Μισή ζωή

01/07/2012 - 05:56
«… όλα μισά. Μισή ζωή, μισό μυαλό, μισή καρδιά, όλα μισά, γιόκα μου», πρόλαβα ν’ ακούσω τούτα τα τελευταία λόγια της. Τα ‘λεγε στο νεαρό που στεκόταν πριν από μένα. Τα χρόνια ζωγράφιζαν το πρόσωπό της. Αυλακιές οι ρυτίδες. Άσπρα μαλλιά σα χιόνι, χέρια ροζιασμένα απ’ το μόχθο.
«… όλα μισά. Μισή ζωή, μισό μυαλό, μισή καρδιά, όλα μισά, γιόκα μου», πρόλαβα ν’ ακούσω τούτα τα τελευταία λόγια της. Τα ‘λεγε στο νεαρό που στεκόταν πριν από μένα. Τα χρόνια ζωγράφιζαν το πρόσωπό της. Αυλακιές οι ρυτίδες. Άσπρα μαλλιά σα χιόνι, χέρια ροζιασμένα απ’ το μόχθο. Φορτωμένη έγνοιες και σκοτούρες. Όσες αντάρες και φουρτούνες πέρασε αφήκαν απάνω της τα σημάδια τους. Στο βλέμμα της χαραγμένος ο καημός για τα χρόνια που έφυγαν, που πελέκησαν τη νιότη της. Κι ο χρόνος απέναντί της σκληρός, καταφερτζής, άρπαξε αυτό που ήθελε. Έτσι έδειχνε. Έτσι την έβλεπα.
Καθισμένη σε μια πλαστική καρέκλα πούλαγε λουλούδια στη γωνιά του δρόμου. Πολύχρωμα ματσάκια, σε δυο-τρεις κουβάδες μπροστά της. Ήταν απόβραδο Μεγάλης Παρασκευής! Πέρναγα από κει και μου ‘ρθε να αγοράσω ένα. «Αυτό με τις πασχαλιές θέλω. Για τον Επιτάφιο, απόψε…», της είπα. «Πάρ’ το, τρία ευρώ», μου αποκρίθηκε. Της άφησα ένα τάλιρο, δε θέλησα τα ρέστα… Κοντοστάθηκα όμως. «Γιατί όλα μισά; Που λέγατε πριν;», τη ρώτησα. Δεν μπορούσα να μην το κάνω. Μ’ έτρωγε η περιέργεια. «Αχ, τα δικά μου, γιόκα μου, έλεγα. Τι ήθελα; Τι πέτυχα; Τι πήρα; Τι; Τίποτα. Τι νομίζεις, ευτύχισα; Κι αυτή κομμάτια ήρθε. Όποτε ήρθε. Λειψή ευτυχία, δεν τη γροίκησα ποτέ. Τι να χαρώ. Λύπη, πόνος και πίκρα. Να φροντίζω τις λαβωματιές της ζωής, αυτό πέτυχα, ναι. Κομμάτια ζωής. Ούλα κομμάτια. Τίποτα ολόκληρο…» Έτσι «σπαστά» μου τα ‘λεγε κι ήταν σα να μονολογούσε. Σκοτάδι, σαν την άλλη όψη του φεγγαριού, τα μάτια της. Τι να πεις και πώς να την ξελαφρώσεις. Έτσι είναι με τους βασανισμένους ανθρώπους, όσο και να συμμεριστείς το παράπονό τους ή τον πόνο τους, δεν ξέρεις αν τα λόγια σου θα το κατορθώσουν. Σκύβεις λοιπόν το κεφάλι και συλλογιέσαι. Τι ζωή να πέρασε τούτη η πονεμένη γυναίκα.
Παρ’ ότι η περιέργειά μου μεγάλωσε, δε θέλησα να την πιέσω περισσότερο. «Περασμένα ξεχασμένα, μη στεναχωριέστε…», της είπα μόνο… Ευχήθηκα «Καλή Ανάσταση» και συνέχισα το δρόμο. Από τα λίγα που μπόρεσα να καταλάβω, βαθιές θα πρέπει να ‘ναι οι πληγές που λάβωσαν την ψυχή της. Μόνη στη μιζέρια, μόνη της… με παρέα τον πόνο. Πνιγμένη σε μια σταγόνα ευτυχίας, μιας ευτυχίας που δε γνώρισε ποτέ. Που κι αν ήρθε - όποτε ήρθε, όπως είπε - ήρθε λειψή. Καθώς έστριβα, την ξανακοίταξα με μια παράξενη αίσθηση κατανόησης και συμπόνιας.
Το σοκάκι προς την εκκλησιά μύριζε άνοιξη. Κόσμος πολύς στην αυλή κι άλλος τόσος συνωστιζόταν στο λιγοστό χώρο του ναού. Μαυροφορεμένες γιαγιάδες δίπλα σε παιδιά και εγγόνια που ‘ρθαν από την πόλη για τον Επιτάφιο. Γυναίκες και κοπελιές που ντύθηκαν τα «καλά» τους - τα καλύτερα που είχαν - για να τιμήσουν την περίσταση. Γέροντες και νιοι κουστουμαρισμένοι. Μια μικρογραφία κοινωνίας, που τα είχε όλα. Με δυσκολία έφτασα ν’ ανάψω μια λαμπάδα, να προσκυνήσω και ν’ αποθέσω τις πασχαλιές δίπλα στον επιτάφιο. Βρήκα χώρο σε μια γωνιά και βολεύτηκα.
Ψαλτάδες και πιστοί έψαλαν τα Εγκώμια. Στο μανουάλι δυο χέρια, χέρια ανάγκης, ροζιασμένα, άναβαν κερί. Έγειρα να δω. Ναι, ήταν εκείνη η κυρά των λουλουδιών, παραφωνία μέσα στην «γκλαμουριά». Δειλά, σα φοβισμένο αγρίμι, πλησίασε, έσκυψε κι απόθεσε σεμνά λίγα λουλούδια. Σταυροκοπήθηκε και σιωπηλά, όπως μπήκε, χάθηκε προς την έξοδο, μέσα στο πλήθος. Θολή έμεινε η φιγούρα της στα μάτια μου. Σα να μην έχουν τόπο οι βασανισμένοι του κόσμου τούτου. Ήρθε να κάνει το χρέος της, να πάρει λίγο απ’ τα ψήγματα ευτυχίας που της αναλογούσαν, έτσι για ν’ αντισταθμίσει τον πόνο, τη λύπη, τις πίκρες και τα βάσανα της ζωής. Της μισής ζωής της.
 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey