O βραβευμένος και πολυδιαβασμένος συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός μιλά στο «Ε»

«Για να αλλάξει η χώρα μας, χρειάζεται συνέπεια, δουλειά και θέληση»

19/06/2017 - 19:36

«Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι εγγύηση ότι θα περάσεις καλά, θα σκεφτείς, θα χαμογελάσεις και θα νοσταλγήσεις» (Πάνος Τουρλής).

«Παράλληλα αποδεικνύει πως μπορεί να γραφτεί στις μέρες μας ένα καλό μυθιστόρημα που ακολουθεί τους κανόνες μιας κλασικής αντίληψης μυθιστορηματικής σύνθεσης. Υποστηρίζει την αντίληψη πως η Τέχνη ίσως να είναι σημαντικότερη της ζωής που περιγράφει. Κι αν όχι σημαντικότερη, σίγουρα πλέον διαχρονική» (Μάνος Κοντολέων).

Τα παραπάνω είναι ένα ελάχιστο, αλλά ενδεικτικό δείγμα, από τα πολλά και θετικά που έχουν γραφτεί για το πεζογραφικό έργο του Ισίδωρου Ζουργού. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1964, δάσκαλος στο επάγγελμα, εμφανίστηκε στα γράμματα με το «Φάουστ» το 1995 και από τότε μας έχει δώσει επτά μυθιστορήματα.

Ο Ισίδωρος Ζουργός έρχεται στη Μυτιλήνη και στο βραβευμένο «Book & Art» για να παρουσιάσει την Τρίτη 22 Ιουνίου το νέο του μυθιστόρημα «Λίγες και μία νύχτες» και μιλά στο «Ε» για τη λογοτεχνία, την ανάγνωση, τους νέους, την πολυδιάστατη κρίση.

 

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο ότι το νέο σας μυθιστόρημα «Λίγες και μία νύχτες» είναι ένα βιβλίο «για την ανήκεστο βλάβη της ύπαρξης, αυτήν που προκάλεσε ο πιο δημεγέρτης αιώνας, ο εικοστός». Γιατί χαρακτηρίζετε «δημεγέρτη» τον προηγούμενο αιώνα και ποια είναι αυτή η «ανήκεστος βλάβη» που προκάλεσε;

«Ο εικοστός αιώνας μες στους πολλούς χαρακτηρισμούς με τους οποίους απεικονίστηκε ονομάστηκε και “αιώνας του απλού ανθρώπου”. Αυτή την ονομασία την απέκτησε γιατί κατά τη διάρκειά του ο απλός άνθρωπος, της Δύσης αρχικά, απέκτησε δικαιώματα και είδε την καθημερινή του ζωή να βελτιώνεται με τρόπο που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Ένας λόγος για τον οποίο συνέβη αυτό ήταν οι πολλοί εργατικοί αγώνες όπως και σημαντικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις.

Δίπλα του όμως εμφανίστηκαν και σάρωσαν τα πάντα πόλεμοι ολοκληρωτικής καταστροφής. Ο άνθρωπος του εικοστού αιώνα χρησιμοποίησε την καινούρια γνώση μέσα σε έναν παροξυσμό βίας και σκληρότητας, γεγονός που εάν μη τι άλλο διέλυσε την αισιοδοξία του διαφωτισμού για το “αγαθόν της ανθρώπινης φύσης” και τις ευοίωνες προφητείες για την αέναη πρόοδο του ανθρώπου με τη βοήθεια της επιστήμης και της τέχνης. Ο εικοστός αιώνας μάς παρουσίασε λογής κτηνωδίες, όπως π.χ. κουαρτέτα εγχόρδων να παίζουν Μότσαρτ προς τέρψιν ναζί αξιωματικών, ενώ μπροστά τους σκελετωμένοι τρόφιμοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης άφηναν την τελευταία τους πνοή.

Κάποια τέτοια γεγονότα προκάλεσαν ανήκεστο βλάβη στο συλλογικό σώμα της ανθρωπότητας και μας έδειξαν ότι τελικά οι ρίζες του κακού ήταν πολύ πιο βαθιές και δεν μπορούσαν να καταπολεμηθούν μόνο με την εγκύκλια μόρφωση και καλλιέργεια. Μες σ’ αυτόν τον αιώνα βρεθήκαμε όλοι μας ενώπιον των ψευδαισθήσεών μας. Οι άνθρωποι αυτού του αιώνα που εξεγέρθηκαν για μια καλύτερη ζωή βρέθηκαν να πολεμούν τους ομοίους τους με πρακτικές ολοκληρωτικού αφανισμού».

 

Το μυθιστόρημα ανοίγει με τα εξής: «Σιδηροδρομικός σταθμός, 22 Απριλίου 1909. Ευρωπαϊκή ώρα 22:45΄» και κλείνει «Θεσσαλονίκη, Απρίλιος-Δεκέμβριος 2016». Αμέσως μετά βρίσκουμε τρεις σελίδες με τίτλους βιβλίων για τη Θεσσαλονίκη ως «πηγές-οφειλές». Πολύ ψάξιμο, πολύ διάβασμα για να αναστήσετε μυθιστορηματικά έναν αιώνα ζωής για τον γενέθλιο τόπο σας. Ποια ήταν η αφορμή γι’ αυτό το ταξίδι;

«Η παρόρμησή μου ήταν να αναδείξω κάποιες από τις λεπτομέρειες της Ιστορίας, όπως αυτή που αναφέρατε, αλλά και η επιθυμία να αναστηθεί μυθιστορηματικά μια εντυπωσιακή συνοικία της πόλης μου που δεν υπάρχει πια. Είναι περιττό νομίζω να προσθέσω πως στο συγκεκριμένο βιβλίο πίσω από τη Θεσσαλονίκη και τη μικροϊστορία της υπάρχει η φιλοδοξία να μιλήσει για την ανθρώπινη κατάσταση πέρα από συγκεκριμένες πόλεις και έθνη, άλλωστε οι άνθρωποι μοιάζουν τόσο πολύ σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης».

 

Η γραφή, η κρίση, η Μυτιλήνη

 

Επιλέξατε ως μότο ένα θαυμάσιο απόσπασμα από βιβλίο της Καναδής Μάργκαρετ Άτγουντ: «Ίσως δεν γράφω για κανέναν. Ίσως το κάνω για τον ίδιο λόγο που τα παιδιά σκαλίζουν τ’ όνομά τους στο χιόνι». Ένα παιχνίδι, λοιπόν, είναι η συγγραφή, μια ματαιότητα, ένα κλείσιμο του ματιού στη χάρτινη αθανασία;

«Είναι προφανώς όλα αυτά που αναφέρετε όπως και άλλα. Το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου είναι αυτός ο συγκινητικός αγώνας της λογοτεχνίας ενάντια στη φθορά και στη λήθη, η αγωνία της να λαξεύσει σε πέτρα ό,τι έχει χαράξει στο χιόνι, αν και κατά βάθος γνωρίζει καλά ότι ακόμη και οι πέτρες κινδυνεύουν από την αποσάθρωση».

 

Το 2011 στα «Ανεμώλια» με ευφυή τρόπο καταπιαστήκατε με την πολύπλευρη κρίση, τον μηδενισμό και τη δίνη μας χώρας μας τα τελευταία 30 χρόνια. Σήμερα, 6-7 χρόνια μετά, πώς βλέπετε τα πράγματα; Τι λάθη κάνουμε ως κοινωνία και δεν μπορούμε να λύσουμε τη θηλιά που μας σφίγγει;

«Καταρχάς να σταθούμε μπροστά στον καθρέφτη και να μη βιαστούμε να απομακρυνθούμε από εκεί, όσο και να μη μας αρέσει το είδωλο που αντικρίζουμε. Αυτή η χώρα πρέπει να αλλάξει και αυτό δεν γίνεται με μαγικές συνταγές ούτε με ευχολόγια του κάθε λαϊκισμού. Χρειάζεται συνέπεια, δουλειά και προπαντός θέληση. Προφανώς και δεν είναι εύκολο, άλλωστε είναι γνωστό το πόσο εύκολα οι κακές έξεις εγκαθίστανται και πόσο δύσκολα ξεριζώνονται.

Η χώρα θα αλλάξει με την προσαρμογή μας σε γενικές αρχές στις οποίες θα συμφωνήσουμε από κοινού αλλά και στις σημαντικές λεπτομέρειες του καθημερινού βίου. Ο διάβολος, ως γνωστόν, κρύβεται στις λεπτομέρειες. Τι χώρα είναι αυτή όταν μπορείς να ντουμανιάζεις σε ένα εστιατόριο ενώ δίπλα σου κάθονται μικρά παιδιά ή έχοντας ένα σπρέι στο χέρι να βρομίζεις ατιμώρητα όποια πόρτα και τοίχο βρεθεί μπροστά σου».

 

Στα «Ανεμώλια» από τους ήρωες ο Χρήστος έχει έναν ανεκπλήρωτο έρωτα από τα γυμνασιακά χρόνια που ζει στη Μυτιλήνη. Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή του τόπου;

«Στα “Ανεμώλια” υπάρχει μια διαρκής συνομιλία με τον ομηρικό κόσμο, ένα ατελείωτο παιχνίδι συμβόλων και υπαινιγμών ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, σε αυτούς που πλέουν με το πειρατικό των ονείρων τους να βρουν μια χαμένη Ωραία Ελένη και το νόημα της ζωής τους. Το Ίλιον είναι στην ανατολή, η Μυτιλήνη ανατολικά της Θεσσαλονίκης, δεν ήθελε και πολύ να φτιαχτεί η συνέχεια του μύθου, το καινούριο έπος-παρωδία για τα αδιέξοδα των σημερινών αντρών που δεν μπορούν πια να πολεμούν, αλλά μόνο να παίζουν βουτηγμένοι στη χαρμολύπη της μέσης ηλικίας».

 

Ο κινηματογράφος, οι νέοι, η ανάγνωση

 

Έχετε ασχοληθεί και με τον κινηματογράφο, αφού γράψατε το σενάριο της ταινίας «Όχθες» του Πάνου Καρκανεβάτου. Η θητεία σας στη λογοτεχνία πόσο σας βοήθησε, πόσο μπόλιασε τη γραφή και τη κινηματογραφική ματιά σας;

«Η ενασχόλησή μου με τον κινηματογράφο ήταν ευκαιριακή, όμως πολύ ενδιαφέρουσα. Για την ακρίβεια κράτησα στα χέρια μου ένα υπάρχον υλικό γραμμένο από τον σκηνοθέτη, το οποίο και επιχειρήσαμε να το ξαναπλάσουμε. Η γραφή μου όμως ήταν ανέκαθεν κινηματογραφική, γι’ αυτό δεν θυμάμαι να συνάντησα ιδιαίτερες δυσκολίες δουλεύοντας το σενάριο στις “Όχθες”. Άλλωστε ό,τι και να γράφω το βλέπω συνεχώς στο μυαλό μου να παίζει ως ταινία. Πολλοί αναγνώστες μού έχουν πει πως σε κάθε βιβλίο μου είναι εύκολα διακριτή η σχέση της γραφής μου με ρέουσες εικόνες».

 

Είχα διαβάσει πριν χρόνια ένα εξαιρετικό κείμενό σας στον συλλογικό τόμο «Τάξη +Αταξία. Οι νέοι φωνάζουν». Ανάμεσα στα άλλα γράφετε: «Προσέξτε τη λατρεία των νέων παιδιών στο κινητό τους, στο ηλεκτρονικό παιχνίδι τσέπης, στα αχυρένια είδωλα της οθόνης, στις δίαιτες. Υπάρχει άραγε ελπίδα; Έτσι αναρωτιόμαστε συχνά για λογαριασμό τους και μάλιστα ανερυθρίαστα. Δεν τολμούμε να πούμε την αλήθεια πως τα παιδιά προτιμούν τα εργαλεία ψυχαγωγίας και τα σκουπίδια, αφού εμείς απουσιάζουμε».

Με την εμπειρία και τη γνώση σας, ως συγγραφέας και ως εκπαιδευτικός, τι λάθος κάνουνε γονείς, σχολείο, κοινωνία; Πώς μπορεί η λογοτεχνία να αγκαλιάσει τη νέα γενιά;

«Η παράλειψη της προσωπικής σχέσης στην οικογένεια και στο σχολείο είναι το πιο μεγάλο λάθος που μπορούμε να διαπράξουμε. Τις πιο πολλές φορές οι κάθε είδους μηχανές που γεμίζουν τις ελεύθερες ώρες των νέων κυρίως είναι τα υποκατάστατα των ανθρώπων που απουσιάζουν. Ο έρωτας και η φιλία είναι ανάγκες υπαρκτικές, η απουσία τους σωματοποιείται ως ενόχληση και τότε έρχονται τα υποκατάστατα συνήθως ως φυγόκεντρος κόσμος της οθόνης. Καμιά φορά και η ίδια η λογοτεχνία μπορεί να υπάρξει ως υποκατάστατο (ευγενές βέβαια) της πραγματικής ζωής που απουσιάζει.

Σε ό,τι έχει να κάνει με τα παιδιά να επαναλάβω πως οι νέοι μαθαίνουν περισσότερο με τη δύναμη του παραδείγματος παρά με νουθεσίες και συμβουλές. Με άλλα λόγια σε μια οικογένεια όπου οι γονείς είναι αναγνώστες ή σε μια τάξη που οι δάσκαλοι έχουν φέρει στην καθημερινή τους ζωή τα βιβλία έχουμε πιο πολλές πιθανότητες να δημιουργήσουμε μαθητές αναγνώστες. Υπάρχει βέβαια σήμερα η κυριαρχία της εικόνας και δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την καταδυνάστευσή της. Ο αγώνας όμως (της ανάγνωσης) συνεχίζεται ώστε να παρουσιάζεται στις νέες γενιές αυτό που πραγματικά είναι, ένα ελκυστικό ταξίδι δίχως τέλος».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey