Χόρτασεις, τσι κλουτσάς έε;!

01/07/2012 - 05:56
Τι σου είναι ο άθρωπος!
Πώς κι ήρθε στο νου μου τούτη η ιστορία τραβηγμένη απ’ τα παλιά, όλο άρωμα και μέθη. Μια νοσταλγική ανάσα, ζωογόνα και πονετικιά. Μια ξεθωριασμένη ελπίδα!
Τι σου είναι ο άθρωπος!
Πώς κι ήρθε στο νου μου τούτη η ιστορία τραβηγμένη απ’ τα παλιά, όλο άρωμα και μέθη. Μια νοσταλγική ανάσα, ζωογόνα και πονετικιά. Μια ξεθωριασμένη ελπίδα!
Εκεί, στην απλάδα του κάμπου, με τα σπίτια σκορπισμένα σαν του παραμυθιού τη φαντασία ανάμεσα δέντρα, λουλούδια και πουλιά, αγκαλιά της φτώχιας τη μιζέρια, λίγα χρόνια που είχανε φύγει οι Γερμανοί κι αρχίσαμε να φαγωνόμαστε αναμετάξυ μας, με τη λαχτάρα να ξαναφέρουμε τα νοικοκυριά μας σε μια καλύτερη μοίρα, που μετρούσαμε τις μπουκιές κι αν ήταν μπορετό τις κόβαμε στα δύο, και, θυμάστε οι πιο παλιοί, είχαμε ευτυχία πιότερη από τώρα, εκεί, παράπλευρα του αμπελιού, γερά μπηγμένο στην καματερή τη γης, ήτανε το σπιτικό μας.
Στην άλλη μεριά το χωματόδρομο που με το ζόρι περνούσε το άλογο και ξοπίσω να σέρνει τον αραμπά, ήταν του Πετρέλλη του Γιάννη το σπίτι. Καλός άθρωπος, εργατικός, νοικοκύρης, με το διάφορό του, τη γυναίκα του Χαρίκλεια, και το γιο του το Μανώλη.
Είχανε κι ένα γαϊδουράκο υπομονετικό κι εργατικό, που άμα έβλεπε το σαμάρι περίμενε καρτερικά και κοίταζε προς το δρόμο, γιατί γι’ αυτουνού το ένστικτο, σαμάρι σήμαινε δυο τσουβάλια γιομάτα, ίσαμε 20 οκάδες, να τα σηκώνει από το σπίτι ίσαμε τα Μαγγάνια που ήταν ο βοσκότοπος με το μπαχτσέ, κοντά έξι χιλιόμετρα απόσταση, και βραδάκι πια, να γυρίζει πίσω.
Πάντα πρόθυμος κι ήρεμος, μασουλούσε το λιγοστό κριθάρι, και ήρεμος, καθόντανε, ακόμα κι ο μικρός μου αδερφός, πεντάχρονος τότε, να τον χαδεύει και να του τραβά τα μεγάλα του αυτιά ή την ουρά του.
Η δουλειά θαρρείς και τον έθρεφε. Του άρεσε φαίνεται να ξεδιπλώνει ρεματιές και βουνά, να χώνεται στα σπαρτά και τις φυλλωσιές, γι’ αυτό και, σαν το κυνηγόσκυλο που βλέπει τον κυνηγό να ζώνεται δίκαννο και φυσίγγια κι ανυπομονεί πότε θα φερμάρει το λαγό, έκανε χαρά να του βάλει ο Γιάννης το σαμάρι με τα τσουβάλια, να κάτσει κι ο ίδιος «πανουσάμαρα», και να φύγει. Μπορεί και να λαχταρούσε τη λευτερία ή το τρυφερό χορτάρι που έβοσκε σαν πάγαινε στα υψώματα. Μα και το αφεντικό του, μετά τη δουλειά, του έβανε κάμποσο άχυρο να τον ευχαριστήσει. Πάντα όμως ο γέρικος γαϊδουράκος είχε λαχτάρα για κάτι καινούργιο, για λίγο περισσότερο φαΐ. Κι αν καμμιά φορά γκάριζε, το έκανε από κέφι, ή περισσευούμενες ορμόνες.
Ευλογία Θεού όμως, η χρονιά ετούτη, είχε πορπατήξει παραπάνω από καλά. Μπόλικα τα σπαρτά, δέσανε οι ανθοί, γιόμισαν τα πιθάρια καρπό, κι οι αποθήκες τριφύλλι.
Κι ο Γιοβάνης, έτρωγε μπόλικο, φχαριστιότανε, κι είχε παχύνει. Έδειχνε πως πια, δεν του πολυάρεσε να κουβαλάει τα γεμάτα τσουβάλια.
Μια μέρα που είχε φάει πολύ κι ήτανε χαλαρωμένος και ξεκούραστος, έστειλε ο πατέρας το γιο του το Μανώλη να τον «σαμαρώσει». Μα στάθηκε αδύνατο. Άδικα προσπαθούσε ο νέος. Δεν ήθελε· δεν στεκόταν ο Γιοβάνης. Βρε από δω, βρε από κει, τίποτα. Άκουσε το σαματά, ήρθε κι ο πατέρας, τον πλησίασε, προσπάθησε κι αυτός να του βάλει το σαμάρι, δεν μπόραγε. Μέχρι που μια στιγμή ο Γιοβάνης, ντάαν, τράβηξε μια κλοτσιά, για πρώτη φορά στη ζωή του, κόντεψε να χτυπήσει τους αθρώπους, τρόμαξε ο Πετρέλλης, του έμπηξε δυνατή φωνή.
- Άααχ, βρε καρατά! Χόρτασεις, τσι κλουτσάς· έε;!
Κι άντε τώρα εσύ, φίλε αναγνώστη, να μου το βγάλεις απ’ το μυαλό, πως δεν συβαίνουν τέτοια πράματα στην εποχή μας!
Λένε, πως του λιγόστεψε το φαΐ ο Γιάννης, μετά τη δουλειά του το ‘δινε, δεν ξανακλότσησε ο Γιοβάνης.

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey