Η Μυτιλήνη του Μίμη

Ο Μίλτης και ο δάσκαλος*

29/06/2012 - 16:08

Από σήμερα δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Το τρίτο καλοκαίρι» του αυτοβιογραφικού έργου «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου.

Από σήμερα δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Το τρίτο καλοκαίρι» του αυτοβιογραφικού έργου «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια» του Μίμη Σαραντάκου. Ο συγγραφέας προτάσσει στο κεφάλαιο τον εξής πρόλογο:

Το τρίτο καλοκαίρι μου φάνηκε σα να βάσταξε σχεδόν από τον Απρίλη ως το Νοέμβρη. Όχι γιατί όλους αυτούς τους μήνες ο καιρός ήταν καλός, αλλά γιατί ένιωθα μέσα μου, κι εγώ και όλοι σχεδόν οι άνθρωποι στο νησί, μια πρωτόγνωρη ζεστασιά.

Ελπίδες και προσδοκίες μας θέρμαιναν την ψυχή και μας φώτιζαν το πρόσωπο. Ήταν το καλοκαίρι πριν από την Απελευθέρωση και οι πρώτοι μήνες μετά. Το τελευταίο του πολέμου. Ήταν ζεστό και ξερό, με μια μόνο δυνατή μπόρα.

Ένα καλοκαίρι που μου έμεινε αξέχαστο. Είχα τελειώσει την έκτη οκταταξίου και από το Νοέμβρη του περασμένου χρόνου είχα οργανωθεί στην ΕΠΟΝ. Αυτό το καλοκαίρι φίλησα το πρώτο μου κορίτσι, έπιασα όπλο και μίλησα σε συγκέντρωση, κι ας ήμουν μόνο δεκαπέντε χρονών.

Τον Ιούνιο (του 1944) τέλειωσα την έκτη οκταταξίου. Για τρίτη χρονιά τα φιλολογικά μαθήματά μας τα ‘κανε ο Μίλτης. Ένας από τους καλύτερους εκπαιδευτικούς που πέρασαν ποτέ από το γυμνάσιο της πόλης μας, που φημιζόταν εν τούτοις για τους άριστους δασκάλους του (φημιζόταν και για κάτι άλλο, από τη δεκαετία του ‘20 κιόλας: ήταν «φυτώριο κομμουνιστών και δημοτικιστών»).

Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, τα μαθήματα σταμάτησαν και τα σχολεία κλείσανε. Ήμουν τότε στην τρίτη οκταταξίου γυμνασίου και στις δύο πρώτες τάξεις είχαμε την τύχη να μας κάνει ελληνικά ο Γιώργος ο Βαλέτας. Βέβαια με τη μετάθεση του πατέρα μου στη Σάμο, τη δεύτερη τάξη την έκανα εκεί κι όταν ξαναγυρίσαμε στο νησί, τον Ιούλιο του ‘40, ο Βαλέτας είχε μετατεθεί στην Αθήνα. Φαίνεται πως δεν ορίστηκε αμέσως αντικαταστάτης του, γιατί στις λίγες μέρες που μεσολάβησαν από το άνοιγμα των σχολείων ως το ξέσπασμα του πολέμου, το μάθημα των ελληνικών μας το ‘κανε ο Δημητράκης ο Βογαζιανός, καθηγητής των γαλλικών.

Ο κυρ-Δημητράκης ήταν γραφικός τύπος. Άνθρωπος του κρασιού και της παρέας, θυμόσοφος και καλαμπουρτζής, δίδασκε το μάθημά του σε μια ιδιόμορφη γαλλολεσβιακή διάλεκτο. Φράσεις όπως:

«Λιζέ του μάθημα»

«Πιο βιτ σι λέου»

«Φιρμέ λα πορτ, σα μπαιν’ς μεσ’ στ’νταξ’, παλιουγαϊδούρ’!»

«Σουρτί έξου μ’λάρ’»

κι άλλες παρόμοιες, αφθονούσαν στην παράδοσή του.

Ο νέος καθηγητής των ελληνικών (αρχαίων και νέων) και της ιστορίας ήταν ψηλός, αδύνατος κι έγερνε το κεφάλι του λίγο προς τα αριστερά. Ο πατέρας μου τον έβγαλε αμέσως «ο έξι παρά πέντε». Στην τάξη μας μπήκε απροειδοποίητα ένα σεπτεμβριανό πρωινό και με την πρώτη μας πήρε τον αέρα. Η αλήθεια είναι πως, ύστερα από ένα χρόνο ρεμπελιό, οι συμμαθητές μου κι εγώ δεν ήμασταν πια σχολική τάξη, αλλά μάλλον ορδή ημιαγρίων ταραχοποιών. Ο καινούργιος όμως δε σήκωνε τέτοια. Την πρώτη κιόλας μέρα πέταξε έξω τον Πατλάκα, το Χατζηγιάννη, το Χατζηαποστόλου κι άλλους δυο τρεις, που θορυβούσαν περισσότερο του ανεκτού.

Η προειδοποίηση:

«Πρόσεξε, γιατί θα σε πετάξω έξω!»

ήταν η συνηθέστερη απειλή κι αποδείχτηκε το αποτελεσματικότερο σωφρονιστικό όπλο του, γιατί πολύ σύντομα ο τρόπος και το περιεχόμενο των παραδόσεών του μας συνάρπασαν και κανείς δεν ήθελε να χάσει το μάθημά του.

Ποτέ του δε σκαμπίλισε ή έδειρε μαθητή, ούτε θυμάμαι να κράτησε ποτέ στα χέρια του βίτσα ή χάρακα ή άλλο όργανο τιμωρίας, που άλλοι καθηγητές δεν τ’ αποχωρίζονταν ποτέ.

Για πολλές βδομάδες, πάντως, η σκιά του καινούργιου καθηγητή στην τάξη μας ήταν δυσανάλογα βαρύτερη και μεγαλύτερη απ’ ό,τι αντιστοιχούσε στο λιγνό κορμί του. Για πρώτη φορά οι πρώην ρέμπελοι μαθητές αισθανθήκαμε πάνω μας μιαν εξουσία, που δεν μπορούσαμε ούτε να την αγνοήσουμε ούτε να την ανατρέψουμε. Στα διαλείμματα σχολιάζαμε με κακή διάθεση το νέο μπελά που μας βρήκε. Έχοντας θάρρος με τον πατέρα μου, του μετέφερα την ομόφωνη άποψη της τάξης.

«Ο καινούργιος καθηγητής μας είναι μεγάλο κέρατο.»

Ο παριστάμενος όμως στη συζήτηση Χαράλαμπος, στενός φίλος κι αιώνιος συμπαίκτης του πατέρα μου στο σκάκι, που συνήθως δεχόταν με συγκατάβαση και εύθυμη διάθεση τις διάφορες απόψεις μου, αυτήν τη φορά μού ‘βαλε πάγο.

«Κάνεις μεγάλο λάθος κι εσύ κι οι άλλοι. Ο Μίλτης είναι σπουδαίος άνθρωπος και άριστος δάσκαλος.»

Κατάπια τη γλώσσα μου. Το Χαράλαμπο τον παραδεχόμουν απόλυτα. Άρχισα να βλέπω μ’ άλλο μάτι τον καινούργιο καθηγητή κι ανακάλυψα πως διέφερε σε όλα σχεδόν τα σημεία από τους άλλους δάσκαλους ή καθηγητές που έτυχα να περάσω από τα χέρια τους. Αποδείχτηκε πως ο καινούργιος καθηγητής ήταν πολύπλευρη προσωπικότητα, σπουδαίος φιλόλογος, εξαίρετος σκιτσογράφος, εραστής της φωτογραφίας, λάτρης της μουσικής και πολύγλωσσος. Πολύ σύντομα φάνηκε πως σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήξανε κι οι περισσότεροι συμμαθητές μου και στις αρχές του ‘42 άλλαξε ριζικά η διάθεση της πλειοψηφίας της τάξης μας απέναντι στο Μίλτη.

Ο Μίλτης δε μας δίδαξε μόνο τα αρχαία και τα νέα ελληνικά και την ιστορία, που πρόβλεπε το πρόγραμμα. Με τις διάφορες «εργασίες», που εγκαινίασε, μας έμαθε να μη φοβόμαστε ν’ ανοίγουμε μεγάλα, χοντρά βιβλία, μας έδωσε τα πρώτα στοιχεία της μεθοδικής ερευνητικής δουλειάς, το πώς να μνημονεύουμε τη βιβλιογραφία και φυσικά μας έκανε τους περισσότερους ν’ αγαπήσουμε την Ιστορία και τον Πολιτισμό. Τις επιδόσεις μας στις «εργασίες» του τις βαθμολογούσε σε ιδιαίτερη κατάσταση, ανεξάρτητη και άσχετη από τον πίνακα της κανονικής βαθμολογίας που παρουσίαζε στο Συμβούλιο των καθηγητών. Κάθε δύο μήνες μας ανακοίνωνε την πρόοδο που κάναμε. Στο τέλος της χρονιάς, οι δέκα που είχαν συγκεντρώσει τους περισσότερους βαθμούς (η βαθμολογία των εργασιών ήταν αθροιστική) έπαιρναν κάποιο έπαθλο, συνήθως σκίτσα του.

Φυσική και χημεία μας έκανε ο Αποστόλου, που όλοι τον λέγανε «Δάσκαλο» γιατί ήταν ο κατ’ εξοχήν τύπος του δασκάλου, με τη σημασία του πλάστη χαρακτήρων. Στο νησί ο τίτλος «δάσκαλος» είχε μεγαλύτερο κύρος από τον τίτλο «καθηγητής». Μου έμεινε αξέχαστο το πρώτο του μάθημα, γιατί μας συνάρπασε (εμένα - τουλάχιστον - οπωσδήποτε) μιλώντας μας για τις ομορφιές της χημείας. Τελικά μας έκανε ν’ αγαπήσουμε τη χημεία, ένα μάθημα με φήμη βαρετού και δύσκολου. Το ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό χημικών και χημικών μηχανικών που είχαν τελειώσει κατά τη δεκαετία του ‘30 και κατά την Κατοχή τις εγκύκλιες σπουδές τους στο γυμνάσιό μας, οφείλεται στο πέρασμα του Δάσκαλου απ’ αυτό.

Σ’ αυτούς τους δύο δασκάλους, τον Μίλτη και τον Αποστόλου, οφείλω το διχασμό που με συνοδεύει από τότε ως και σήμερα. Την αδυναμία μου να επιλέξω αν τελικά θα γίνω καλός χημικός ή καλός φιλόλογος, με αποτέλεσμα να μη γίνω τίποτ’ από τα δύο.

* Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Επτά ευτυχισμένα καλοκαίρια».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey