγηματικό με επικό αλλά και λυρικό χαρακτήρα, συχνά δε με υπερφυσικά στοιχεία, του οποίου η σύνθεση ανάγεται στον 9ο αιώνα. Το συγκεκριμένο δε θεωρείται το ωραιότερο ευρωπαϊκό δημοτικό τραγούδι, και άσκησε μεγάλη επιρροή στην ελληνική διανόηση. Για παράδειγμα ο δικός μας Αργύρης Εφταλιώτης έγραψε, ήδη στα 1900, τον Βουρκόλακα, έργο που ανεβάστηκε δύο φορές την τελευταία εφταετία στην Αθήνα με μεγάλη επιτυχία.

Όσο κι αν, σε πρώτο επίπεδο, μας γοητεύει η μεταφυσική ιστορία της κατάρας που εξαναγκάζει τον Κωσταντίνο να νεκραναστηθεί, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως κατά βάθος το τραγούδι μιλάει για τα φαρμάκια της ξενιτιάς και το άλγος του νόστου, τον πόνο για την επιστροφή στην πατρίδα και την αναζήτηση της παιδικής ηλικίας που αποτελούν στην πραγματικότητα την ουσιαστική μας ταυτότητα. Το τι σημαίνει ο ξενιτεμός το γνωρίζουμε πολύ καλά οι Έλληνες, αφού έχουμε τα ταξίδια στο αίμα μας. Για πολλές χιλιάδες χρόνια γενεές επί γενεών διατρέχουν τον πλανήτη. Πάντα όμως με τη λαχτάρα της επιστροφής και τον πόνο να σημαδεύει τη ζωή και των ξενιτεμένων που φεύγουν, αλλά και όσους μένουν και τους απαντέχουν να επιστρέψουν μια μέρα. Και είναι πόνος οξύς! Καθόλου δεν υπερέβαλε ο Όμηρος όταν έγραφε πως ο Οδυσσέας θα μπορούσε να πεθάνει πρόθυμα, μόνο και μόνο για να δει από μακριά καπνό που βγαίνει απ' την πατρίδα του να ανεβαίνει προς το ουρανό (“Αυτάρ Οδυσσεύς ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης, θανέειν ιμείρεται” - Οα57). Κι αν Όμηρος συνδέει τον θάνατο με τη νοσταλγία, το τραγούδι του νεκρού αδελφού θα τον συνδέσει με την αβάσταχτη συγκίνηση της επιστροφής. Η Αρετή επιστρέφει στο πατρικό σπίτι και η μάνα “..κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν και πέθαναν κι οι δύο”. Τραβηγμένο! Θα πουν πολλοί. Ποιητικό εύρημα! θα πουν άλλοι. Τι πιθανότητες έχει να συμβεί κάτι τέτοιο σε πραγματικό χρόνο;

Ο Γιώργος Πιρπερής, ο γιος του Αντώνη, γεννήθηκε στην Αγία Παρασκευή στα 1945. Υπηρέτησε στρατιώτης στην Κύπρο, όπου γνώρισε και αγάπησε τη γυναίκα του την Καίτη. Μαζί γύρισαν στην Ελλάδα, μαζί φύγαν για την Αυστραλία. Με τον αδελφό του Γιάννη ίδρυσαν ένα πετυχημένο εστιατόριο στη Μελβούρνη, στο οποίο βρήκαν στήριγμα πολλοί ΑγιαΠαρασκευώτες στα πρώτα τους βήματα στην ξενιτιά. Απόκτησε 6 παιδιά και πάνω από 30 εγγόνια και δισέγγονα. Μια ζωή γεμάτη! Ο αγώνας που έδωσε δεν ήταν πάντα εύκολος, πέρασε και ξεπέρασε δυσκολίες και αρρώστιες. Ποιές ήταν άραγε οι βαθύτερες προσωπικές σκέψεις και εντυπώσεις του; Δεν γνωρίζουμε. Ξέρουμε όμως πως αγαπούσε βαθειά την πατρίδα, πίστευε στην παράδοση και στον Άγιο Χαράλαμπο, και πως βίωνε έντονα το άλγος του νόστου. Ήταν ΑγιαΠαρασκευώτης με τα όλα του. Στο εστιατόριό του δεν παράλειπε να φτιάχνει στην κουζίνα του και τις λιχουδιές που έρχονταν απ' τα βάθη τη μαγειρικής παράδοσης του χωριού του. Δεν παράλειπε να συμμετέχει στην πανήγυρη του Αγίου Χαραλάμπους στην Αυστραλία, ανήμερα της χάρης του στις 10 Φεβρουαρίου. Κι όταν είχε τα σεκλέτια του θάβαζε να παίζει δυνατά ο “Κιόρογλου” για να ξεχαστεί και να ξανάβρει την ισορροπία του. Έτσι είναι! Η μουσική και το τραγούδι εκφράζουν τις βαθύτερες σκέψεις και τα συναισθήματα, και μ' έναν τρόπο μαγικό καταλαγιάζουν τον πόνο. Οι μυρουδιές της κουζίνας και οι ήχοι της μουσικής δίναν στη ζωή του εκείνο το νόημα που τον βοηθούσε να οργανώνει τη δουλειά του, να διευθετεί αρμονικά την πορεία της οικογένειάς του και να θυμάται. Η μνήμη αυτή τον συνόδευε μέσα στον χρόνο, καθώς οι αισθητηριακές λειτουργίες της ακοής και της γεύσης-όσφρησης συνδέονται, κατά την ψυχανάλυση, με τα κυρίαρχα βιώματα του βαθύτερου εαυτού. Και στις πιο δύσκολες στιγμές του Γιώργου στην ξενιτιά, όταν η αποκοπή από την πατρίδα του προκαλούσε τον, αφόρητο καμιά φορά, πόνο της ανικανοποίητης λαχτάρας του γυρισμού, δρούσαν κατευναστικά. Ροκάνιζαν την ένταση της μοναξιάς και του αποχωρισμού από το πιο ζωντανό κομμάτι του εαυτού, την παιδική και νεανική ηλικία, μέχρι να κάνει πως μπαίνει το καλοκαίρι, και να “σαλτάρει” στο αεροπλάνο που θα τον φέρει στην Ελλάδα, στην Αγία Παρασκευή. Γιατί ο Γιώργος ήταν απ' τους πιο πιστούς του πανηγυριού του Ταύρου, και κάθε χρόνο προσερχόταν στο προσκύνημα στο βουνό και στην θυσία, καβαλάρης.

Ο Γιώργος Πιρπερής πανηγυριώτης (τη φωτογραφία παραχώρησε η κα Έλλη Καρβουνά)

Ο κύκλος αυτός ήταν ο σύνδεσμος με το παρελθόν μέσα στη μνήμη, για να ζει στο παρόν όλες τις αληθινές ικανοποιήσεις που περιγράψαμε, και να σχεδιάζει το μέλλον. Αλλά διακόπηκε βίαια από την διετή και πλέον καραντίνα του κορονοϊού. Η απαγόρευση πτήσεων και μετακινήσεων ανάγκασαν το Γιώργο να σφίξει την καρδιά του και να αναδιπλωθεί, μα ο πόνος στα σωθικά του, και η προσμονή για τον γυρισμό στο χωριό του φούντωνε. Επιτέλους φέτος οι περιορισμοί χαλάρωσαν κι ο Γιώργος δεν κρατιόταν άλλο. 77 χρονών γεμάτα, έβγαλε φτερά για το χωριό του. Έφτασε κάπως συλλογισμένος, αλλά τα μάτια του φώτιζε η χαρά. Άκουσε με λαχτάρα το καλοσώρισμα των τζιτζικιών, μύρισε με απληστία τις ροδοδάφνες και τις λυγαριές. Το ίδιο βράδυ συνάντησε τους παλιούς του φίλους κάτω απ' τον πλάτανο. Όλοι μαζί αντάμωσαν τα παιδικά τους χρόνια, έσμιξαν τις αναμνήσεις τους και ξεδίψασαν με ντόπιο ρακί. Χωρίσαν τα μεσάνυχτα με την υπόσχεση πως θα πάρουν μαζί τον πρωινό μερακλήδικο καφέ.

Αργά τράβηξε κι ο Γιώργος τον δρόμο για το σπίτι του. Περνούσε τα γνώριμα σοκάκια, αναπολούσε τα χρόνια που το χωριό έσφυζε από ζωή. Κάτι όμως μέσα του τούλεγε πως ίσως αυτό το καλοκαίρι δεν έμοιαζε με τα προηγούμενα. Αυτή ήταν η στερνή του νύχτα! Στο κονάκι του Στρατή Ζαχαρή, εκεί άφησε την τελευταία του πνοή, εκεί η ψυχή του πέταξε να συναντήσει τους προγόνους του. Μάταια τον αναζήτησε ο φίλος του ο Δημητράκης την επομένη το πρωί. Θορυβημένος κάλεσε γιατρό και αστυνομία που διαπίστωσαν τον θάνατό του. Δύο μέρες μετά ήρθε ο γιός του για να στείλει το άψυχο σώμα του να ταφεί στην Αυστραλία, κοντά στην οικογένειά του και όλους τους απογόνους του.

Η είδηση του ξαφνικού θανάτου του έπεσε σαν βόμβα στο χωριό. Προκάλεσε αναστάτωση και περισυλλογή. Η διαδρομή του προς τον θάνατο πήρε για την κοινωνία του χωριού, έναν αφηγηματικό, επικό χαρακτήρα, που θύμιζε πολύ το “τραγούδι του νεκρού αδελφού”. Για βδομάδες ήταν το κύριο θέμα συζήτησης στις συντροφιές, σε σπίτια και καφενεία. “Ήρθε για να πεθάνει εδώ” λέγαν, σαν ένα είδος μοιρολόγι. Στη θύμηση του κόσμου πέρασε ως ένας “μυθικός” αποχαιρετισμός, μια ευχή αιώνιας μνήμης.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey