Το «Ε», με τον ηθοποιό τού ΦΟΜ Μάριο Σπανό

«Το ‘χω παράπονο που ο κόσμος υποβιβάζει τους τοπικούς θιάσους»

16/06/2012 - 15:37

Είναι ένας από τους ηθοποιούς της θεατρικής ομάδας τού ΦΟΜ, με πολλές εμφανίσεις σε δευτερεύοντες κυρίως ρόλους, χαρακτηριστικός ωστόσο για το ιδιαίτερο ύφος με το οποίο ερμηνεύει. Ο Μάριος Σπανός μιλάει σήμερα στο «Ε» με αφορμή την τελευταία παράσταση της ομάδας του, την «Αραβική Νύχτα».

Είναι ένας από τους ηθοποιούς της θεατρικής ομάδας τού ΦΟΜ, με πολλές εμφανίσεις σε δευτερεύοντες κυρίως ρόλους, χαρακτηριστικός ωστόσο για το ιδιαίτερο ύφος με το οποίο ερμηνεύει. Ο Μάριος Σπανός μιλάει σήμερα στο «Ε» με αφορμή την τελευταία παράσταση της ομάδας του, την «Αραβική Νύχτα», αλλά και τη συμμετοχή του στην πρόσφατη εκδήλωση βιολιών, που έγινε στο θέατρο του ΦΟΜ.

Και διηγείται πώς «μπλέχτηκε» στα θεατρικά δρώμενα της Μυτιλήνης, κάνοντας στάσεις στους σημαντικότερους για τον ίδιο σταθμούς.

Τη μια γείτονας που «κατασκοπεύει» μια από τις ενοίκους της πολυκατοικίας της «Αραβικής Νύχτας», την άλλη γιαγιά που αφηγείται ιστορίες στην εγγονή της στην εκδήλωση με τα βιολιά. Κι όλα αυτά, μέσα σε ένα μήνα. Είστε «πανταχού παρών»!
«Αυτό έχει πει κάποτε για μένα και η Αγγελική η Πολυτάκη. Πως είμαι ο μοναδικός τού ΦΟΜ που δεν έχω χάσει παράσταση, αφού είχα ρόλους σε όλες!»

Πότε ανεβήκατε για πρώτη φορά στο σανίδι;
«Στην Γ΄ γυμνασίου. Μέχρι τότε δεν ήθελα ούτε να ακούσω για θέατρο. Εκείνη τη χρονιά, όμως, έτυχε να ανεβάσουμε την παράσταση “Γαλάζια Χελώνα”, του Ψαθά, με το δάσκαλό μας Γιώργο Παπαπορφυρίου και υπό την καθοδήγηση του Βασίλη Χατζηελευθερίου. Ο τελευταίος ήταν κι εκείνος που με έκανε να αγαπήσω πραγματικά το θέατρο. Ήταν και ο ρόλος μου εύκολος, αφού έκανα τον τρελό της υπόθεσης, τον ποιητή που είχε μόλις βγει από το φρενοκομείο και έλεγε ότι να ‘ναι, οπότε και να ξεχνούσα τα λόγια μου, αυτοσχεδίαζα. Δύο χρόνια μετά, παίξαμε το “Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ”, πάλι με τον Χατζηελευθερίου, ως Κέντρο Νεότητας ουσιαστικά, όταν ήμουν στο λύκειο. Με το που μπήκα στο χώρο του Δημοτικού Θεάτρου, τρελάθηκα!»

Στην ομάδα τού ΦΟΜ

Στο ΦΟΜ πώς φτάσατε;
«Είχα σταματήσει για ένα μεγάλο διάστημα, 10 χρόνων περίπου, λόγω έλλειψης χρόνου. Άρχισα και πάλι το 1997. Με έτρωγε το σαράκι, πήγαινα και μια φίλη μου αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο και βρέθηκα να ασχολούμαι με το ΦΟΜ. Μετά σταμάτησα για ένα διάστημα, μέχρι που το ‘97 ενασχολήθηκα με το ΦΟΜ. Είχα σταματήσει λόγω δουλειάς κι έλλειψης χρόνου, αλλά με έτρωγε το σαράκι. Πήγαινα να δω παραστάσεις κι έλεγα, δεν έπρεπε να είμαι κάτω, αλλά πάνω στο σανίδι. Μια γνωστή μου που ήξερε την αγάπη μου για το θέατρο, αποτέλεσε το συνδετικό κρίκο. Πήγα εντελώς άγνωστος, δέθηκα όμως γρήγορα με τα παλιότερα μέλη τού ΦΟΜ, που με υποδέχτηκαν με ζεστασιά και με βοήθησαν πολύ στο να ενταχθώ. Εκεί πλέον, ήταν αλλιώς τα πράγματα. Κάναμε μαθήματα και έτυχε με το που μπήκα, να παίξουμε αμέσως ένα έργο, για τα εγκαίνια του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου.»

Τι ρόλους υποδύεστε συνήθως;
«Συνήθως παίζουμε κωμωδίες. Εμένα μού αρέσει να κάνω τον άλλο να γελάει. Θα ήθελα ωστόσο να δοκιμάσω κάποια στιγμή και κάτι διαφορετικό, δεν έχω προτίμηση. Και για να πω την αλήθεια, πέρα από το “Πάρτυ Γενεθλίων” που είχαμε ανεβάσει το 2007, δεν έχει τύχει να παίξω κάποιο ρόλο που να τον θεωρώ πρόκληση. Αν και η “Aραβική Νύχτα” θα μπορούσε να θεωρηθεί “επαγγελματική”, αφού ήταν μια παράσταση πολύ δύσκολη. Πολλοί μού είπαν πως δεν κατάλαβαν τίποτα, αν ήξεραν όμως πόση δουλειά και κούραση είχε… Μετά τις πρόβες, θέλαμε ένα 20λεπτο να ηρεμήσουμε, να πάρουμε μια ανάσα.»

Ποιες ήταν οι παραστάσεις που σας έμειναν περισσότερο όλα αυτά τα χρόνια;
«Οι δύο που ανέφερα ήδη, σίγουρα. Ήταν τελικά δύο έργα για τα οποία είχα στην αρχή την ίδια σκέψη - το τι θα καταλάβει ο κόσμος - και τελικά όταν τα παίξαμε, τα αγάπησα πραγματικά. Το διαφορετικό είναι πάντα μια πρόκληση. Και φυσικά οι “Στιγμές”, που τις ανεβάσαμε γράφοντας οι ίδιοι κείμενα. Προσωπικά δεν έγραψα κάτι, αυτή που έγραψε πολλά κομμάτια, άσχετα αν δεν παίχτηκαν όλα, ήταν η Κατερίνα η Κουτσομύτη. Και μου άρεσαν και οι ρόλοι που είχα στις παραστάσεις αυτές.

Μάλιστα, μετά την παράσταση του Σαββάτου της “Αραβικής Νύχτας”, πήγα στην εκκλησία να ψάλω με βαμμένα μάτια, γιατί γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι, από την κούραση ξέχασα να ξεβαφτώ. Κι αυτό το μάτι θέλει πολλή επιμονή για να καθαρίσει, ιδίως όταν είσαι άνδρας και άσχετος! Από τα άλλα έργα δεν μπορώ να αναφερθώ σε κάποιους ρόλους, αφού είχα το προνόμιο να παίζω δύο και τρεις ρόλους σε κάθε παράσταση, με το άγχος βέβαια πως έπρεπε να αλλάζω αμφίεση και περούκες, αλλά κι αυτό είχε το γούστο του. Αυτό που θα ήθελα να τονίσω για την “Αραβική Νύχτα”, με αφορμή και κάποια σχόλια που έγιναν ως προς “επαγγελματίες και ερασιτέχνες ηθοποιούς”, είναι η σημαντική συμμετοχή της Τότας Δρούζα, που είχε το ρόλο της Φατιμά. Είχε ασχοληθεί με το θέατρο και στο παρελθόν και ήταν αυτή που με έκανε να καταλάβω με τη συνέπειά της σε όλα, πως ο σωστός ηθοποιός είναι επαγγελματίας στις πρόβες και ερασιτέχνης (εραστής της τέχνης, δηλαδή, με όλη τη σημασία της λέξης) στην παράσταση. Δεν ξέρω για τα άλλα παιδιά, αλλά για μένα ήταν δασκάλα. Ήταν η ψυχή της παράστασης. Και θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω την Κατερίνα Σαραντινού για τη συμμετοχή της, και φυσικά τη γυναίκα μου, που ανέχεται τις πολλές ώρες που λείπω από το σπίτι.»

Περί θεάτρου γενικότερα…

Μέσα στην εβδομάδα, σας είδαμε να ερμηνεύετε και τη γιαγιά. Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στη συγκεκριμένη μουσική παράσταση;
«Πριν κάποια χρόνια, την πρώτη φορά που έκανε εκδήλωση η Αγγελική η Ντανιλέβσκα στο ΦΟΜ, είχε γίνει άλλη μια κοινή εκδήλωση με βιολιά και πιάνα με τη Μαρίζα Βαμβουκλή και είχα ερμηνεύσει τον καλό μάγο, που καθοδηγούσε τα παιδιά. Πέρυσι και πάλι παρουσίαζα τα παιδιά, και αυτό που μου άρεσε, ήταν πως τέτοιες εκδηλώσεις σού δίνουν τη δυνατότητα να αυτοσχεδιάζεις. Φέτος, για παράδειγμα, στο ρόλο της γιαγιάς, επειδή δεν έβρισκα παντόφλες στο νούμερό μου, φορούσα παντόφλες τού… Ολυμπιακού. Το ενέταξα κι αυτό στο σκετς, λέγοντας πως είμαι 15 χρόνια χήρα και φορώ τις παντόφλες του… άντρα μου, για να τον θυμάμαι. Κι έλεγα το παραμύθι για το ποντικάκι που ήθελε να μάθει μουσική, της Σοφίας Ανδριώτου, στην “εγγονή” μου.»

Είχατε συμμετάσχει ως κομπάρσος και στην ταινία «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», του Λάκη Παπαστάθη. Τι σας άφησε αυτή σας η ερμηνεία;
«Ήταν μια εμπειρία ζωής, αφού βλέπει κανείς το πώς γυρίζεται μια ταινία από “μέσα”. Τι κόπος και χρόνος χρειάζεται ακόμη και για μια σκηνή ενός λεπτού, και βέβαια κάτι εντελώς διαφορετικό από το θέατρο. Το συναίσθημα αυτό θα μου μείνει αξέχαστο, παρ’ όλο που η συμμετοχή μου ήταν για λίγα δευτερόλεπτα.»

Είστε γενικά ικανοποιημένος από τη θεατρική ζωή της Μυτιλήνης;
«Θα ήθελα να κάνω ένα σχόλιο, με αφορμή την τελευταία αθηναϊκή παράσταση που ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο, με το Βαλτινό και τη Λέχου. Ο Βαλτινός είναι από τους αγαπημένους μου ηθοποιούς και όποτε πάω στην Αθήνα, επιδιώκω να βλέπω παράστασή του. Αυτήν τη φορά, δε μου άρεσε. Το παράπονό μου είναι ότι ο κόσμος διαμαρτύρεται για το ότι δεν έρχονται παραστάσεις από Αθήνα. Και λέω: εμείς δηλαδή που ανεβάζουμε παραστάσεις, οι τοπικοί θίασοι; Υποτιμά ο κόσμος τους τοπικούς θιάσους, κάτι στο οποίο είμαι αντίθετος. Έχουμε ανεβάσει παραστάσεις που δεν άρεσαν και σε μένα, και έχουμε ανεβάσει άλλες, όπως η “Ιοκάστη”, οι “Στιγμές” και η “Αραβική Νύχτα”, που ήταν πάρα πολύ καλές. Το ίδιο ισχύει και για τις παραστάσεις των “Αστέγων”. To επίπεδο είναι πολύ καλό, φτάνει το επαγγελματικό, και όσον αφορά την “Ιοκάστη”, επειδή είδα την παράσταση και στην Αθήνα, η Αγγελική η Πολυτάκη ήταν πολύ καλύτερη. Ο κόσμος δεν πάει να δει τοπικό θέατρο, το υποβιβάζει…»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey