Οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας μας ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο

Οι πρώτες ημέρες της Φασιστικής Χούντας στη Λέσβο [Vid]

21/04/2021 - 17:45 Ενημερώθηκε 27/04/2021 - 16:48

54 χρόνια πίσω μας ταξιδεύουν με τις αφηγήσεις τους οι Μήτσος Μπουρνούς και Χρήστος Χατζηλίας, στον Απρίλη εκείνο που η χούντα των συνταγματαρχών άφηνε τα χνάρια της και στη Λέσβο με συλλήψεις, εξορίες, φυλακίσεις και βασανιστήρια. Αφηγούνται γεγονότα και περιστατικά που έλαβαν χώρα τον καιρό εκείνο στον τόπο μας. Μάλιστα ο κ. Χατζηλίας επικεντρώνεται στο κοινωνικόοικονομικό προφίλ των «Συλληφθέντων αναρχικών υπό υπηρεσιών Διευθύνσεως Χωροφυλακής Λέσβου», στο οποίο ο ίδιος επικεντρώθηκε μέσα από προσωπική έρευνα.

Οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας επιμένουν, όπως λένε,  στο να δείχνουν την αλήθεια γιατί η νέα γενιά δεν έχει γνώση των γεγονότων της εποχής και σήμερα που κάποιοι προσπαθούν να αναθεωρήσουν γεγονότα και να αθωώσουν αυτούς που έφεραν τη χούντα. «Δεν θέλουμε να δώσουμε συγχωροχάρτι. Πρέπει να θυμόμαστε τα γεγονότα που έγραψαν την ιστορία» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Χατζηλίας. 

 

Ακολουθούν μαρτυρίες ανθρώπων όπως αυτές δημοσιοποιήθηκαν από τους Φίλους Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας.

Μαρτυρίες Απόστολου Αποστόλου και Παναγιώτη Βόλια

Από τη πρώτη μέρα Παρασκευή 21 Απρίλη 1967 ακούγονταν στα ραδιόφωνα εμβατήρια και ανακοινωθέντα με «αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Απαγόρευση κυκλοφορίας «από την δύσιν του ηλίου» και προληπτική λογοκρισία στις εφημερίδες. Η στρατιωτική διοίκηση Λέσβου απειλεί: «Πάς όστις διαδίδει καθ’ οιονδήποτε τρόπον ψευδείς ειδήσεις ή φήμας δυναμένας να προκαλέσουν ανησυχίαν ή φόβον, θα συλλαμβάνεται και θα παραπέμπεται εις το Στρατοδικείον…» Τα στρατιωτικά και τα αστυνομικά τζιπ πηγαινοέρχονταν και το απόγευμα άρχισαν τις συλλήψεις στη Μυτιλήνη και στα χωριά. Μέσα σε λίγες μέρες στοίβαξαν στα Αστυνομικά Τμήματα διακόσια στελέχη της ΕΔΑ και της Νεολαίας Λαμπράκη και στη συνέχεια τους μετέφεραν στο Διδασκαλείο, που μετατράπηκε σε στρατόπεδο κράτησης όπως είχαν κάνει και οι Ναζί το 1941.

 

Από τους πρώτους συνέλαβαν τον Δήμαρχο Μυτιλήνης Απόστολο Αποστόλου, που γράφει στο βιβλίο του «ΜΝΗΜΕΣ»: «…Τη μεγάλη Τρίτη ήρθαν και με πήραν οι ασφαλίτες με κλειστό τζιπ και με μετέφεραν στην Ασφάλεια (Τζέημς Αριστάρχου 15), όπου με έκλεισαν αμέσως στο κελί. Σε λίγο μού ’φεραν για… συντροφιά το Χρήστο Χατζηράλλη, τον ήρεμο αυτόν άνθρωπο που πάντα σε κάθε ανώμαλη κατάσταση, πλήρωνε κι αυτός παλιές… αμαρτίες. Νωρίς το απόγευμα μας μετέφεραν στο Διδασκαλείο, όπου βρήκα όλη την… αφρόκρεμα της Αριστεράς. Είχαμε μαζευτεί εκεί μέσα πάνω από 100 άτομα, όλοι ένας κι ένας, κομμουνιστές και δημοκράτες, όσοι ήταν γραμμένοι στους καταλόγους της Ασφάλειας. Καθάρισαν το νησί από όλα τα… επικίνδυνα στοιχεία. Έτσι το έργο της…αναμόρφωσης του τόπου θα προχωρούσε απρόσκοπτα. Μας κράτησαν όλη τη Μεγάλη βδομάδα. Τη Λαμπρή ήρθε κι ο δεσπότης και μας έφερε το μήνυμα της… αγάπης. Τη σκοτεινή νύχτα της Λαμπροτετάρτης μας ειδοποίησαν ξαφνικά για μεταγωγή, χωρίς να γνωρίζουμε πού θα μας πήγαιναν. Με κλειστά ρέο, ένοπλους φρουρούς και χωροφύλακες, η πομπή διέσχισε την προκυμαία, που φυλασσόταν από οπλισμένους στρατιώτες και σταμάτησε κοντά στο νέο Τελωνείο, όπου είδαμε να φαντάζει μέσα στη νύχτα το αρματαγωγό. Κόσμος πολύς μέσα στο πλοίο, μας υποδέχτηκαν με αγάπη και χειροκροτήματα σαν να πηγαίναμε σε πανηγύρι. Το αρματαγωγό είχε περάσει από διάφορα λιμάνια της Μακεδονίας και αφού μάζεψε τους προγραμμένους, ήρθε στη Μυτιλήνη για να πάρει τους… ταραξίες του νησιού. Από αυτούς μάθαμε ότι μας πάνε στη Γυάρο»!

Βασικός στόχος των πραξικοπηματιών και των διωκτικών αρχών ήταν τα στελέχη της ΕΔΑ. Όπως διηγείται ο τότε γραμματέας της νομαρχιακής επιτροπής Λέσβου Παναγιώτης Βόλιας, το πρωί της 21ης που ακόμα η κατάσταση ήταν συγκεχυμένη, πρόλαβαν μαζί με τον γραμματέα περιοχής Αιγαίου Κώστα Βασσάλο, τον βουλευτή Λέσβου Νίκο Γανίτη και τον υπεύθυνο της εφημερίδας «Δημοκρατική Λέσβος», Δημήτρη Αξιώτη, να πάνε στα γραφεία της ΕΔΑ (στο Φανάρι ) και να κάψουν κάθε έγγραφο με οποιαδήποτε στοιχεία. Στο βιβλίο του «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» αναφέρει:

«…Συζητούσαμε τί πρέπει να κάνουμε, αν υπήρχε τρόπος με συμμαχικές δυνάμεις να αντισταθούμε από κοινού κατά της Δικτατορίας. Στάθηκε όμως αδύνατο να εξασφαλιστούν οι συμμαχίες. Ήρθαμε σε επαφή με τον Στρατηγό Ν. Σηφάκη, γραμματέα της Ν.Ε. Λέσβου της Ένωσης Κέντρου, αλλά ήταν σκεφτικός και δεν ήθελε να πάρει μόνος του πρωτοβουλίες, εάν κάτι τέτοιο δεν ξεκινούσε από την Αθήνα. Γι’ αυτό και εγκαταλείψαμε αυτή την ιδέα και αρκεστήκαμε στην παράνομη οργανωτικοπολιτική δράση. Έτσι φύγαμε από τα γραφεία, ο καθένας προς τη δική του κατεύθυνση, ορίζοντας δυό ανύποπτα μέρη συνάντησης.

Πήγα σε κάποιο προάστιο της πόλης και παρέμεινα αρκετές ώρες σε ένα συγγενικό μου σπίτι, αλλά όπως κατάλαβα ήταν αδύνατη η παραμονή μου εκεί για πολύ χρονικό διάστημα. Το βράδυ κατέβηκα στη Μυτιλήνη και κάθισα στο πάρκο στον Άη Γιώργη, με σκοπό να βρω σίγουρο δικό μας αυτοκίνητο να με μεταφέρει στο Μανταμάδο σε κάποια αγροτική περιοχή, σε ένα αμπρί που ήξερα των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού και θα εξασφάλιζα σύνδεσμο για επικοινωνία με τα άλλα στελέχη. Δεν πέρασε όμως και πολλή ώρα και τα σχέδιά μου ναυάγησαν. Ξαφνικά μια περιπολία του Τμήματος Ασφαλείας μπλοκάρισε το πάρκο, που δεν υπήρχε περιθώριο να ξεγλιστρήσω. Με πλησίασαν και με ρώτησαν πού γύριζα και απουσίαζα από το σπίτι μου. «Έκανα το συνηθισμένο καθημερινό μου περίπατο». «Να τα πεις αλλού αυτά», μου είπε ο ασφαλίτης Ν.Β., ακούμπησε το πιστόλι του στην πλάτη μου και με διέταξε να προχωρήσω.

Όταν φθάσαμε στο Τμήμα ασφαλείας στο Κιόσκι, στεκόταν απέξω η Μεροπούλα Φράγκου μικρό κοριτσάκι έξι περίπου χρονών και έκλαιγε λέγοντας: «Θέλω τη μαμά μου και το μπαμπά μου». Τους είχαν συλλάβει και τους δύο και βρίσκονταν στο κρατητήριο, στο σπίτι τους δεν υπήρχε άλλος προστάτης που να φροντίσει το κοριτσάκι.

Μόλις με είδε μου λέει με παραπονιάρικο ύφος: «Θείο Παναγιώτη, πάρε και μένα μαζί σου, είναι μέσα και η μαμά και ο μπαμπάς, θέλω να είμαι κοντά τους». «Ησύχασε κοριτσάκι μου, μην κλαις θα έρθουν σύντομα οι γονείς σου». «Προχώρα εσύ, μην μιλάς», μού είπε ο σκοπός της Πύλης του Τμήματος Ασφαλείας. Το κρατητήριο ήταν ασφυκτικά γεμάτο άνδρες και γυναίκες σε τέτοιο σημείο που δεν υπήρχε τόπος να καθίσουμε. Στεκόμαστε όρθιοι, διαμαρτυρηθήκαμε και ζητήσαμε και άλλο δωμάτιο, γιατί ο χώρος είναι στενός. Δεν υπάρχει άλλος μας απάντησαν σε αυστηρό τόνο… Στις 11 η ώρα περίπου τη νύχτα έφθασαν τα πρώτα τρία αυτοκίνητα και οι πρώτες τρεις δεκάδες μπήκαν μέσα, τοποθετήθηκαν και τρεις φρουροί στρατιώτες στο κάθε αυτοκίνητο, ένας μπροστά και δύο στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, οπλισμένοι με εφ’ όπλου λόγχη και με το χέρι στη σκανδάλη , έτοιμοι μόλις θα έπαιρναν διαταγή να σπείρουν το θάνατο στα θύματα της δικτατορίας. Έτσι έδειχναν τα πράγματα, οι βλοσυρές ματιές οι βρισιές και οι απειλές που εκτόξευαν (κομμούνια θα πεθάνετε, καθάρματα κλπ) όλα έδειχναν τις διαθέσεις τους. Εγώ έτυχε να βρίσκομαι στο 2ο αυτοκίνητο, ξεκινήσαμε και πηγαίναμε σε άγνωστο τόπο και σε άγνωστη τύχη.

Από το Κιόσκι, που ήταν τότες το Τμήμα Ασφαλείας, περάσαμε από την προκυμαία. Στην πόλη επικρατούσε νεκρική σιγή. Αυτό βέβαια ήταν αποτέλεσμα των εκτάκτων μέτρων, εμείς όμως το ερμηνεύαμε και σαν ένδειξη πένθους του Δημοκρατικού Λαού της Μυτιλήνης. Τελικά φθάσαμε στον προορισμό, στην Ακαδημία με απειλές ότι δεν πρέπει να κινείται κανείς, στην αντίθετη περίπτωση θα έβαζαν τα πολυβόλα να μας θερίσουν όλους. Τα πολυβόλα τα είχαν τοποθετήσει σε ταράτσα ψηλότερη από το κτήριο που μέναμε και οι κάννες τους ήταν στραμμένες μέσα στο θάλαμό μας.

Την επαύριο κατέβασαν από τα χωριά τους συντρόφους μας, τα κτήρια όλα γέμισαν, τα πολυβόλα περικύκλωσαν την Ακαδημία.

Τις πρώτες μέρες παραμέναμε χωρίς σκεπάσματα και άλλα είδη ατομικής χρήσης, την τρίτη μέρα επέτρεψαν επισκεπτήριο, ήρθαν οι δύο αδελφές μου από το χωριό και η γυναίκα μου, την οποία δεν είχα ακόμη παντρευτεί. Ο γάμος θα γινόταν τη δεύτερη μέρα του Πάσχα. Τη Μεγάλη Δευτέρα βρέθηκε επισκεπτήριο στην Ακαδημία φέρνοντας τα μπαγάζια στο μέλλοντα σύζυγό της, για να πάρει το δρόμο της εξορίας. Τη Μεγάλη Τρίτη ήρθε για επισκεπτήριο η μάνα μου και μου είπε: «Μα βρε γιε μου, εγώ περίμενα να σε δω γαμπρό και όχι κρατούμενο» και κλέβοντας το βλέμμα του σκοπού φαντάρου, που δεν πρόσεχε τη συζήτηση των επισκεπτών και κρατουμένων, είπε: «Κουράγιο γιε μου, πήγαινε στο καλό. Όλα θα περάσουν, μην υποκύψεις. Και άλλες φορές ήσουν κρατούμενος επί πολλά χρόνια και γύρισες περήφανος, μόνο καλά να είσαι και όλα θα περάσουν».

Τη Μεγάλη Εβδομάδα τη βγάλαμε στην Ακαδημία και τη Λαμπροτετάρτη τη νύχτα κατά τις 11 μ.μ. μας μετέφεραν με αυτοκίνητα στο λιμάνι, μας στρίμωξαν στο αρματαγωγό «Αξιός», στο οποίο συναντήσαμε παλιούς γνωστούς μας συνεξορίστους του Άη Στράτη και της Μακρονήσου…

Το καράβι ξεκίνησε και, όπως ήταν τα αμπάρια κλειστά, δεν βλέπαμε τίποτα παρά μόνα τις κάννες των πολυβόλων, οι οποίες ήταν στραμμένες επάνω μας. Τούτα δα τα πολυβόλα ήταν καινούργια, γυαλιστερά και σύγχρονα και ασφαλώς συμμαχικά του Ν.Α.Τ.Ο. Είχαν χωροβάτη και λειτουργούσαν με κουμπιά, ήταν όπλα ακρίβειας πετύχαιναν το στόχο τους 100%, όπως μας εξήγησε ένας φρουρός, θέλοντας να μας απειλήσει. «Μα οι κάννες τους είναι στραμμένες προς τα μέσα και όχι προς τα έξω, πώς θα δούνε το στόχο;» τον ρωτήσαμε και «ποιος είναι ο υποτιθέμενος στόχος τους;» «Δεν ξέρω, μας απάντησε, προς το παρόν για την «τάξη» είναι στραμμένα επάνω σας, χωρίς βέβαια να έχουμε διαταγή να τα χρησιμοποιήσουμε, αλλά τί να κάνουμε και εμείς στρατιώτες είμαστε, διαταγές εκτελούμε, καταλάβατε;» «Ναι, καταλάβαμε πολύ καλά, του είπε κάποιος, αλλά και εσύ πρέπει να καταλάβεις κάτι, ότι στη δική μας θέση μπορεί στην πατρίδα σου να βρίσκεται ο πατέρας σου, ο αδελφός σου ή κανένας συγγενής σου. Αυτό πρέπει να σκεφτείς καλά». Δεν απάντησε, έμεινε για λίγα λεπτά σκεπτικός και μετά σιγανά, πολύ σιγανά, που μόλις ακουγόταν, είπε απολογητικά: «Στη ζωή όλα είναι πιθανά». Έτσι έκλεισε η κουβέντα μας».

 

Μαρτυρίες των  Βασίλη Παπλωματά, Σταύρου Σκοπελίτη, Στρατή Τζέγκου, Μένιου Αδαμίδη και Χαράλαμπου Αναγνωστή.

 

Ο Βασίλης Παπλωματάς θυμόταν: «Το Σάββατο της Ανάστασης όταν ήρθε ο δεσπότης στο στρατόπεδο του Διδασκαλείου να μας αναστήσει, πέσαμε πάνω του με πρώτο τον Δήμαρχο Αποστόλου, να μεσολαβήσει για να αφήσουν ελεύθερες τις έξη γυναίκες που ήταν μαζί μας. -Να κοιτάτε τη δουλειά σας, μας απάντησε…». Ο Σταύρος Σκοπελίτης θυμόταν: «Το πρωί της 21ης παρά το ότι είχαμε μάθει ότι έγινε πραξικόπημα, ο πατέρας μου Γιώργος πήγε στα κτήματα και γω κίνησα για τον Παππάδο να βρω τον υπεύθυνο του τομεακού Γέρας της ΕΔΑ, Νίκο Χατζηχρήστο. Στο δρόμο με σταμάτησε ένα ταξί με έναν χωροφύλακα και δύο αξιωματικούς, που με πήγαν στο Σταθμό Χωροφυλακής Παππάδου. Σε λίγο έφεραν και τον πατέρα μου δεμένο χειροπόδαρα. Από κει εξορία στα Γιούρα, μετά στο Λακκί Λέρου, μετά με άλλους 79 νεολαίους στον Ωρωπό και ξανά στη Λέρο, σε ένα ταξίδι που έμοιαζε να μην έχει τέλος…».

Ο Στρατής Τζέγκος ή Γλέζης από την Αγιάσο διηγείται: «…Ύστερα ήρθε η Χούντα. Μ’ έπιασε στους Λάμπου Μύλους, τις πρώτες μέρες μετά το πραξικόπημα. Μάζευα ελιές με την οικογένειά μου κι έμενα εκεί. Ήρθαν στο καφενείο που καθόμουνα. Ήταν ένας χωροφύλακας μ’ ένα αυτοκίνητο και μου λέει «Πάρε χρήματα, πάρε και καμιά κουβέρτα μαζί σου». Λέω στη γυναίκα μου να πάει να φέρει τα απαιτούμενα και να μη στενοχωριέται για το πού θα πάω. «Δείτε να μαζέψετε τις ελιές και να ’στε καλά.» τους είπα. Με πήραν και με πήγαν στο Ίππειος. Μ’ έβαλαν κάτω σ’ ένα αμπάρι και άμα πέρασε λίγη ώρα, είδαν τα χαρτιά μου και με φώναξαν στο γραφείο τους για εξακρίβωση στοιχείων. Με ξαναβάλανε στο αμπάρι και όταν ήρθε ένας ανώτερός τους με ξαναφώναξαν επάνω. Τα ίδια και τα ίδια πολλές φορές. Πίσω στο αμπάρι και μετά έφεραν τον Αντώνη το Σαβέλο και δυο τρεις Ιππειώτες. Την επαύριον τα ξημερώματα κουβάλησαν αρκετούς άλλους από την Αγιάσο, μας τσουβάλιασαν και μας πήγαν στην Ακαδημία όπου μας ξεφόρτωσαν. Μείναμε καμιά δεκαριά μέρες εκεί πέρα και μετά μας βάλανε σ’ ένα βαπόρι και μας ταξίδεψαν. Φουρτούνα, κακό… Είχαν ένα σχοινί τεντωμένο που το πιάναμε για ισορροπία και κατουρούσαμε. Μεγάλη τρικυμία. Έφευγαν τα ντουλάπια από τη θέση τους, λέω «Τελειώσαμε, εδώ είναι το στερνό μας. Τελικά μας βγάλανε στη Χίο. Κι από τη Χίο μας φόρτωσαν σε άλλο αρματαγωγό και τραβήξαμε για τα Γιούρα».

Ο Μένιος Αδαμίδης θυμάται: « Όταν με πήγανε στην Ασφάλεια, που ήταν στο Κιόσκι, με βάλανε στο κρατητήριο μόνο μου, γιατί τους άλλους που είχαν μαζέψει από νωρίς τους είχαν πάει στην Ακαδημία. Όταν ξημέρωσε μαζί με δυο άλλους, που φέρανε τις πρωι¬νές ώρες, μας πήγαν και εμάς στην Ακαδημία. Εκεί μαζευτήκαμε γύρω στα 150 άτομα και καθίσαμε καμιά δεκαριά μέρες και εκεί κάναμε Πάσχα. Στο διάστημα που μας είχαν στην Ακαδημία αρρώστησα και γιατρός δεν υπήρχε, μόνο ένας φαρμακοποιός, κρατούμενος από την Αγία Παρασκευή, ο Πάνος Ευαγγελινός, που ήταν συνέχεια κοντά μου γιατί ήμουν σε άσχημη κατάσταση. Διαμαρτυρηθήκαμε στη Διοίκηση και μας φέρανε ένα γιατρό - στο μεταξύ αρρώστησαν και άλλοι - και το μόνο που μας έκανε ήταν να διαπιστώσει την ασθένεια. Είχαμε πάθει δηλητηρίαση από χαλασμένα φαγητά, γιατί δεν υπήρχε ψυγείο για να προφυλάγουμε.

Ο Διοικητής της φυλακής (κτήριο της Ακαδημίας) όταν διαμαρτυρόμασταν για κάτι - όπως για το φαγητό ή για την παραμονή μας - μας αντιμετώπιζε με ειρωνεία. Όταν ήρθε η ώρα για να μας πάρουν από εκεί, γιατί θα άνοιγε η Ακαδημία μετά τις διακοπές του Πάσχα, μας ειδοποίησαν να ετοιμαστούμε γιατί θα φεύγαμε… Μέσα στο αρματαγωγό μας μοιράσανε σωσίβια γιατί είχε μεγάλη φουρτούνα. Ρωτούσαμε τους ναύτες για πού μας πηγαίνουν και μας λέγανε: Πιο πολύ ξέρετε εσείς παρά εμείς. Ρωτούσαμε τους Αξιωματικούς, ούτε αυτοί μας λέγανε. Μας είχανε δεμένους ανά δύο και, δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε από τη θέση μας. Το καράβι σηκωνόταν όρθιο και περιμέναμε πότε θα βουλιάξουμε. Τους λέγαμε να μας μιλήσουν, μας έλεγαν πως δε μπορούνε, γιατί αυτή είναι η διαταγή. Δεν μπορούσαμε να πάμε στην τουαλέτα που ήταν στον καταπέλτη, σαν να λέμε στην ύπαιθρο, από κάτω στο αμπάρι που μας είχαν, εκεί που βάζανε τα άρματα και τα αυτοκίνητα…».

Ο Χαράλαμπος Αναγνωστής από την Αγία Παρασκευή θυμάται: «Τότε εγώ ήμουν γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη στο χωριό, αλλά όταν έγινε το πραξικόπημα δεν μ’ έπιασαν την πρώτη μέρα... Είχαν πιάσει μέσα στο χωριό μας (από την πρώτη μέρα) τους Παναγιώτη Ευαγγελινό, Γεώργιο Κυπραίο, Παναγιώτη Καρακωνσταντή, Χαράλαμπο Καμναρόκο, Χαράλαμπο Χατζηκυριαζή, Ποσειδώνα Γιαννακή, Απόστολο Τζάνο και άλλους. Όλοι αυτοί ήταν στην Εθνική Αντίσταση… Βγαίνοντας στο δρόμο ήταν ένας ενωμοτάρχης, και μου λέει, τι είναι αυτά, ρε Χαράλαμπε; Λέω, ποια; Λέει, πάνω στα γραφεία σας τι βρήκαμε; Λέω, τι βρήκατε; Λέει, βρήκαμε ομάδες εθνικοφρόνων πολιτών που θέλατε να σφάξετε. Του λέω, σε προκαλώ να τα δημοσιεύσεις τούτη τη στιγμή μέσα στην αγορά να τα δει ο κόσμος. Να δουν ποιοι είμαστε οι Λαμπράκηδες.

Και προχωρούσαμε να πάμε στην αστυνομία. Σε λίγο, μόλις πέρασε μισή ώρα, φέρανε το Νίκο το Τζάνο, που ήταν πρόεδρος της Κοινότητας. Τον βάλανε μαζί μας, τον κατεβάσανε κάτω μέσα σε ένα υπόγειο, δεύτερο. Τρίτον έφεραν το Χριστόφα το Σκαρλατή, που ήταν Πρόεδρος Εργατών Γης…

Μετά μας είπαν ότι θα σας πάμε στο Αστυνομικό Τμήμα της Καλλονής. Μας βάλανε μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο και μας πήγαν στην Καλλονή… Σαν αύριο το πρωί μας φόρτωσαν σ’ ένα αυτοκίνητο και μας πήγαν στην Ακαδημία Μυτιλήνης. Μέσα στο αυτοκίνητο εγώ κι ο Νίκος καθόμασταν μπροστά δεμένοι με χειροπέδες, δεν μας λύσανε τα χέρια. Πίσω δεμένος ήταν ο Χριστόφας ο Σκαρλατής μ’ ένα χωροφύλακα που είχε στο χέρι του πιστόλι. Του είπαμε να κατεβάσει το πιστόλι, αφού ήμασταν δεμένοι και είπε τέτοια εντολή έχω. Μας πήγανε σε μια αίθουσα της Ακαδημίας, όπου είχαν συγκεντρώσει πολύ κόσμο από τη Μυτιλήνη και από άλλα χωριά του νησιού. Ανάμεσά τους και ο Απόστολος Αποστόλου, ο Δήμαρχος Μυτιλήνης.

Ήρθαν επισκεπτήριο από τα χωριά, αλλά δεν μας άφηναν να δούμε τους δικούς μας. Βγάλανε επίτηδες απέξω σκουπίδια και παρουσία δυο χωροφυλάκων βάλανε το Δήμαρχο τον Αποστόλου να τα μαζέψει. Πήγαν πέντε έξι άτομα, ανάμεσα στους οποίους ένας Παπαδέλης, νομίζω κι ο Σταύρος ο Σκοπελίτης, και είπαν στο χωροφύλακα, δεν σέβεσαι την ηλικία του; Μέσα στην Ακαδημία ο καθένας μας είχε ένα χράμι ή μια κουβέρτα για να κοιμάται στο πάτωμα. Ούτε τουαλέτες. Είχε ανθρώπους που έπρεπε να κάνουν την ανάγκη τους δέκα φορές τη μέρα. Είχαμε μπετονάκια και κατούραγαν μέσα. Σίτιση, ότι είχε μαζί του ο καθένας. Δεν μας άφηναν να βγούμε έξω να περπατήσουμε. Το αποτέλεσμα ήταν μια νύχτα να μας φορτώσουν στα ρέο και να μας πάνε σ’ ένα σαπιοκάραβο που ήρθε φορτωμένο με Θεσσαλούς αγρότες και αγρότισσες, με τα καπέλα, με τα ρούχα της δουλειάς, που τους πήρανε από τα χωράφια.

Μέσα στο πλοίο είδαμε ότι είχε κόσμο πολύ. Λέγανε ότι τους πιάσανε την ώρα που κόβανε σανό και θερίζανε. Απέξω από τη Χίο το πλοίο χάλασε. Ρίξανε άγκυρα και περιμέναμε ανήσυχοι. Φοβούμασταν μη μας πνίξουν. Καμιά φορά έρχεται ένα άλλο πλοίο και μας βάζανε στο βίντσι πέντε-πέντε άτομα και μας μετέφεραν από το ένα καράβι (το αρματαγωγό «Αξιός») στο άλλο (αρματαγωγό «Νάξος»). Δεν ξέραμε πού θα μας πήγαιναν».

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey