Πολιτισμός από τους κτηνοτρόφους της Άγρας

01/07/2012 - 05:56
«Σε πιο μεγάλο μέρος, σε πόλη έπρεπε να γίνει η παρουσίαση. Δεν θα έχει προσέλευση. Θα το μετανιώσετε», είπε ο γυμνασιάρχης όταν τυπικά ζήτησαν τη μεγάλη αίθουσα του Γυμνασίου Άγρας οι διοργανωτές.
«Σε πιο μεγάλο μέρος, σε πόλη έπρεπε να γίνει η παρουσίαση. Δεν θα έχει προσέλευση. Θα το μετανιώσετε», είπε ο γυμνασιάρχης όταν τυπικά ζήτησαν τη μεγάλη αίθουσα του Γυμνασίου Άγρας οι διοργανωτές.
Είχε δυο μπόγια ακόμα να κατηφορίσει για να βασιλέψει ο ήλιος.
Ζεστή, πεντακάθαρη και ξηραμένη από το όψιμο φετινό χινοπωριάτικο πρόσταγμα θαρρείς και συμμετείχε στη γιορταστική ατμόσφαιρα του μικρού χωριού η σημερινή μέρα.
Όλα απόψε ήτανε αλλιώτικα.
Οι βοσκοί τρεχάτοι πήγαιναν από κορφή σε κορφή, σκαρφαλώνανε στις πλαγιές, σφυρίζανε, φωνάζανε γλυκά, σχεδόν βελάζανε και καλούσαν τα πρόβατα να μαζωχτούνε να τα ταΐσουν και να τους βάλουν νερό να ξεδιψάσουν.
Βιάζονταν να τα αναμαζώξουν, να τα ηρεμήσουν, να τα κανακέψουν στην όμορφη βουκολική τους γλώσσα κι υστερνά, να κλείσουν το άνοιγμα της ξερολιθιάς και να φύγουν. Κάνε δυο μάλιστα, σαν τον Πιττακή, τα καληνυχτίζανε κιόλας, λες κι ήτανε παιδιά, κι ακούγανε ανάμεσα το σανό που μασουλούσαν, το ζεστό απάντημά τους.
Κι οι βουνίσιοι, ανεμοδαρμένοι και σκληροί ετούτοι βοσκοί, όλο βιαζόντουσαν και παρότρυναν ο εις τον άλλο.
«Έλα Μάρκο, πάμε κι αργήσαμε. Θε να ήρθανε οι αθρώποι κι εμείς ακόμα στα ζα γυρίζουμε.»
«Δε θα ψοφήσουν δα και με μια βραδιά σαν πεινάσουν.»
«Δεν είναι αυτό. Μη πάνε σε ζημιά φοβούμαι γι’ αυτό και φράζω.»
 «Άσε τα λόγια και τέλειωνε.»
«Λένε πως θα μαζωχτεί πολλής κόσμος.»
«Ο τόπος μας πρώτη φορά βλέπει τέτοια μεγαλεία.»

Τελειώσανε καμμιά φορά, δέσανε τη μαντήλα γερά στο κεφάλι και κίνησαν να πάνε στα σπίτια τους, να βάλουν καθαρά ρούχα και παπούτσια, και να βρεθούνε, για πρώτη φορά στη ζωή τους οι πιο πολλοί, στη μεγάλη αίθουσα του γυμνασίου.
Με όλα τα καθίσματα γεμάτα και πολλούς όρθιους.
Εκεί που καθηγητές, συμβολαιογράφοι, σκηνοθέτες, ηθοποιοί κι άλλοι γραμματιζούμενοι, με φυλλάδες ανοιχτές στα χέρια μιλούσανε ή θέλανε να μιλήσουν για τον συγγραφέα και το βιβλίο του.
Όλοι, με πολλή προσοχή κοιτούσανε κι ακούγανε. Όλοι, εξόν το Μήτσο που ακόμα δεν είχε φανεί. Κι όμως με σιγουριά έστειλε μήνυμα πως ήθελε, λέει, να ανταμώσει το συγγραφέα, να του πει δυο λόγια και ν’ ακούσει τη γνώμη του.
Κείνη την ώρα που η σκέψη ετούτη φτερούγιζε, φάνηκε μια φιγούρα, μαύρο πανταλόνι και μπλούζα σκουρόχρωμη μακρυμάνικη, που κουβαλούσε μια παράξενη σοφία.
Προχωρούσε σιγανά, άκουγε, ρουφούσε τα λόγια, τα μηρύκαζε, κι απόμεινε μαρμαρωμένος στο παραπόρτι από δίπλα. Μέχρι το τέλος.

Σκούπισε θαρρώ κι ένα δάκρυ σαν είδε κι άκουσε το Γιώργο Κιοβρέκη και τον Παναγιώτη Ταστάνη, άνθρωποι με λίγα γράμματα και πολλή θέληση, βοσκοί και τυροκόμοι, να μιλούνε με σύνεση και να διαβάζουν σαν ηθοποιοί σελίδες ολάκερες απ’ το βιβλίο με κείμενα που μιλούσαν στις ψυχές των ακροατών.
Σαν τελειώσανε οι ομιλητές αρχίσανε να πηγαίνουν παραξενεμένοι μα χαρούμενοι οι κτηνοτρόφοι ή οι γυναίκες τους για να υπογράψει ο συγγραφέας το βιβλίο που είχανε αγοράσει.
Τελευταίος, ήρεμος και γαλήνιος, φάνηκε ο Μήτσος.
Ακούμπησε σε ένα μεσότοιχο, τράβηξε με τα χοντρά του δάχτυλα ένα κομμάτι χασαπόκολλα από την τσέπη με μουτζουρωμένους απάνω κάμποσους στίχους και τους χάρισε στο συγγραφέα, τον παλιό του φίλο. Μιλήσανε για ποίηση, τη σημερινή ακαμψία και τα ανάλαφρα μυαλά των νέων μας, πονέσανε, αγκαλιαστήκανε, χωρίσανε.
Ο Μήτσος, με το καινούργιο απόκτημα στη μασχάλη, χάθηκε στο σκοτάδι.
Προβληματισμένος μα χαρούμενος βιαζότανε πότε θα ξημερώσει ο Θεός την άλλη μέρα. Γιατί από αύριο θα είχε ένα καινούργιο σύντροφο στο βουνό.
Ένα ακόμα μικρόκοσμο που θα ανοιγότανε μπροστά του.
Με την υπογραφή του φίλου του συγγραφέα απάνω.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey