Τι θεά θεέ μου!

07/09/2018 - 13:56

Φέτος επιστρέφοντας στο χωριό είπα πια να μπω από την παράκαμψη του δρόμου, λίγο πριν το Σκαλοχώρι, η οποία οδηγεί προς τη Βατούσα. Είναι ένας εξ ολοκλήρου νέος δρόμος που χαράχτηκε ως τμήμα της νέας αρτηρίας Καλλονής - Σιγρίου που παρακάμπτει τις αλλεπάλληλες κατηφορικές στροφές μετά το Σκαλοχώρι, ένα έργο με σύγχρονες προδιαγραφές. Δρόμος φαρδύς και πέρα από το οδόστρωμα ένθεν και ένθεν για την προστασία από τις κατολισθήσεις, που δυστυχώς συνέβησαν κατά τη διάρκεια του περασμένου χειμώνα σε σημεία όπου η χάραξη υπήρξε (αναγκαστικά;) στενότερη και οι πέτρες έπεσαν δίπλα στο οδόστρωμα. Επομένως παρά την άνετη διέλευσή του δρόμου μένουν ακόμη κάποιες συμπληρωματικές επεμβάσεις. Εξάλλου η κίτρινη γραμμή που διαχωρίζει το δρόμο υποδεικνύει ότι το έργο δεν ολοκληρώθηκε ακόμη και η διέλευση γίνεται με ευθύνη των οδηγών των οχημάτων.

Μπαίνω λοιπόν και με την πρώτη στροφή, πολύ πιο πάνω από τον παλιό δρόμο, ερευνητικά αρχίζω να απολαμβάνω αυτά που ξανοίγονται πλάι και εμπρός μου παρά τις συνεχείς προτροπές της συζύγου να προσέχω το τιμόνι μη και γίνει κανένα κακό.

Πολύ γρήγορα αφήνω πίσω μου τον Προφήτη Ηλία του Σκαλοχωριού, που από το σημείο αυτό απαλλαγμένος πια από τα βάρη των εμποδίων που τον κρύβουν, αναδύεται στον ορίζοντα, φρυκτωρία του κάστρου του Μολύβου, να βιγλίζει απέναντι τη βόρεια ακτή του Αδραμυττινού κόλπου πέρα ως κάτω στη Χερσόνησο της Τρωάδας και τον κάβο του Μπαμπά, που τον δέρνουν οι παγωμένες νεροσυρμές του Ελλήσποντου. Και καθώς οι στροφές του δρόμου διαδέχονται η μια την άλλη και στρίβω τον αυχένα του Κουρατσώνα για να κατηφορίσω, γρήγορα περνούν από τα μάτια μου κάτω στο βάθος δεξιά μέρος της βόρειας παραλίας της χερσονήσου του Όρδυμνου, η αρχαία Άντισσα, ο κάμπος της Άντισσας και ο Γαβαθάς.

Μια - δυο στροφές ακόμα και κάτω δεξιά μου ξανοίγεται ένα τεράστιο ανάποδο κωνοειδές που το περικλείουν βουνά και υψώματα. Βρίσκομαι να οδηγώ πάνω στη νοτιοδυτική πλευρά του πανάρχαιου κρατήρα της Βατούσας και το θέαμα που ξανοίγεται εμπρός μου, πρωτόφαντο για μένα, μεγαλοπρεπές. Απέναντί μου απλώνεται στον ορίζοντα η οροσειρά του Ρούτφα που υψώνεται μέσα στο νωχελικό νεφέλωμα του μεσημεριού και πέρα δεξιά μου στο βάθος ο Όρδυμνος, που χάρισε το όνομά του σε τούτη την άγονη χερσόνησο του νησιού, φαίνεται να στοιχίζεται πίσω από λόφους και βουνά, υπενθυμίζοντας με τη σεμνότητα του μεγαλείου και της ιεροσύνης του την παρουσία του. Ο άλλος βιγλάτορας του Αδραμυττινού.

Πιο κοντά να σου και τα χωριά μας. Κτισμένα στη δυτική όχθη του κρατήρα λαμποκοπούν με την ασπράδα των σπιτιών τους και με τις κεραμιδί αποχρώσεις της στέγης τους. Από αριστερά η ανατολική πλευρά της Βατούσας, δεξιότερα η Ρέμα, πιο πίσω τα Χίδηρα και δεξιότερα η Άντισσα. Κι αν το πέπλο της νύχτας κρύβει τούτο το μεγαλειώδες ανάγλυφο της φύσης, τα φώτα των χωριών μας τρεμοπαίζοντας δίνουν το βράδυ το στίγμα της παρουσίας τους σε μια σπάνιας ωραιότητας εικόνα.

Από αριστερά μου πάλι, από πάνω, απ’ την κορυφή του Κουρατσώνα κι ως κάτω, βαθειά στη βάση του κρατήρα που διακλαδίζεται σε ποτάμια και ρεματιές, που χάραξαν τα μονοπάτια της λάβας, κατηφορίζουν αλαλιασμένες απ’ το μελτέμι οι βαλανίδες, που έχουν εδώ το κράτος και την εξουσία. Θράσεψε τα τελευταία χρόνια τούτο το δέντρο παραμένοντας αράβδιστο, μιας κι ο καρπός του αχρηστεύτηκε, θύμα κι αυτός της μαζικής παραγωγής. Κι αυτό σαν από σιωπηλή διαμαρτυρία αυτοστειρώθηκε και μη βγάζοντας πια καρπό και τους χυμούς του, τους ξαποστέλλει στα κλαδιά και τις φυλλωσιές του αυγατίζοντας την πυκνότητα του δρυμώνα. Τι κι αν η χάραξη του δρόμου διέκοψε τη συνέχειά του, εκείνος δε φαίνεται να νοιάστηκε και πολύ.

Και εγώ, περνώντας από δω, είμαι πια κοντά στους τόπους του προαιώνιου μόχτου του ανθρώπου και νιώθω να παραβιάζω ένα άσυλο, γιατί εκεί δίπλα το βλέμμα μου ψηλαφίζει ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας. Παμπάλαιες φραγές που ορίζουν τις ιδιοκτησίες, ποτίστρες και ταΐστρες που με υποψιάζουν πως κάπου πιο μέσα υπάρχει ένα μαντρί.

Κι άθελα ο νους μου τέτοια εποχή με σπρώχνει στα παλιά και θαρρώ πώς ακούω τον ξερό κι ανελέητο χτύπημα της τέμπλας του ραβδιστή που ξετίναζε κάθε κλαδί της βαλανίδας για να πέσει στη γης ο καρπός και οι μαζώχτρες με χαχανητά και τραγούδια να τον μαζεύουν, χορτασμένες και νταβραντισμένες με λίγη ρέγκα προσφάγι. Κι ας είχαν τελέψει μόλις πριν λίγο καιρό με τα καπνά. Κι ύστερα πιάνομαι να ανασέρνω από της μνήμης μου τα ποτάμια εκείνες τις άσαρκες από το μεροδούλι σκιές προγόνων και άλλων συγχωριανών μου π’ ανέβαιναν από το χωριό ως εδώ επάνω γαϊδαροκαβαλαρία, από τα άγρια χαράματα του χειμώνα κατασκότεινα, το πολύ με ένα λαδοφάναρο ή ένα φακό, ν’ αρμέξουν για να πάνε εγκαίρως το γάλα στο τυροκομείο, την ώρα που εμείς τα σχολιαρόπαιδα ετοιμαζόμασταν για το σχολείο!

Κι αναλογίζομαι και λέω εγώ τώρα, είχαν εκείνοι οι άνθρωποι τη διάθεση και το χρόνο να αποθαυμάσουν τούτο το μεγαλειώδες τοπίο με τα ορατά γεωγραφικά του όρια. Φοβάμαι πως δεν… πρόφταιναν.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΟΥΚΑΣ

ΒΑΤΟΥΣΑ, 28/8/2018

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey