Με αφορμή της «επέτειο» του σεισμού στη Βρίσα

Στη μνήμη της Στρατούλας

19/06/2021 - 15:59 Ενημερώθηκε 19/06/2021 - 16:09

΄Ηταν εκεί μέσ' στο σοκάκι με τις τσουκνίδες και τις μολόχες

που μεγαλώναμε παίζοντας,

με το "έβγα τσουκνίδα έμπα μολόχα" που λέγαμε τρίβοντας

τα πονεμένα πόδια μας όταν μας τσιμπούσαν.

Με τις ανοιχτές ολοκόκκινες παπαρούνες

και τις άλλες που ήταν μπουμπούκια ακόμα

και τις κάναμε ανοίγοντας τες να μοιάζουν με κυρίες

με μακρυά τουαλέτα και πράσινη ριχτή μπέρτα.

'Ηταν τα χαμομηλάκια που μοσχομύριζαν και οι ασπρολουλούδες,

το "μ' αγαπά δεν μ' αγαπά" ξεφυλλίζοντας τες

και οι συμβουλές των μαμάδων μας: Προσέχετε τα φίδια.

Ήταν του Σφούνη ο μπαξές με τον θόρυβο του νερού

που έτρεχε στην χαβούζα,

με τα καλάμια, τα δέντρα και τα μπαξαβανκά,

το γαϊδουράκι στο μαγγανοπήγαδο

το κουάξ κουάξ των βατράχων.

Η κυρά Ασπασία που μας μάλωνε όταν της κόβαμε τα σύκα.

Τα παιχνίδια μας στην σκαλίτσα του μικρού σπιτιού

που ακατοίκητο περίμενε τον επόμενο ένοικό του

με το δήθεν νοικοκυριό από κομμάτια σπασμένων πιάτων

και κεραμίδια μαζεμένα από τα χαλάσματα.

Οι μπίλιες, οι ψήφες και τα δεσπίχια,

η χαλάκαρια, ο γύρος και η σφιντιγόνα,

το μπιλαράκ, οι πθαμές και τα βόλια,

τα σπασμένα γόνατα και κεφάλια

από τις πέτρες που πετάγαμε ο ένας στον άλλο.

Είμαστε εμείς που χωρίς κανένα φόβο και ντροπή

κατεβάζαμε το βρακί μας και κατουράγαμε στο χώμα

για να μην γυρίσουμε σπίτι και σταματήσουμε το παιχνίδι.

Ήταν η Αγία Μαρίνα, το εκκλησάκι με την πλατεία του,

το πηγάδι στης Πιρπιρίδαινας το σπίτι μπροστά,

ο μεγάλος πλάτανος με τις κούνιες την Πρωτομαγιά

τα πουλιά και τις γάτες που σκαρφαλώναν πάνω του.

'Ηταν οι φωνές μας, τα γέλια και τα παιχνίδια μας,

οι τσακωμοί μας, οι αγάπες και οι φιλίες μας.

Ο φούρνος του Ιππιώτη με το ζεστό ψωμί

και τα μοσχομυριστά σημίτια,

η κοντούλα και πεταχτή γυναικούλα του

το αγαθό Μυρσινάκι με την χρυσή καρδιά.

Αυτή που δεν ήξερε να διαβάζει το ρολόι

αλλά μας κέρναγε κουλουράκια

όταν πηγαίναμε από κει για να την πειράξουμε

ρωτώντας πονηρά: -Ω θειά Μυρσινιώ πήγι δώδικα;

Και κείνη απαντούσε σοβαρά σοβαρά:

"Εμ να...δε θάνι δώδικα και...άντι, δώδικα παρά";

'Ηταν η γιαγιά μου, η Τακτικούδαινα και οι Χρυσούδαινες

με τα αγιοτκά, τα κεριά και τα λιβάνια τους

ο μπάρμπα Τόντορας ο πρόσφυγας από την Ανατολή,

η Αγγέλα με το τρανταχτό γέλιο.

Η καμπουρίτσα θειά Βενετία με την κατσικούλα της.

Ήμουν εγώ, η Στρατούλα, η Χρύσα και ο Μανώλης,

ο Βασίλης, η Δέσποινα, η Φωτεινή

ο Λάκης και ο Θοδωρής μας,

η μικρή Ρηνούλα με το γλυκό χαμόγελο.

Ήταν τα όμορφα παιδικά μας χρόνια.

Τώρα το πουλόβερ ξηλώνεται χωρίς σταματημό.

Έφυγε ο Βασίλης με την μεγάλη καρδιά που τον πρόδωσε,

το αγιόπαιδο ο Θοδωρής,

η όμορφη Φωτεινή με το νάζι και το κέφι για ζωή.

Χθες έφυγε και η Στρατούλα της κυρα-Αγγέλας η μοναχοκόρη.

Και μένουμε εμείς όλο και φτωχότεροι με τις θύμισες.

Θύμισες που ο σεισμός και η καταστροφή του χωριού

τις κάνει πιο δυνατές, πιο έντονες.

Θύμισες που πονάνε.

Κατερίνα Γραγουδά

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey