Η Μυτιλήνη του Μίμη

Στον Καλαμιάρη και στη Θερμή*

18/05/2012 - 15:56

Δυο χιλιόμετρα ανατολικά από το χωριό του παππού, πάνω στην ακτή ήταν ένα γειτονικό χωριουδάκι, η Παναγιούδα. Σε μια συνοικία του χωριού, που λεγόταν Καλαμιάρης, ζούσαν κάτι ξαδέλφια της μαμάς μου, παιδιά του μικρότερου αδελφού του παππού, του μπάρμπα Θανάση.

Δυο χιλιόμετρα ανατολικά από το χωριό του παππού, πάνω στην ακτή ήταν ένα γειτονικό χωριουδάκι, η Παναγιούδα. Σε μια συνοικία του χωριού, που λεγόταν Καλαμιάρης, ζούσαν κάτι ξαδέλφια της μαμάς μου, παιδιά του μικρότερου αδελφού του παππού, του μπάρμπα Θανάση. Ο παππούς μου καταγόταν από το Πληγώνι, ένα μικρό χωριό στις πλαγιές της Αμαλής, στα νότια της πόλης μας. Ο πατέρας του, ο Βασίλης ο Μυρογιάννης, είχε τέσσερις γιους, το Βαγγέλη, το Γιώργο (τον παππού μου), το Θανάση και τον Τζάννο. Ήταν μικροκτηματίας και δύσκολα τα ‘βγαζε πέρα. Ήταν όμως άνθρωπος κεφάτος, αισιόδοξος και δουλευτής. Του άρεσε το κρασί και το τραγούδι κι έπαιζε λύρα και λαγούτο. Από τα παιδιά του, ο πρώτος και ο τελευταίος μείναν αγρότες και κράτησαν τα χτήματα. Ο παππούς μου έγινε πραματευτής κι ο Θανάσης σιδεράς και εγκαταστάθηκε στην Παναγιούδα, στο χωριό της γυναίκας του.

Απόχτησε τέσσερα παιδιά, δυο γιους και δυο κόρες.

Ένα απόγεμα Σαββάτου, η γιαγιά μάς ξεσήκωσε να πάμε να δούμε τα ανίψια της. Είχε από τα χτες ετοιμάσει μια γαλατόπιτα και έβαλε γλυκό του κουταλιού σε μια γυάλα. Ο παππούς δεν ήθελε να έρθει, γιατί ήταν η μέρα που θα ερχόταν ο φίλος του ο Ιγνάτης. Ήταν άλλωστε συντηρητικός στις κοινωνικές του σχέσεις και μ’ όλο που η οικογένεια του μπάρμπα Θανάση ήταν σόι του παππού, τις επαφές μαζί τους τις κρατούσε η γιαγιά.

Ξεκινήσαμε η γιαγιά, η μαμά μου, η θεία Μάρω κι εγώ. Ο δρόμος ήταν ίσιος και η διαδρομή ευχάριστη. Κάναμε στάση σε δυο σπίτια που ήταν στο δρόμο μας, στου κυρίου Ιωάννου, ενός φίλου του μπαμπά μου, και του κυρίου Αρχοντίδη, που ήταν καθηγητής στο Γυμνάσιο και ήξερε καλά τη μαμά μου. Εκεί οι μεγάλοι κουβέντιασαν για λίγο και μας κέρασαν γλυκό του κουταλιού και βυσσινάδα.

Φτάσαμε στον Καλαμιάρη κατά τις 6 και μας υποδέχτηκαν με μεγάλες χαρές και ο Αργύρης, που κανονικά ήταν θείος μου αλλά καθώς ήταν δεκαπέντε χρονώ ταίριαζε πιο πολύ για ξάδελφός μου, μετά τους χαιρετισμούς με πήρε και πήγαμε στις Φοινικιές, μια συστάδα από χουρμαδιές εκεί κοντά. Έκοψε ένα κομμάτι από τη φλούδα μιας φοινικιάς και με το σουγιά του έφτιαξε ένα βαρκάκι και μου το χάρισε. Ύστερα με πήρε και πήγαμε στην Παναγιούδα, όπου βρήκαμε τον αδελφό του, το θείο Παναγιώτη, σ’ ένα καφενείο. Το λιμανάκι ήταν γεμάτο βάρκες, τρεχαντήρια και κάνα - δυο καΐκια. Η θάλασσα λάδι κι όλος ο τόπος μοσχοβολούσε χταπόδι ψημένο στα κάρβουνα και ούζο.

Ο Παναγιώτης μάς πήρε και μας έδειξε μια βενζινάκατο που την έφτιαξε μόνος του με τα χέρια του.

«Δυο χρόνια πάλευα να τη σκαρώσω», μου είπε με καμάρι. Μπήκαμε μέσα και καθίσαμε στους πάγκους της. Μου φάνηκε σα συνδυασμός βάρκας και αυτοκίνητου. Τα καθίσματά της και το τιμόνι της ήταν σαν των αυτοκινήτων, όπως και το τζάμι που είχε μπροστά από το τιμόνι. Στο πλάι είχε δύο φώτα, ένα κόκκινο κι ένα πράσινο.

«Έλα να πάμε μια βόλτα», μου πρότεινε.

Μπήκαμε κι οι τρεις στη βενζίνα, αυτός κάθισε στη θέση του οδηγού, έπιασε το τιμόνι κι έβαλε μπρος. Η βενζίνα ξεκίνησε απαλά, σκίζοντας τα σκοτεινά, γαλήνια νερά του λιμανιού. Είχα καθίσει στο πιο πίσω κάθισμα και βάζοντας το χέρι μου στο νερό, αισθάνθηκα την πίεσή του καθώς κυλούσε στα πλευρά του σκάφους. Ήταν μια ευχάριστη αίσθηση.

Για μια βδομάδα πήγαμε σ’ ένα μεγαλύτερο γειτονικό χωριό, τη Θερμή, περίφημο για τα ιαματικά του λουτρά, για να κάνει η μαμά μου μια θεραπεία που της σύστησε ο γιατρός, ο κύριος Αργεντέλλης. Μαζί μας ήρθε και η κυρία Βασιλική, η μαμά του Πάτροκλου, με το γιο της. Εγκατασταθήκαμε σε ένα μικρό ξενοδοχείο. Χωρισμένοι από την παρέα μας του καλαμένιου ιππικού και περιορισμένοι στο δωμάτιο και στη μικρή αυλή του ξενοδοχείου, δεν ξέραμε πώς να περάσουμε τη μέρα μας και πλήτταμε φοβερά. Στο ίδιο ξενοδοχείο έμενε κι ένα γηραλέο ζευγάρι. Ο σύζυγος ήταν που έκανε τα λουτρά και η γυναίκα του τον συνόδευε. Ο γέρος δεν καλόβλεπε και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα νούμερα στις πόρτες. Γι’ αυτό, για να μην κάνει λάθος και μπει σε άλλο δωμάτιο, όταν έφευγε για να πάει στα λουτρά, άφηνε κρεμασμένο στο πόμολο της πόρτας το μπαστούνι του.

Την τρίτη μέρα, καθώς τριγυρίζαμε άσκοπα, μπαινοβγαίνοντας από το δωμάτιο στην αυλή κι από την αυλή στο διάδρομο του ξενοδοχείου, σοφίστηκα να μεταφέρουμε το μπαστούνι του γέρου στη διπλανή πόρτα. Είπα την ιδέα μου στον Πάτροκλο, που συμφώνησε με ενθουσιασμό. Προσέχοντας μη μας δει κανείς, πήραμε το μπαστούνι από το πόμολο της πόρτας του γέρου και το κρεμάσαμε στο πόμολο της διπλανής πόρτας. Κατόπιν κρυφτήκαμε στο δωμάτιό μας, που ήταν απέναντι και περιμέναμε. Πραγματικά, σε λίγο ακούσαμε δυνατές γυναικείες φωνές. Στο διπλανό δωμάτιο έμενε μόνη της μια κυρία και ο γέρος, μπαίνοντας ανύποπτος, τη βρήκε μισόγυμνη. Στις φωνές της τα έχασε και δεν ήξερε τι να πει. Από όλες τις πόρτες βγήκαν οι ένοικοι απορημένοι. Ο φουκαράς ο γέρος βγήκε κατακόκκινος και συγχυσμένος στο διάδρομο, όπου όμως τον περίμενε εξαγριωμένη η γυναίκα του.

«Την έκανες πάλι τη βρομιά σου, γερο-μουρντάρη», άρχισε τον εξάψαλμο.

Ο καημένος ο γέρος, που τον έπνιγε το δίκιο του, κόντεψε να σκάσει από το κακό του. Κατακόκκινος μπήκε στο δωμάτιό του, συνοδευόμενος από τη γυναίκα του και για πολλήν ώρα ακούγαμε τον καβγά τους.

* Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Επτά ευτυχισμένα καλοκαίρια».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey