«Να υπολογίζουν οι αρμόδιοι τις πολιτιστικές ομάδες του τόπου»

01/07/2012 - 05:56
Η πρόεδρος της θεατρικής ομάδας «Άστεγοι», Αγγελική Γεωργαντά, μας μιλάει για την ενασχόληση της με το θέατρο, θίγοντας παράλληλα και θέματα που έχουν να κάνουν με τη διοργάνωση των πολιτιστικών δρωμένων της Λέσβου.
Φιλοξενούμενη στη σελίδα μας του πολιτισμού σήμερα, η επί ένα χρόνο τώρα πρόεδρος της θεατρικής ομάδας «Άστεγοι», Αγγελική Γεωργαντά. Με αφορμή την παράσταση «Η μικρή μας πόλη» της ομάδας, που από σήμερα έως και τη Δευτέρα θα παίζεται στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης, μας μιλάει για τη δική της ενασχόληση με το θέατρο, για την ομάδα που συμμετέχει, αλλά και για την παρουσία της στη Λέρο, θίγοντας παράλληλα και θέματα που έχουν να κάνουν με τη διοργάνωση των πολιτιστικών δρωμένων της Λέσβου. Ως μέλος με πολύχρονη εμπειρία, μιας από τις κυριότερες ομάδες που εκπροσωπούν το χώρο της τέχνης στο νησί, έχει άποψη.

Αγγελική, πότε άρχισες να ασχολείσαι με το θέατρο και πότε μπήκες στους «Αστέγους;»
«Με το θέατρο πρωτοασχολήθηκα το 1981, όταν ήμουν φοιτήτρια Δημόσιας Διοίκησης στην Πάντειο. Είχα μπει εκεί στη θεατρική ομάδα της Ένωσης Λέσβιων Φοιτητών. Όταν γύρισα στη Μυτιλήνη το 1986, μπήκα στο Θεατρικό Εργαστήρι του δήμου, αφού ήταν για μένα η πιο “κοντινή” ομάδα. Το 1992, όταν διαλύθηκε το Θεατρικό Εργαστήρι, κάποιοι από εμάς, όπως εγώ και ο Κώστας ο Καρατζάς, πήγαμε στους “Αστέγους”. Η πρώτη παράσταση που συμμετείχα, ήταν με το έργο του Ευγένιου Τριβιζά “Ο Χιονάνθρωπος ή Το ταξίδι του Τουρτούρη”. Ήταν ένα πολύ ωραίο παιδικό και μια πολύ ωραία παράσταση δική μας.»

Έκτοτε, από τι ρόλους και αρμοδιότητες έχεις περάσει;
«Είμαι στο συμβούλιο σχεδόν όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν ήθελα να γίνω πρόεδρος, επειδή κυρίως σκηνοθετούσα και είναι δύσκολο να συνδυαστούν αυτά τα δύο και επειδή μου άρεσε να νιώθω πως τα έργα που ανεβάζει η ομάδα είναι και δικά μου. Πρόεδρος έγινα με τις εκλογές τού 2009. Από ρόλους, μου έχει μείνει πολύ έντονα η Λυσιστράτη, η Ευαγγελία στο “Ο δρόμος περνά από μέσα”, σε σκηνοθεσία Στέλιου Χαλκιάδη, και η Ελένα, στο έργο “Αγαπητή Ελένα”, σκηνοθεσίας του Χρήστου Μαλακού. Ήταν όλοι ρόλοι που τους ξεκίνησα από την αρχή, τους δούλεψα πολύ και τους ευχαριστήθηκα. Κι αυτό το λέω γιατί ένα από τα… clue των “Αστέγων” είναι ότι κάνουμε συνέχεια αντικαταστάσεις και έτσι έχω κάνει πολλές, ακόμη και το… αγοράκι. Είναι κάτι που το κάνουμε σαν ομάδα. Υπέρ της ομάδας και του να ευχαριστηθούν όλοι αυτό που κάνουμε, υπερβαίνουμε τον εαυτό μας. Αυτό έγινε και στη Λέρο με την τωρινή παράσταση.»

Συνεχίζεις να παίζεις τώρα που είσαι πρόεδρος;
«Στις τελευταίες παραστάσεις δεν έχω παίξει. Κι αυτό γιατί παρακολουθώ παράλληλα κι ένα μεταπτυχιακό στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο για τη Διοίκηση Πολιτισμικών Ομάδων και δεν έχω πολύ χρόνο. Μέσα από αυτό το μεταπτυχιακό, πέρυσι μου συνέβη το εξής για πρώτη φορά: όσα αντιμετώπιζα τόσα χρόνια από την πλευρά του καλλιτέχνη, τα είδα ξαφνικά ως κάτι που πρέπει να δεις όλες τις πλευρές, όπως το τι θα αφήσει στο μέλλον, τι κοινό και τι ανταπόκριση έχει, αν βάζεις ένα λιθαράκι στο θέατρο ως θεσμό. Και αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα.»

Μυτιλήνη και πολιτισμός

Με τη διοίκηση στον τομέα του πολιτισμού έχεις σχέση και μέσω της δουλειάς σου, έτσι δεν είναι;

«Ναι, όταν πρωτογύρισα από την Αθήνα δούλεψα κατ’ ευθείαν στην Κ΄ Εφορεία Κλασσικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων ως διοικητική υπάλληλος, με κύριο αντικείμενο τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνέχεια μπλέχτηκα με τα οικονομικά και ασχολήθηκα κυρίως με τα έργα. Εδώ και δύο χρόνια είμαι τμηματάρχης στη 14η ΕΒΑ.»

Πόσο διευκολύνει, κατά τη γνώμη σου, το ερασιτεχνικό θέατρο η απουσία επαγγελματικού θεάτρου από μία πόλη, όπως ισχύει και στη Μυτιλήνη;
«Η Μυτιλήνη είναι μια πόλη με ιστορία στο συγκεκριμένο είδος. Από την εποχή της Λεσβιακής Άνοιξης, αλλά και με τη μεγάλη ιστορία του Αναγνωστηρίου Αγιάσου κ.λπ., έχουμε στις ρίζες μας κάτι που το μεταφέρουμε. Θεωρώ έτσι φυσιολογικότατο ότι υπάρχει άνθιση ερασιτεχνικού θεάτρου στη Λέσβο, και καλά κάνει που δεν υπάρχει επαγγελματικό. Δε θα μας βοηθούσε. Για παράδειγμα, στη Χίο, από την ώρα που δημιουργήθηκε το ΔΗΠΕΘΕ, μάλλον έγινε το αντίθετο. Έπεσε όλο το βάρος εκεί. Αυτό που τώρα λείπει και εμείς παλιότερα ευτυχήσαμε να το έχουμε, ήταν η λαϊκή επιμόρφωση που έκανε το υπουργείο Παιδείας με μεγάλους δασκάλους του θεάτρου, όπως ο Τερζόπουλος και ο Χατζάκης, ανθρώπους που σήμερα θεωρούνται κορυφές στην Ελλάδα. Τα καινούργια παιδιά μαθαίνουν ό,τι εμείς μπορούμε να μεταφέρουμε. Δεν είμαστε όμως δάσκαλοι, μπορούμε απλά να αναπαράγουμε για τον εαυτό μας ό,τι έχουμε εισπράξει. Δεν είναι εύκολο να κάνεις το δάσκαλο. Αυτό λείπει από όλα τα νησιά του Αιγαίου.»

Κατά τη γνώμη σου, οι τοπικοί παράγοντες έχουν υποστηρίξει επαρκώς το θέατρο στη Μυτιλήνη και το υπόλοιπο νησί όλα αυτά τα χρόνια;
«Όταν έγινε πριν τρία - τέσσερα χρόνια η Διεύθυνση Πολιτισμού της νομαρχίας, θεωρήσαμε ότι θα έχουμε μια αγκαλιά όλες οι ομάδες του πολιτισμού. Στη συνέχεια δεν εξελίχθηκε έτσι. Υπάρχει το Αρχοντικό Γεωργιάδη, αλλά η συγκεκριμένη Διεύθυνση δεν είχε γίνει μόνο γι’ αυτό, μας είχαν πει ότι θα είναι συνέχεια δίπλα μας, αρωγός. Προσωπικά, θα προτιμούσα κάποια χρήματα που δίνονται για τις καλοκαιρινές εκδηλώσεις του Αρχοντικού, αλλά και του Λεσβιακού Καλοκαιριού, να παρέχονταν για να έρθει κάποιος δάσκαλος και να κάνει ένα ανοιχτό σεμινάριο, π.χ. θεάτρου, όπως αυτά που ανέφερα και προηγουμένως. Κάτι τέτοιο είναι βοηθητικό ακόμη και για κάποιον που δεν ασχολείται με το θέατρο. Οι ασκήσεις χαλάρωσης και ομαδοποίησης που γίνονται, σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.»

Τι θα ζητούσες, δηλαδή, από όσους θα αναλάβουν τον τομέα του Πολιτισμού από εδώ και πέρα;
«Να μας υπολογίζουν στις διάφορες αποφάσεις και στο σχεδιασμό πραγμάτων που αφορούν κι εμάς, να ρωτούν τη γνώμη μας. Δε μας ρωτάνε ποτέ και για τίποτα, οι σύλλογοι μένουν απ’ έξω. Για παράδειγμα, το φετινό “Ταξίδι Τεχνών” ήταν μια πολύ καλή πρωτοβουλία, αλλά, όπως γίνεται και με άλλες αντίστοιχες πρωτοβουλίες, οι αποφάσεις πάρθηκαν ερήμην μας. Αν μας ρωτούσαν όσους ασχολούμαστε, όχι μόνο με το θέατρο αλλά και με άλλους τομείς του πολιτισμού, κάτι θα μπορούσαμε να πούμε.»

Η Λέρος και «Η μικρή μας πόλη»

Να ξαναπεράσουμε στο θέατρο. Μπορεί να έχεις καιρό να παίξεις με τους «Αστέγους», όπως είπες, συμμετείχες όμως στην παράσταση «Οι Γερόντισσες κι’ η Θάλασσα» που παρουσιάστηκε στη Λέρο. Πώς ήταν η συνεργασία με ερασιτέχνες ηθοποιούς που μέχρι τώρα δεν είχατε ξαναπαίξει μαζί;

«Μετά από τόσα χρόνια στο ερασιτεχνικό θέατρο, η συγκεκριμένη παράσταση ήταν κάτι που με άγγιξε βαθιά. Πάντα πίστευα ότι δε θα έπρεπε να ανακατεύονται οι επαγγελματίες με τους ερασιτέχνες, που αντιμετωπίζουν το θέατρο πιο αθώα. Βέβαια, τελικά ρόλο παίζει το τι άνθρωπος είσαι. Για παράδειγμα, οι “Άστεγοι” με τον Αλέξανδρο Κατραμάδο και με τη Μαρίνα Ιωαννάτου έχουμε άψογη σχέση, παρ’ όλο που είναι επαγγελματίες. Και αυτό γιατί αντιμετωπίζουν το θέατρο και αυτό που κάνουν με την ίδια αγάπη και αυταπάρνηση όπως εμείς. Το ίδιο ίσχυσε και με το Βασίλη τον Κονταξή, το σκηνοθέτη της συγκεκριμένης παράστασης. Ίσως επειδή για χρόνια ήταν και σκηνοθέτης της θεατρικής ομάδας της Μήλου. Η αλήθεια είναι πως, όταν κατέθεσε το σχέδιο στην Ομοσπονδία, εγώ το αντιμετώπισα επιφυλακτικά. Όταν, όμως, μαζευτήκαμε όλες οι ηθοποιοί μαζί, νιώσαμε με τις οδηγίες του ότι αυτές οι γυναίκες που γνωριζόμασταν τόσα χρόνια, στην ουσία ποτέ δεν είχαμε πιάσει η μια το χέρι της άλλης με αυτό τον τρόπο. Ήταν κάτι καταπληκτικό για μένα. Και στη συνάντηση της Λέρου συζητήθηκε πολύ αυτό το συναίσθημα, από όλες μας. Ξαφνικά γίναμε μια ομάδα μέσα από τις διαφορετικές ομάδες που συμμετέχουμε, και οι τελευταίες μέσα από εμάς ήρθαν πολύ πιο κοντά. Δείξαμε ότι ωριμάζουμε και μπορούμε να κάνουμε και κάτι κοινό.»

Είσαι ικανοποιημένη από τη φετινή διοργάνωση της Συνάντησης στη Λέρο;

«Είχαμε να αντιμετωπίσουμε τόσο έντονα προβλήματα στη χρηματοδότηση και στο άγχος αν θα γίνει ή όχι, που τελικά το ότι έγινε είναι πάνω από το οποιοδήποτε μικρό πρόβλημα διοργάνωσης μπορεί να αναφέρει κανείς. Όταν έχουμε συνάθροιση τόσων ανθρώπων και “καλλιτεχνών”, πάντα υπάρχουν προβλήματα. Αλλά δε θα μείνουμε τώρα σε αυτά. Έχω να πω μόνο ότι ο απόηχος της συγκεκριμένης συνάντησης είναι μια μεγάλη επαφή και ένα δέσιμο των ομάδων της Μυτιλήνης και κάποιων ομάδων του Αιγαίου, που ήρθαν ακόμα πιο κοντά.»

Και η σημερινή παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο; Τι έχεις να πεις στον κόσμο που θα έρθει να τη δει;
«“Η μικρή μας πόλη” είναι, τόσο ως έργο όσο και ως παράσταση, κάτι εντελώς αντίθετο από αυτό που συνηθίσαμε να βλέπουμε στην τηλεόραση τα τελευταία χρόνια. Είναι, κατά τη γνώμη μου, από τις ωραίες παραστάσεις μας. Κι αυτό γιατί, παρ’ όλο που το συγκεκριμένο έργο του Θόρντον Ουάιλντερ όταν το διαβάσεις μπορεί και να έχεις μεγάλες αντιρρήσεις, έχει μάλλον την ιδιαιτερότητα να σου περνάει υπόγεια την καθημερινότητά σου και το τι χάνεις μέσα στο “αχ, να αποκτήσω και κάτι άλλο”, στο “πότε θα έρθει το ‘αύριο’”, όλα αυτά που συνιστούν τον καθημερινό μόχθο μας για το “αύριο”. Και ξαφνικά, έχει τελειώσει η ζωή…»

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey