Τα «Κόκκινα Φανάρια» του χθες και του σήμερα

01/07/2012 - 05:56
Τις προηγούμενες ημέρες το Θεατρικό Εργαστήρι του Δήμου Μυτιλήνης παρουσίασε στο θεατρόφιλο κοινό το έργο του σπουδαίου και αδίκως ξεχασμένου Λέσβιου θεατράνθρωπου Αλέκου Γαλανού «Τα κόκκινα φανάρια».
«Φόβος και τρόμος στα “κόκκινα φανάρια”
Ιδιάζουσες και πρωτόγνωρες διαστάσεις προσλαμβάνει πλέον η εγκληματικότητα στην Ελλάδα και κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Το τελευταίο διάστημα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, οι ληστείες στα σπίτια του αγοραίου έρωτα που τρέχουν πλέον και δεν φτάνουν από τα αλλεπάλληλα κρούσματα. Σε πρόσφατη περίπτωση μάλιστα οι δράστες μαχαίρωσαν τον μπράβο που είχε προσληφθεί στο “σπίτι” προκειμένου να παρέχει “προστασία” και να δίνει σιγουριά στις “πεταλούδες” του έρωτα.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων πάντως τα περιστατικά δεν καταγγέλλονται στην Αστυνομία, γιατί οι εργαζόμενοι στα εν λόγω σπίτια δεν διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα και κινδυνεύουν να οδηγηθούν στο Αυτόφωρο.»

(Από τον ημερήσιο Τύπο, 14/3/2011)

Τις προηγούμενες ημέρες το Θεατρικό Εργαστήρι του Δήμου Μυτιλήνης παρουσίασε στο θεατρόφιλο κοινό το έργο του σπουδαίου και αδίκως ξεχασμένου Λέσβιου θεατράνθρωπου Αλέκου Γαλανού «Τα κόκκινα φανάρια». Το έργο ανέβηκε στο σανίδι για πρώτη φορά το 1962 και την ίδια χρονιά γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία (Σκηνοθεσία: Βασίλης Γεωργιάδης), φτάνοντας μάλιστα μέχρι το Φεστιβάλ Καννών και διεκδικώντας Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Στα 50 χρόνια που έχουν περάσει μέχρι σήμερα παίχθηκε δεκάδες φορές από επαγγελματικούς θιάσους και ερασιτεχνικές ομάδες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, γνωρίζοντας καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σ’ έναν οίκο ανοχής της Τρούμπας τις τελευταίες ημέρες πριν καταργηθεί με νόμο η ομαδική πορνεία, στα μέσα της δεκαετίας τού ’50. Ο συγγραφέας παρουσιάζει ένα κομμάτι πραγματικής ζωής, την εικόνα του τέλους μιας εποχής, την τρυφερή και συνάμα σκληρή ιστορία των γυναικών που ζουν και δουλεύουν στο σπίτι τής Μαντάμ Παρή. Βέβαια, στο μισό αιώνα που μεσολάβησε και παρά τους πολλούς και ποικίλους νόμους, η απεχθής πορνεία δεν εξαλείφθηκε, οι «πατρόνες», οι «νταβατζήδες», δεν εξαφανίστηκαν αλλά αντιθέτως εξελίχθηκαν, εκμοντερνίστηκαν και μετατράπηκαν σε φοβερά και αδίστακτα κυκλώματα σωματεμπορίας και εκμετάλλευσης γυναικών με πλοκάμια στον κρατικό μηχανισμό και στον υπόκοσμο, με διακρατικές διασυνδέσεις με τζίρους εκατομμυρίων δραχμών ή ευρώ.
Είναι τόσο πιο σύνθετο, πιο στυγνό, πιο απάνθρωπο το θέμα της πορνείας σήμερα, που τα «Κόκκινα Φανάρια» του Αλέκου Γαλανού, όσο κι αν αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του συγγραφέα, μοιάζουν σαν ένα μακρινό μελό, μια ξεπερασμένη ηθογραφία.

Οι εδώ…

Ο Παναγιώτης Μανωλάκας και η Φάνια Βαλάση που σκηνοθέτησαν το έργο, ο Γιάννης Τρουμπούνης που το έστησε σκηνογραφικά, η Λουσινέ Μελικιάν που σχεδίασε τα κοστούμια, επέλεξαν συνειδητά, όπως φάνηκε από το αποτέλεσμα, τη νατουραλιστική-ηθογραφική παρουσίαση. Τα πρόσωπα, τα πράγματα, τα γεγονότα μέσα στην εποχή τους, χωρίς υπερβολές και χωρίς τραβήγματα. Νομίζω ότι η επιλογή αυτή ήταν καθοριστική για την επιτυχία της παράστασης. Μόνο έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί και το μελό, αλλά και οι διάφορες ωραιοποιήσεις και γραφικότητες που διαπερνούν το έργο και δεν μπορούν να αποφευχθούν στη σκηνική του απόδοση.
Η παράσταση που είδαμε είχε ζωντάνια, ήταν καλά σχεδιασμένη και σκηνοθετικά καθοδηγημένη. Μια παράσταση συνόλου, από έναν πολυπληθή θίασο που έδωσε τον καλύτερό του εαυτό. Οι ερασιτέχνες έπαιζαν μαζί, χωρίς να προσπαθεί ο ένας να επισκιάσει τον άλλον. Επικοινωνούσαν σκηνικά και έπειθαν για τις σχέσεις που δημιουργούσαν στο σανίδι. Αυτή η ομαδικότητα ήταν απαραίτητη για να ζωντανέψει η εποχή του έργου, να μη φαίνεται σαν ψεύτικη και χάρτινη, στερεοτυπική και ανέμπνευστη, αλλά κυρίως για να φανούν ομοιότητες και διαφορές του χθες με το σήμερα.
Τους ρόλους ερμήνευσαν οι: Δώρα Τσαγκαρέλλη, Μαρίνη Λαμπρινού, Γιώτα Σαχανά, Νατάσσα Βαϊράμη, Κρίστι Μωραΐτου, Βάσω Χοχλάκα, Νικόλας Κουρτζής, Γιώργος Παττές, Στρατής Βλαστάρης, Ηλίας Γεωργιάδης, Βαγγέλης Ζαφειρόπουλος, Σταμάτης Κατσαμπής, Μιχάλης Σγουρέλλης, Στράτος Ταμβάκης, Κατερίνα Αϊβαλιώτου, Βίκυ Μαρμαρινού.
Ας μου επιτραπεί μια ξεχωριστή αναφορά, που δεν αναιρεί, αλλά νομίζω ότι τεκμηριώνει τις παραπάνω σκέψεις μου. Η σκηνή με τη γριά υπηρέτρια (Κρίστι Μωραΐτου) και το γέρο άντρα της (Ηλίας Γεωργιάδης), ένα γλυκόπικρο κομμάτι ζωής της εξαθλιωμένης μεταεμφυλιακής Ελλάδας, παίχθηκε με τέτοια εσωτερικότητα, πειστικότητα και ερμηνευτική δεξιοτεχνία που νίκησε το μελό και τη γραφικότητα που καραδοκούσαν έτοιμα να τη βουλιάξουν.
Πολύ καλό και το πρόγραμμα της παράστασης με τα δύο κείμενα του Γιώργου Καμβυσέλλη για τη ζωή και το έργο του Αλέκου Γαλανού.


Ένα σχόλιο για τη «Rachel Corrie»
Η παράσταση «Το όνομά μου είναι Rachel Corrie», μια συμπαραγωγή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και της εταιρείας Familia, που παρουσιάστηκε και στη Μυτιλήνη με πρωτοβουλία της 15νθήμερης εφημερίδας «Ο Πολίτης», στις 6 Απριλίου, ήταν μια θαυμάσια θεατρική εμπειρία, αλλά και ένα έναυσμα για γόνιμους προβληματισμούς, όπως:
Πώς από τα ελάχιστα υλικά μπορεί να προκύψει ένα θεατρικό κείμενο. (Το έργο είναι βασισμένο στα ημερολόγια και τα e-mails τής Rachel Corrie, που επιμελήθηκαν οι Alan Rickman και Katharine Viner και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Νάνσυ Τρικαλλίτη).
Πώς το θεατρικό αυτό κείμενο, που έχει εμφανείς ελλείψεις, μπορεί να μετασχηματιστεί σε παράσταση μέσω μιας εμπνευσμένης και οξυδερκούς σκηνοθεσίας. (Το έργο σκηνοθέτησε η Μάνια Παπαδημητρίου.)
Και, τέλος, πώς μια καταπληκτική ερμηνεία μπορεί να απογειώσει την παράσταση και να μαγέψει τους θεατές. (Στο ρόλο της Rachel Corrie, η Δήμητρα Σύρου.)

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey