Τα υπαρκτά διλήμματα θα επηρεάσουν και την «ετυμηγορία» της κάλπης

17/09/2022 - 10:00 Ενημερώθηκε 17/09/2022 - 16:11

Μετά τη συνέντευξη Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, με τα όσα ξεκαθάρισε, απαντώντας σε ερωτήματα που απασχολούσαν το τελευταίο διάστημα το πολιτικό ρεπορτάζ και διέρρεαν ως πιθανά σενάρια που «σκέπτεται» η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ξέρουμε ότι: δεν θα αλλάξει ο εκλογικός νόμος, δεν θα έχουμε εκλογές το φθινόπωρο, αφού τις προσδιόρισε στο τέλος της κυβερνητικής θητείας και (πιθανόν) να μην έχουμε ούτε ανασχηματισμό. Κυρίως όμως ξέρουμε από τώρα, το αργότερο οκτώ μήνες πριν από τις πρώτες κάλπες, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, το δίλημμα που θέτει ο Πρωθυπουργός για τις πρώτες εκλογές, οι οποίες θα γίνουν με απλή αναλογική. Και το δίλημμα αν και είναι απλό, έχει την πολιτική βαρύτητα για να βάλει σε προβληματισμό το εκλογικό σώμα να αποφασίσει, προτάσσοντας αυτό: Μητσοτάκης ή Τσίπρας. Είτε με την απλή αναλογική της πρώτης κάλπης, είτε με ενισχυμένη, της δεύτερης κάλπης που «επενδύει» πολιτικά το κυβερνών κόμμα στοχεύοντας την αυτοδυναμία. Η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι εξεπλάγησαν όταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, επικαλούμενος τα αριθμητικά δεδομένα που μπορούν να προκύψουν, είπε ότι ο βασικός πολιτικός του αντίπαλος, ο κ. Τσίπρας, μπορεί να γίνει Πρωθυπουργός από τις κάλπες της απλής αναλογικής ως επικεφαλής μιας συμμαχίας διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων, την οποία ωστόσο χαρακτήρισε ότι θα πρόκειται για «πολιτική τερατογένεση», ακόμη και αν η ΝΔ είναι πρώτο κόμμα με σημαντική διαφορά. «Θέλω να γνωρίζουν οι έλληνες πολίτες, σημείωσε με νόημα, ότι μετά την πρώτη κάλπη υπάρχει πιθανότητα συγκρότησης κυβέρνησης με Πρωθυπουργό τον κ. Τσίπρα, με τη στήριξη του κ. Ανδρουλάκη, με τη συμμετοχή του κ. Βαρουφάκη και με τη στήριξη ή ανοχή του κ. Κουτσούμπα», είπε ο κ. Μητσοτάκης. Και πράγματι ένα τέτοιο ενδεχόμενο «θεωρητικά» πάντα, με βάση τα πιθανά αριθμητικά δεδομένα, είναι υπαρκτό, το ερώτημα είναι αν και πολιτικά υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο , με βάση τις θέσεις και τις δημόσιες αναφορές των κομμάτων. Και εδώ τα πράγματα μάλλον «θολώνουν», αφού πέρα από την πιθανή σύμπλευση Τσίπρα -Βαρουφάκη, οι άλλοι δυο, «θεωρητικά» πάντα, συμπράττοντες σε μια τέτοια συνεργασία, δύσκολα θα συναινέσουν. Παρότι ο κ. Μητσοτάκης εξέφρασε την άποψη ότι ο κ. Ανδρουλάκης βρίσκεται κοντά στον κ. Τσίπρα, κάτι που ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ διαψεύδει, το πραγματικό πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση δεν είναι ούτε η παράκαμψη του πρώτου κόμματος (αν αυτό είναι η ΝΔ, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις), ούτε η δυσκολία της επίτευξης ενός ποσοστού κοντά στο 47% για να έχουν όλα μαζί τα κόμματα αυτά 151 βουλευτές. Είναι η σαφής και δηλωμένη άρνηση του ΚΚΕ να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ. 

Το γεγονός λοιπόν ότι ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο «απίθανο», με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις, αυτό σενάριο, είχε τη σκοπιμότητά του και δεν ήταν άλλη από το να προβληματίσει και να «ταρακουνήσει» το κομμάτι εκείνο του εκλογικού σώματος, που κινείται πολιτικά στον λεγόμενο «κεντρώο» χώρο, που δεν θέλει σε καμιά περίπτωση, επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, παρά το γεγονός ότι έχει τις ενστάσεις και τις απογοητεύσεις της από τη σημερινή. Το δίλημμα λοιπόν «Μητσοτάκης ή Τσίπρας», ενδεχομένως σε αυτό το ακροατήριο και να λειτουργεί και δεν αποκλείεται και να «αποτυπωθεί» και στις κάλπες, αποτρέποντας την «χαλαρή» ψήφο στην πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής και καθιστώντας πιο διλημματική την επιλογή στην δεύτερη, αφού πέρα από την εκλογή των βουλευτών, που αυτή τη φορά θα αναδειχθούν με λίστα, το διακύβευμα για το ποια κυβέρνηση θα προκύψει είναι σίγουρα πιο πιεστικό και θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις επιλογές του εκλογικού σώματος. Στον αντίποδα των κυβερνητικών αυτών διλημμάτων ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει τα δικά του, προβάλλοντας τη δική του πρόταση, που εστιάζεται στο «προοδευτική κυβέρνηση ή Μητσοτάκης». Και ενώ η προσπάθεια της αξιωματικής κυβέρνησης συστηματικά εδώ και καιρό και εσχάτως πολύ περισσότερο, εκμεταλλευόμενη και την υπόθεση των υποκλοπών, προσπαθεί να «αποδομήσει» πολιτικά το πρόσωπο του πρωθυπουργού, που αποτελεί τον ισχυρότερο παράγοντα της «αντιπέρας όχθης», εξακολουθεί να παραμένει «θολό» το τοπίο σε ότι αφορά την «προοδευτική κυβέρνηση», παρά τα σαφή βήματα προσέγγισης και κοινής πλεύσης που υπήρξαν το τελευταίο διάστημα με το ΠΑΣΟΚ, λόγω των ...υποκλοπών. Και αυτό γιατί το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να κρατά αποστάσεις και να μη θέλει, ακόμη και για την υπόθεση των υποκλοπών που αφορά άμεσα τον πρόεδρο του, να ταυτιστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, που επιδιώκει εμφανώς να την εκμεταλλευτεί πολιτικά και να την «καπελώσει»! 

Το γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί σε κάθε ευκαιρία και από κάθε δημόσιο βήμα, να υποστηρίζει ότι δεν θα δεχθεί να είναι πρωθυπουργός ούτε ο Τσίπρας , ούτε ο Μητσοτάκης -με τον οποίο έκοψε κάθετα κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας μετά την παρακολούθησή του από την εποπτευόμενη από το Μαξίμου ΕΥΠ- αποδεικνύει ότι η κατά ΣΥΡΙΖΑ «προοδευτική κυβέρνηση» παραμένει έωλη, όπως και η εκδοχή του σεναρίου της κυβερνητικής συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ που το προηγούμενο διάστημα-πριν «σκάσει η υπόθεση με τις υποκλοπές- «έπαιζε» ως το πιο πιθανό ενδεχόμενο, στην περίπτωση που και η δεύτερη κάλπη δεν έδινε αυτοδυναμία στη ΝΔ, που οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ως πρώτο κόμμα στις επικείμενες εκλογές. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν , άλλωστε το υπαινίχθηκε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη πρόσφατη συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ, ότι η υπόθεση των υποκλοπών, πέρα από τις άλλες σοβαρές παρενέργειες, ήρθε «κουτί» στο ΠΑΣΟΚ για να απαλλαγεί από το «πρέσινγκ» για συνεργασία με τη ΝΔ στην περίπτωση που αυτό υπαγόρευαν οι κάλπες. Αν αυτή είναι προειλημμένη απόφαση για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, που η υπόθεση των υποκλοπών την ενισχύει, δεν είναι η ώρα τώρα, που οι εξελίξεις είναι «εν θερμώ», για να βγουν τα τελικά συμπεράσματα για το τι μέλλει γενέσθαι. Θα πρέπει να καταλαγιάσει ο ...κουρνιαχτός αυτών των ημερών , για να φανεί τι πραγματικά «παίζεται». Το βέβαιο είναι ότι τα διλήμματα, με τον έναν ή άλλον τρόπο- και από όλες τις πλευρές- όσο πλησιάζουμε προς τις κάλπες θα τεθούν στο εκλογικό σώμα, το οποίο θα κληθεί να πάρει θέση, με τη ψήφο του και να επιλέξει τι προτιμά. Το κυβερνών κόμμα θέλοντας να «ποντάρει» για άλλη μια φορά στο αντισύριζα ρεύμα που έχει διαμορφωθεί σε ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος, που άλλωστε συνέβαλλε να αναδειχθεί ο Μητσοτάκης πρωθυπουργός, προτάσσει το δίλημμα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας», εκτιμώντας ότι οι αρνητικές μνήμες από την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακόμη νωπές για ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας, που μπορεί με τις επιλογές του να κρίνει και το εκλογικό αποτέλεσμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μεριά του αντιπαραβάλλει την «προοδευτική κυβέρνηση» με τον Μητσοτάκη, τον οποίο θεωρεί ότι βρίσκεται σε αποδρομή και το ΠΑΣΟΚ με την προχθεσινή τοποθέτηση του προέδρου του Ν. Ανδρουλάκη από το βήμα της ΔΕΘ έθεσε το δικό του δίλημμα: «δημοκρατική διακυβέρνηση ή ανοχή στον καθεστωτισμό». 

Προφανώς και τα τρία κόμματα που έχουν διαχειριστεί εξουσία, θέλουν να έχουν το καλύτερο αποτέλεσμα στις κάλπες, σύμφωνα με τους στόχους και τις προτεραιότητες τους. Ομως δεν χωρεί καμιά αμφιβολία , με δεδομένο ότι οι εκλογές πέρα από την ανάδειξη των βουλευτών, αναδεικνύουν και κυβέρνηση, που σημαίνει και πρωθυπουργό, το δίλημμα «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» εκ των πραγμάτων θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις επιλογές του κόσμου -ως οι κύριοι διεκδικητές- αν όχι στο σύνολο του, σε ένα κρίσιμο κομμάτι του εκλογικού σώματος, που από τις τελικές επιλογές του, που ενδεχομένως δεν ταυτίζονται και πολιτικά, θα κρίνει και το αποτέλεσμα. Και καλά να προκύψει αυτοδυναμία, αν όμως δεν συμβεί , και αυτό το ενδεχόμενο το δυσκολεύουν όπως φαίνεται οι τελευταίες εξελίξεις, τότε θα κληθούν όλοι να πάρουν θέση, γιατί σε τέτοιους «χαλεπούς» καιρούς η πολιτική αστάθεια και η ακυβερνησία δεν ενδείκνυνται. Και όταν έχει προηγηθεί και η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος, τότε και οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις θα κληθούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Και επειδή, κακά τα ψέματα, το ΠΑΣΟΚ είναι εκείνο , που κατά πάσα πιθανότητα θα κληθεί να λύσει το «γόρδιο δεσμό», ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη, το ...μπαλάκι δεν θα το αποφύγει. Δεν είναι καθόλου τυχαία άλλωστε και η απάντηση του Ανδρουλάκη σε σχετική ερώτηση στη συνέντευξή του στη ΔΕΘ για τα περί συνεργασιών και της επόμενης μέρας. «Είναι προφανές, τόνισε, ότι όλα θα διαμορφωθούν με την ψήφο του λαού. Θα επιλέξουμε με βάση τα ποσοστά. Αν πάρουμε ισχυρή εντολή θα βάλουμε άλλα πράγματα στο τραπέζι. Δεν θα επιλέξω εγώ ποιος θα είναι πρωθυπουργός. Ο λαός θα επιλέξει. Ας περιμένουμε.» Για να σημειώσει στη συνέχεια «θέλουμε ανοιχτό διάλογο, όχι την προβοκάτσια. Δίνω μάχη στο προσκήνιο. Συμφωνίες στο παρασκήνιο με κανένα. Όλα στο φως της ημέρας και πάντα με προγραμματικούς όρους». Κάνοντας σαφές, έχοντας και την πρότερα εμπειρία, από συνεργασία που κλήθηκε το κόμμα του να συμμετέχει, ότι οι προγραμματικές δεσμεύσεις και συμφωνίες αποτελούν όρο για την όποια συνεργασία. Όσο για το ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός έχει τη σημασία του ότι διευκρίνισε, διαφοροποιούμενος από παλιότερο αφήγημα του, ότι «ο λαός θα αποφασίσει». Ενώ η αναφορά του ότι «οι εξελίξεις είναι μπροστά» επιβεβαιώνει ότι όλα θα κριθούν σε βάθος χρόνου και από τις εξελίξεις σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα που θα διαμορφώσουν και το πολιτικό κλίμα εν όψει των επικείμενων αναμετρήσεων. Ας μη σπεύδουν λοιπόν κάποιοι να βγάλουν από τώρα βιαστικά συμπεράσματα και πορίσματα όταν δεν ξέρουμε τι θα συμβεί μέχρι το τέλος που θα γίνουν και οι εκλογές. Υπομονή και ψυχραιμία!  

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey