ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ (COVID-19)

13/02/2021 - 17:04 Ενημερώθηκε 12/02/2021 - 16:31

Γράφει ο Βαγγέλης Γδοντέλης

Ήδη συμπληρώνεται ένα έτος από την εμφάνιση της πανδημίας του νέου κορονοϊού σ’ όλη σχεδόν τη γη και στη χώρα μας. Καμιά άλλη πανδημία από αυτές που μέχρι τώρα ενέσκηψαν στην ανθρωπότητα δεν είχε τόση διάδοση σ’ όλα τα πλάτη και μήκη της γης όσο η τωρινή λόγω της παγκοσμιοποίησης. Βέβαια οι ανθρώπινες απώλειες σε παλαιές επιδημίες ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι σήμερα η ιατρική και η τεχνολογία έχουν τα μέσα να αντιμετωπίσουν τη νόσο με τα μέτρα προστασίας, τη νοσηλεία, τα φάρμακα και περισσότερο με το εμβόλιο. Από το Δεκέμβριο του 2019, από την εμφάνιση της νόσου στην Κίνα, με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό η πανδημία μονοπωλεί την ενημέρωση του κόσμου από τα Μ.Μ.Ε., τη συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων, το ενδιαφέρον όλων. Χρησιμοποιείται ένα ειδικό λεξιλόγιο, και μ’ αυτό θα ασχοληθούμε στο άρθρο αυτό.

Με το ένα συνθετικό από την αρχαιοελληνική λέξη «δήμος» έχουμε τρεις λέξεις που αναφέρονται στην ονομασία των μολυσματικών ασθενειών. Είναι η επιδημία που δηλώνει μια μολυσματική νόσο σε μεγάλο αριθμό ατόμων μιας περιοχής, η πανδημία που δηλώνει την εξάπλωση της μολυσματικής νόσου στο σύνολο του πληθυσμού της περιοχής, και η ενδημία, που είναι η σταθερή παρουσία μιας λοιμώδους νόσου σε μια συγκεκριμένη περιοχή και με συγκεκριμένο αίτιο, όπως η ελονοσία. Ο αντίστοιχος κλάδος της ιατρικής έχει λάβει το όνομά του από τον όρο επιδημία και έτσι, έχουμε την επιδημιολογία και τον ιατρό επιδημιολόγο. Όμως σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου η λέξη πανδημία είναι αυτή που έδωσε το όνομα της μολυσματικής νόσου (pandemic κ.λπ.). Η λέξη λοίμωξη (και ο ιατρός λοιμωξιολόγος) παράγεται από το αρχαίο ρήμα λοιμώττω ή λοιμώσσω και αυτό από τη λέξη λοιμός, που σήμαινε τη μεταδοτική και θανατηφόρο νόσο και κυρίως την πανώλη (πανούκλα), όπως ο μεγάλος λοιμός των Αθηνών τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Λοίμωξη είναι η εισβολή στον ανθρώπινο οργανισμό παθογόνων μικροβίων, σήμερα και ιών.

Η λέξη κορονοϊός είναι σύνθετη από το κορόνα και ιός. Η λέξη κορόνα έχει την αφετηρία της από την αρχαιοελληνική λέξη κορώνη, που είναι είδος κόρακος, η κουρούνα, αλλά σημαίνει και κάτι το κυρτό και καμπύλο, όπως το ράμφος του κόρακα. Τη λέξη την πήραν οι Ρωμαίοι και έτσι έχουμε τη λατινική λέξη corona, που σημαίνει το στέμμα, το στεφάνι, που σχετίζεται με τη δεύτερη σημασία της αρχαίας λέξης «κορώνη» (λόγω κυρτότητας και καμπυλότητας). Από τη λατινική γλώσσα τη λέξη την πήραν οι λατινογενείς και άλλες γλώσσες και επέστρεψε στην ελληνική ως κορόνα. Έτσι η σημερινή λέξη κορόνα είναι αντιδάνειο, δηλαδή ξεκίνησε από την ελληνική, την πήραν ξένες γλώσσες, και από εκεί ξαναγύρισε σε μας.

Η λέξη ιός της αρχαίας ελληνικής σημαίνει το βέλος, αλλά και το δηλητήριο. Οι δύο αυτές σημασίες δημιουργήθηκαν από διαφορετική προέλευση της λέξης. Με τη σημασία του δηλητηρίου, με την οποία την έχουμε στον κορονοϊό, είναι ομόρριζη με τη λατινική virus, που σημαίνει κι αυτή δηλητήριο. Από τη σύνθεση των λέξεων κορόνα και ιός εμείς έχουμε τη λέξη κορονοϊός, και από τη σύνθεση των λέξεων corona και virus, τη λέξη coronavirus, που είναι ακριβώς αντίστοιχη της νεοελληνικής, και σήμερα είναι η διεθνής λέξη για δήλωση του συγκεκριμένου τύπου του ιού. Ο ιός της σημερινής πανδημίας Covid-19, όπως και οι άλλοι ιοί της κατηγορίας αυτής (ιοί είναι ακύτταρα μικροσωμάτια που αποτελούνται από ένα τμήμα DNA ή RNA και ένα πρωτεϊνικό περίβλημα), πήραν το όνομα τους λόγω του σχήματος που μοιάζει με κορόνα, όπως το βλέπουμε στη γραφική απεικόνιση στο δέκτη της τηλεόρασης ή στα έντυπα.

Η γραφή που χρησιμοποιούν  μερικοί «κοροναϊός» δεν είναι ορθή, γιατί στη σύνθεση των λέξεων το «α» της κατάληξης των θηλυκών αποβάλλεται και στη θέση μπαίνει το συνδετικό φωνήεν «ο» (άμαξα αλλά αμαξοστάσιο, γλώσσα αλλά γλωσσολόγος, θάλασσα αλλά θαλασσόπληκτος κ.λπ.). Κι ακόμη θα ήταν ίσως ορθότερο να γραφόταν η λέξη κορωνοϊός με «ω» από το αρχαίο κορώνη, όμως συνηθέστερα γράφεται κορονοϊός από το αντιδάνειο (κορόνα).

Οι λέξεις συνωστισμός και συγχρωτισμός χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση μεταξύ τους και χωρίς να γίνεται κατανοητή από τους πολλούς η διαφορετική προέλευσήτους και η ακριβής σημασία τους. Η λέξη συνωστισμός (από το ρήμα συνωστίζομαι) ξεκινά από το θέμα του ρήματος «ωθώ» που σημαίνει σπρώχνω και ομόρριζες λέξεις είναι η ώθηση και η συνώνυμή της ώση (από την οποία οι λέξεις άνωση, έξωση, άπωση), το επίθετο ωστικός («το ωστικό κύμα» από την έκρηξη βομβών) και η λέξη ώσμωση, που είναι λέξη της χημείας με τη σημασία της διάχυσης των μορίων ενός καταλύτη, αλλά και μεταφορικά δηλώνει την αλληλεπίδραση και αφομοίωση σε απόψεις, πολιτισμούς κ.λπ. Συνωστισμός, επομένως, είναι η συνεύρεση πολλών ανθρώπων που σπρώχνουν και πιέζουν ο ένας τον άλλον, όπως π.χ. στο μετρό.

Η λέξη συγχρωτισμός (από το ρήμα συγχρωτίζομαι) έχει την αφετηρία από το θέμα χρω- της αρχαιοελληνικής λέξης χρώς-χρωτός, που σημαίνει την επιφάνεια του ανθρωπίνου σώματος, το δέρμα. Εμείς της τρίτης ηλικίας θυμόμαστε το κούρεμα της κεφαλής «εν χρω» που επέβαλλε το σχολείο και σημαίνει το κόψιμο των τριχών στη ρίζα τους, στο ίδιο επίπεδο με το δέρμα, με ψιλή μηχανή. Επομένως, συγχρωτισμός είναι η πολύ στενή επαφή και συναναστροφή, χωρίς πια να εννοείται η δερματική επαφή, που ετυμολογικά μόνο υπάρχει.

Από το ίδιο θέμα χρω- και το επίθημα/παραγωγική κατάληξη -μα (σχήμα, τμήμα, γράμμα…) έχουμε τη λέξη χρώμα, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά το οπτικό φαινόμενο, που δημιουργείται πάνω στη επιφάνεια των αντικειμένων (στο δέρμα τους!), όταν πέσει πάνω τους φως, φυσικό ή τεχνητό. Έτσι βλέπουμε κόκκινο, πράσινο κ.λπ. Στο σκοτάδι δεν βλέπουμε χρώματα.

Το εμβόλιο είναι υποκοριστικό του αρχαίου «έμβολον», από το θέμα βολ- του ρήματος βάλλω, που στην αρχαία ελληνική σημαίνει ρίχνω, χτυπώ. Το «έμβολον» στους αρχαίους ήταν κάτι το αιχμηρό, οξύ, που εμβάλλεται, εισάγεται κάπου, και με αυτή τη σημασία έχουμε το έμβολο της πλώρης των παλαιών πολεμικών πλοίων, την πανίσχυρη μεταλλική προεξοχή για εμβολισμό των εχθρικών σκαφών. Εμβόλιο είναι συγκεκριμένο θεραπευτικό παρασκεύασμα που εισάγεται στο σώμα για πρόληψη μολυσματικής ασθένειας, αλλά δηλώνει και την εισαγωγή, έγχυση του παρασκευάσματος αυτού. Η συνώνυμη λέξη ένεση (από το αρχαίο «ένεσις» και αυτό από το ρήμα ενίημι που σημαίνει εμβάλλω, ρίχνω μέσα, εγχέω) έχει γενικότερη σημασία δηλώνοντας την έγχυση οποιουδήποτε θεραπευτικού υγρού παρασκευάσματος στον οργανισμό μας, αλλά και το ίδιο το παρασκεύασμα.

Από τη λέξη εμβόλιον προήλθε το μπόλι της δημοτικής με σίγηση του αρχικού άτονου ε, την αποκοπή του καταληκτικού -ον των ουδετέρων (παιδίον> παιδί, ποτήριον> ποτήρι) και την τροπή του συμπλέγματος μβ και μπ (όπως εμβαίνω> μπαίνω). Η λέξη μπόλι χρησιμοποιείται και αντί της λέξης εμβόλιο αλλά κυρίως για να δηλωθεί το μικρό στέλεχος φυτού με μάτια (οφθαλμούς), που εμφυτεύεται πάνω σε συγγενικό φυτό, για να δώσει νέο φυτό. Σημασιολογικά η ίδια διαδικασία γίνεται με το εμβόλιο στον άνθρωπο και το μπόλι στα φυτά και έχουμε και τις αντίστοιχες λέξεις, εμβολιάζω-εμβολιασμός, μπολιάζω-μπόλιασμα.

Ας μου επιτραπεί να αναφέρω την παλαιά βατσίνα, που ήταν είδος εμβολιασμού κατά της ευλογιάς και επίσημα λεγόταν δαμαλισμός. Σ’ ένα σημείο του χεριού γινόταν απόξεση με αιχμηρό όργανο και επάλειψη με το θεραπευτικό παρασκεύασμα. Υπήρχαν συνήθεις παρενέργειες, πόνος και πυρετός. Στο σημείο που γινόταν η βατσίνα έμενε για πολλά χρόνια μια ουλή. Η λέξη βατσίνα έχει ιταλική προέλευση (vaccina) από τη λατινική λέξη vacca (η αγελάδα).

Η λέξη μάσκα είναι το κάλυμμα, με το οποίο καλύπτουμε μέρος ή ολόκληρο το πρόσωπο ανάλογα με το λόγο που την χρησιμοποιούμε. Οι ληστές, οι μεταμφιεζόμενοι κατά τις Απόκριες, οι ηθοποιοί στο θέατρο, οι πρωτόγονοι λαοί στις τελετές τους έχουν ολοπρόσωπη μάσκα. Οι γιατροί και οι προστατευόμενοι από μικρόβια, ιούς και δηλητηριώδη αέρια καλύπτουν μέρος του προσώπου. Η λέξη μάσκα στη γλώσσα μας ήλθε από την ιταλική (masca), η ιταλική την πήρε από τη λατινική (masca, η μάγισσα, το φάντασμα), η λατινική από την αμάρτυρη-υποθετική λέξη basca (υπάρχουν και τέτοιες λέξεις στη γλωσσολογία) και αυτή προήλθε από το ρήμα «βάσκω» (κακολογώ, λέγω) που το αναφέρει στο Λεξικό του ο λεξικογράφος του 5ουμ.Χ. αιώνα Ησύχιος, που είχε συλλέξει σπάνιες και περίεργες λέξεις. Είναι λοιπόν στη γλώσσα μας αντιδάνειο.

Η λέξη κρούσμα από την αρχαιοελληνική κρούμα (που σημαίνει χτύπημα από το ρήμα κρούω) σήμερα δηλώνει στην ιατρική το φαινόμενο της εκδήλωσης συμπτωμάτων από προσβολή μολυσματικής νόσου.

Τέλος έχουμε τη λέξη καραντίνα που δεν είναι ελληνική, αλλά απόδοση του ιταλικού quarantina, που προήλθε από τη γαλλική λέξη quarantaine και αυτή από την ονομασία του αριθμού 40 (quarant). Στο Μεσαίωνα και αργότερα, κυρίως στην Ιταλία, τα πλοία που κατέπλεαν στα λιμάνια, όταν τα πληρώματα τους θεωρούνταν ύποπτα για μολυσματική νόσο, παρέμεναν σε απομόνωση 40 μέρες έξω από το λιμάνι. Η περίοδος αυτή των 40 ημερών ονομάστηκε quarantina. Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται ευρύτατα και δηλώνει την απομόνωση ατόμων, πόλεων, περιοχών, πλοίων, ζώων (προβάτων, βοοειδών κ.λπ.), όταν έχουν προσβληθεί από μολυσματική νόσο. Φυσικά οι μέρες της καραντίνας δεν είναι 40, αλλά όσες κατά περίπτωση ορίζουν οι ειδικοί.

Ευχαριστώ τους αναγνώστες του παρόντος άρθρου που διάβασαν τα λεπτομερειακά αυτά στοιχεία σχετικά με τις λέξεις που κάθε μέρα ακούμε και λέμε λόγω της πανδημίας, με την ευχή τους προσεχείς μήνες να απαλλαγούμε από την πρωτοφανή και εντελώς απρόβλεπτη μάστιγα που μας βρήκε και να εκλείψουν πια από το καθημερινό μας λεξιλόγιο αυτές οι λέξεις και να μείνουν ως θλιβερή ανάμνηση της δοκιμασίας που περάσαμε. Ευτυχώς τώρα υπάρχει το εμβόλιο, το κάθε θαυμασμού άξιο αυτό επίτευγμα της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Βούλα 24/1/2021

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΔΟΝΤΕΛΗΣ

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey