
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο.
Το «Ε» με το Λέσβιο μουσικό και καθηγητή του Μουσικού Σχολείου Θεσσαλονίκης Βασίλη Βέτσο
Σήμερα το «Ε» φιλοξενεί ένα σημαντικό μουσικό της Λέσβου, με μεγάλη πορεία στα μουσικά δρώμενα του νησιού του, αλλά κυρίως της Θεσσαλονίκης, όπου ζει κι εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια.
Σήμερα το «Ε» φιλοξενεί ένα σημαντικό μουσικό της Λέσβου, με μεγάλη πορεία στα μουσικά δρώμενα του νησιού του, αλλά κυρίως της Θεσσαλονίκης, όπου ζει κι εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια. Ο Βασίλης Βέτσος, με καταγωγή από το Μανταμάδο και τα Πάμφιλα, μιλά για τα πρώτα του βήματα στην τέχνη του, για τους δασκάλους που είχε εντός κι εκτός νησιού, για το εκπαιδευτικό του έργο στο Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης και σε άλλα σχολεία της χώρας, συχνά με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο να «αφηγείται», που δε θέλει τους «καθωσπρεπισμούς», αλλά και χρησιμοποιώντας την ποίηση που ο ίδιος γράφει, εκφράζοντας τα όσα τον ενδιαφέρουν και τον προβληματίζουν.
Κύριε Βέτσο, μιλήστε μας λίγο για την καταγωγή σας. Πότε και πού γεννηθήκατε;
«Γεννήθηκα στη Μυτιλήνη, 9 Νοεμβρίου τού 1959. Μυτιλήνη, Μανταμάδος, Πάμφιλα, το σκαληνό το τρίγωνο της παιδικής μου ηλικίας. Γερό διαβατήριο, κι ας νόμιζα, οκτάχρονος, ότι η Χίος είναι άλλο κράτος. Και είναι… Ωραία ήταν, κι η γιαγιά τραγουδούσε τον έρημο το Στραβογιώργη, τραλαλαλά τραλαλαλά, κι έφτιαχνε γκιουζλεμέδες. Η άλλη Ερωτόκριτο στιχάκια χίλια μάς μουρμούραγε, μα πού να καταλάβουμε εμείς οι ρεμπεσκέδες. Ο νους μας κατρακύλαγε στις μπάλες, στα ποδήλατα, στα μανταρίνια, με τον παππού δουλειές στα ζα, στα αμπέλια και στις βάρκες, κι αρχίζαμε την γκρίνια. Στα τσάγαλα, στα τσελεμόντε, στα κορίτσια, στο θηλέων με εφ’ όπλου λόγχη, αργότερα σκοπιά… Το μέλι και τα κάστανα και τ’ αρμυρό νερό, ο ιδρώτας απ’ τα ψάρια, έσταζε πια στα σίγουρα μέσα μου στην καρδιά, μυτιληνιά πως θα χω στη ζωή μου, τα χαΐρια.»
Από ποια ηλικία ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη μουσική;
«Στα 13 μου, παίρνοντας μαθήματα κιθάρας από τον 92χρονο τότε Ανδρέα Αβαγιανό, πολυτάλαντο μουσικοδιδάσκαλο, ιεροψάλτη και διακεκριμένο τρομπετίστα στις οπερέτες των Αθηνών, στις αρχές του 20ού αιώνα. Με το μεγάλο μου αδελφό, το Γιάννη, που έπαιζε ακορντεόν και φυσαρμόνικα, δοκιμάστηκα στη μουσική συνοδεία (και) απαγορευμένων τραγουδιών, στη διάρκεια της δικτατορίας και μετά, κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, συμμετείχα σε νεανικά συγκροτήματα της Λέσβου.»
Οι σπουδές στη Θεσσαλονίκη και η μουσική
Λείπετε χρόνια πολλά από τη Μυτιλήνη. Πότε φύγατε για πρώτη φορά, για πού και με ποια αφορμή;
«Μπήκα στο “Σαπφώ” για Σαλονίκη, για να σπουδάσω στο Μαθηματικό τού Α.Π.Θ.. Με κέρδισε όμως η μουσική. Μελετούσα με μανία. Μα τι Μανία! Θλίψη… Οι φίλοι μ’ εγκατέλειπαν απ’ την ανία. Είχα από μικρός, σαν μπιμπερό ατέλειωτο, μια έφεση στο μπίρι μπίρι, στο “ντργίκι ντρίγκι μάνα μου”, που λέγαμε στη χούντα πιο... ελεύθερα, μετά. Θυμάμαι ο Μάκης μόνο, στο Σχολειό στις εκδρομές, που μου ‘λεγε: “Βασίλη, πάρε την κιθάρα σου μαζί, να πάμε κάτω απ’ τις ελιές, να πάρω έναν υπνάκο!”»
Όσο ήσαστε φοιτητής δηλαδή, ασχοληθήκατε με τη μουσική; Κι έκτοτε, πώς συνεχίσατε;
«Όσο ήμουν φοιτητής, με συγκροτήματα φοιτητικά στο φουλ, οργώναμε τη βόρεια Ελλάδα, παίζαμε από αντάρτικα μέχρι και κάπως “έντεχνα”, που λένε τώρα οι περίεργοι, στη Μετελλάδα. Στις καταλήψεις πήρα και βάπτισμα με διασκευές και άλλα πιο εδώδιμα, δικά μας κι απ’ τα ξένα. Το 1977 ιδρύσαμε με το Νίκο τον Ντρέλα το νεολαιίστικο συγκρότημα “Δελτίου Καιρού”. Συνέχισα τη σπουδή της κιθάρας σε ωδεία της πόλης, με δασκάλους τους κιθαριστές Μύρωνα Κυνηγαλάκη, Μπάμπη Κουρκούδιαλο, Δημήτρη Ιωάννου και Κώστα Κοτσιώλη. Αποφοιτώντας το 1985, παρακολούθησα διεθνή σεμινάρια κιθάρας στην Ουγγαρία, στην Κούβα και στην Ελλάδα (Φεστιβάλ Βόλου 1981 - ‘93), όπου μαθήτευσα με τους L. Brouwer και Η. Kappel. To 1987 πήρα το δίπλωμα της κιθάρας με βαθμό “άριστα παμψηφεί” και την ίδια χρονιά ηχογράφησα για το Ραδιοφωνικό Σταθμό Μακεδονίας. Και το 1994 άρχισα και μαθήματα βιολοντσέλου, με το Ρούσι Ντράγκνεφ.»
Επιστρέψατε όμως για ένα διάστημα και στη Μυτιλήνη…
«Όπως πάντα γίνεται, μας τέλειωσε, το ‘97, η όμορφη παρέα. Παίρνω το θάρρος και να ‘μαι, πατώ πάλι που πατώ τη Μυτιλήνη, αφού ένα χρόνο πριν είχα περάσει αξέχαστα μέσα στα χωριά της ως μουσικός, σε γλέντια αξημέρωτα με γέροντες. Έκανα φίλους δυο, γερούς, το Μήτσο και το Γιώργο, κι ένα μεγάλο Μύστη, το Σόλωνα Λέκκα, που με μύησε στην ουσία και στα πολιτισμικά συμφραζόμενα της μουσικής του. Από τότε ερευνώ, παίζω και καταγράφω τη μουσική της Λέσβου, έχοντας πάρει μέρος και στο πρόγραμμα “Κιβωτός του Αιγαίου” του Πανεπιστημίου Αιγαίου, ως εξωτερικός συνεργάτης του Εργαστηρίου Επικοινωνίας και Πολιτισμικής Τεκμηρίωσης και συμμετέχοντας στη συλλογική έκδοση “Μουσικά Σταυροδρόμια στο Αιγαίο / Λέσβος 19ος - 20ός αιώνας”. “Κλέβω” από τη μουσική της Λέσβου, σκαρώνοντας κομμάτια για την κιθάρα, το πιάνο, το θέατρο…»
Μιλήστε μας για τις συνθέσεις που κάνετε για το τελευταίο…
«Έπαιξα αρχικά σκηνική μουσική σε παραστάσεις της “Πειραματικής Σκηνής” και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Ακολούθησε η σκηνική μουσική που έγραψα για τους “Βάτραχους” του Αριστοφάνη, στο πλαίσιο του προγράμματος θεατρικής παιδείας του Γυμνασίου Λαγκαδά το 1993 και του Μουσικού Σχολείου Θεσσαλονίκης το 1998. Μουσική έχω γράψει και για τις παραστάσεις “Δηλητήριο του Θεάτρου” (1999), “Φαίδρα” (2002) του θεάτρου “Λύκη Βυθού” και “Μοσκώβ Σελήμ” του θιάσου “Θεατρική Ρήση” (2005), ενώ έχω συνθέσει και παρουσιάσει μουσική για τη δραματοποιημένη διάλεξη της Ελένης Μερκενίδου... “Μέμνων...Μνήστρα” (1999). Γράφω όμως και για σόλο πιάνο, κιθάρα, βιολοντσέλο και ούτι. κι έχω μελοποιήσει ποίηση των Γιάννη Σκαρίμπα, Στάθη Σαρδέλη, Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και δικούς μου στίχους.»
Γενικά, η παραμονή σας στη Θεσσαλονίκη περιλαμβάνει και πλούσιο εκπαιδευτικό έργο. Είστε πολλά χρόνια στο Μουσικό Σχολείο της πόλης…
«Ναι, είμαι καθηγητής εκεί από το 1995, διδάσκοντας Κιθάρα, Ούτι, Κατατομή Μονόχορδου Κανόνα και Μουσική Δωματίου. Δίδαξα και στο Ευρωπαϊκό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, στο Μουσικό Κολλέγιο, σε διάφορα ωδεία της βόρειας Ελλάδας, ενώ ήμουν και από τα ιδρυτικά μέλη της σχολής παραδοσιακής μουσικής “Εν Χορδαίς”, όπου δίδασκα Θεωρία του ανατολικού μουσικού σχήματος και διηύθυνα το Εργαστήρι Μουσικής Προπαιδείας. Στο ομώνυμο συγκρότημα που είχαμε δημιουργήσει και που συμμετείχε σε συναυλίες, τηλεοπτικές και δισκογραφικές παραγωγές, έπαιζα βιολοντσέλο. Έχω διδάξει όμως και στη Λέσβο. Στα Γυμνάσια Παμφίλων, Μόριας και Μανταμάδου, με ειδικό πρόγραμμα προαιρετικών μαθημάτων σε μορφή μουσικών εργαστηρίων. Μονάχα περηφάνεια θα κρατήσω από τα σχολειά που πέρασα, ειδικά από το Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, απ’ το οποίο έχουν βγει “διαμάντια”.»
Έχετε δώσει και πολλά ρεσιτάλ, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας…
«Ναι, έχω δώσει ατομικά ρεσιτάλ στη Μυτιλήνη, την Καβάλα, την Κατερίνη, τη Θεσσαλονίκη, έχω συνεργαστεί και με πολλούς άλλους σπουδαίους μουσικούς, έχω διδάξει και σε θερινά σεμινάρια στο Βόλο, στη μουσική κατασκήνωση της Καβάλας, στα μουσικά σεμινάρια του Βερτίσκου… Τον Απρίλιο του 2004 συμμετείχα στη Διεθνή Συνάντηση για τα Λαουτοειδή, του πολιτιστικού οργανισμού “Εν Χορδαίς” στο Μ.Μ.Α., δίνοντας master class και παρουσιάζοντας ένα 20λεπτο πρόγραμμα με έργα μου για άταστη κιθάρα.»
Για το «κλείσιμο»…
Με τι ασχολείστε αυτόν τον καιρό καλλιτεχνικά;
«Τα χρόνια γλιστράνε… Στο στρατόπεδο του Καρά Τεπέ κάθε φορά που περνώ, βλέπω τη βάση του πουλιού της χούντας (κάτι τσιμεντόλιθοι) να στηρίζει νεώτερες “διακοσμητικές” κατασκευές και με πιάνει κρύος ιδρώτας. Αν κι ήμουν ένα απλό σχολιαρόπαιδο, φαίνεται πως δεν ήμουν όσο θα ‘πρεπε προσηλωμένος στα μαθήματά μου. Ακόμα και τώρα που ζω στο “Νομό της Ευσέβειας”, δεν κάθομαι να κάνω ένα “καθώς πρέπει” σχέδιο μαθήματος. Ακόμα κλαίω την επτάχρονη Ερικιά, τις ατέλειωτες σχολικές νύχτες, που όλο και πιο σπάνια μοιράζομαι με φίλους, για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι και Δόξα τω Θεώ. Κι όλο γιορτάζουμε κατρακυλώντας “Ψωμί, έναντι Παιδείας και Ελευθερίας”…»
Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι για το «κλείσιμο»; Ένα από τα ποιήματά σας ίσως;
«Θα κλείσω με τον “Κιόρογλου (Aτ χαβασί)”.
“Διαβατήριο στην παγανιστική Λέσβο
παίων και παιάν, δόξα και δοξασία
ληστών κι αγίων, πνεύμα και οινόπνευμα
χορός αλόγων, λόγος χορού
κλειδί σχολείου και καφενείου
γήρις πανηγυριώτικη
πέντε σημεία καλά κρατούν
δεμένους τους ανθρώπους…”»