Β ΜΕΡΟΣ

Τα «ΑΝΤΙΣΣΙΩΤΙΚΑ», από άποψη κοινωνικο-οικονομική.

24/01/2021 - 17:35

Το παρόν είναι συνέχεια του από 31.10.2020 άρθρου μου, (λόγω θεμάτων επικαιρότητας) του αναφερομένου στο βιβλίο του Περικλή Χατζημιχαλάκη, «ΑΝΤΙΣΣΙΩΤΙΚΑ». «Το σήμερα είναι αυτό που ζεις. Το χτες για την Άντισσα είναι αυτό το βιβλίο», προϊδεάζει  ο συγγραφέας, στο εξώφυλλό του.

Στο άρθρο αυτό, έκλεινα με: «Το περιεχόμενο των ΑΝΤΙΣΣΙΩΤΙΚΩΝ, θα μπορούσε κάλλιστα, σε ότι αφορά τα κατά το Μεσοπόλεμο κοινωνικο-οικονομικά του, να είναι το ίδιο για τα άλλα χωριά του νησιού μας, αλλά και της χώρας ολόκληρης.»  Η ανάλυση που ακολουθεί, καταδεικνύει  τούτο.

Προσφορότερο θα ήταν  οι στα διάφορα λήμματα κοινωνιολογικές  αναφορές  του συγγραφέα να ταξινομούνταν  χωριστά, ως προς  α) οικονομική, β) κοινωνική παράμετρο. Όμως, σε πολλά λήμματα τούτα  αλληλοσυμπλέκονται, καθιστώντας αυτό ανέφικτο.  

Ως προς την στην Άντισσα τότε οικονομία, τη συναλλακτική, αναφέρει  αγοραπωλησία πήλινων αντικειμένων, (στάμνες, τσουκάλια, κ.λπ.) στο Γαβαθά, (τα’φερναν εκεί καΐκια απ’το Μανταμάδο, Χίο, ακόμη και Μακεδονία), γράφοντας: «Το νόμισμα που αγοράζονταν όλα αυτά τα πολύ χρειαζούμενα σκεύη ήταν τα κουκιά, το στάρι, ο τραχανάς, τα σύκα κ.λπ. αγροτικά προϊόντα».

Για το εισόδημα(σιτηρά) γεωργού αναφέρει: «Αυτό το εισόδημα θα είναι το νόμισμα της οικογένειας όλο το χρόνο.»

Η σπανιότητα του χρήματος, ως  μου έλεγε ο πατέρας μου, προπολεμικά ήταν τέτοια, που όποιος είχε ένα-δυό χιλιάρικα, θεωρούταν ευκατάστατος. Έτσι, οι συναλλαγές γίνονταν «είδος με είδος».

Τα διάφορα οικονομικά στοιχεία των ΑΝΤΙΣΣΙΩΤΙΚΩΝ, δείχνουν ότι τα αγαθά τότε, ήταν ακριβότερα απ’ότι σήμερα.

Για να αντιληφθούμε την αξία του χρήματος, επιλέγω χαρακτηριστικά  λήμματα.

Φουρισιά (κουστούμι): «Βλέπεις η φουρισιά κόστιζε 1000 δραχ μέχρι 1500 δεν ήταν εύκολο ποσόν για τον πολύ κόσμο. Χίλιες δραχμές ήταν ένα γουμάρ’(φορτίο), {100 οκάδες} καρπό σιτάρι, τρείς τέσσερις μήνες ψωμί για μια φαμίλια.» 

Γκαζολίνα (μεγάλο ιστιοφόρο που είχε και πετρελαιομηχανές): Η διακίνηση εμπορευμάτων από Μυτιλήνη στην Άντισσα γινόταν δια θαλάσσης(Γαβαθά). Λόγοι πολλοί. Οι χωματένιοι καρόδρομοι, η μεταφορά με κάρα ή αραμπάδες, ο μεγάλος  χρόνος. Δύο μέρες πηγαιμός, δύο γυρισμός. Ταξίδι δραματικό. Ένας ιδιαίτερα αποτρεπτικός λόγος, η αξία των αλόγων. «Ένα άλογο κόστιζε 7.000 -10.000, ποσό αστρονομικό.»!!

Φουφού (κατ’αυτόν φουβού): «Τη φουβού τη συναντούσες σε σπίτια που δεν ήταν αγρότες. Ποιος αγρότης μπορούσε να διαθέσει 150 δραχ που κόστιζε η φουβού αλλά και τα ξυλοκάρβουνα σε καθημερινή βάση. Τα κάρβουνα είχαν 2-3 δραχ η οκά. Οι αγρότες μαγείρευαν στη γουνιά (τζάκι) με ξύλα…»

Τότε «το μεροκάματο ήταν 40 δραχ.». Οι τιμές κάποιων τροφίμων, ως :

Λόμπγις (φασούλις, ξερά φασόλια): «Ήταν ακριβές. Η οκά είχε 20 δραχ.». Πατάτες: «Η οκά 15 δραχ!!! Δηλαδή δύο οκάδες σιτάρι μία οκά πατάτες.» Αλλού, αναφέρει: «Ένα διπλό ψωμί δύο οκάδες κόστιζε 15 δραχ, μία οκά ζάχαρη 20 δραχ.».

Για τη φτώχεια, πέραν αναφορών της σε επιμέρους λήμματα, αφιερώνει  γι’αυτή ξεχωριστό λήμμα. Περιγράφει λ.χ. ότι πολλά σπίτια δεν άναβαν φως τη νύχτα επειδή δεν είχαν λάδι για το λίχνο ή πετρέλαιο για τη λάμπα. Ακόμη πως  ελλείψει φαγητού, μια φαμίλια μπορούσε να κοιμηθεί σχεδόν νηστική. Ιδιαίτερα παραστατικά περιγράφει, το ότι σε μια συγκεκριμένη ευκατάστατη πολυμελή οικογένεια, υπήρχε ένα και μοναδικό ζευγάρι παιδικών παπουτσιών. Έτσι για να κοινωνήσουν τα παιδιά, περίμενε  καθένα να γυρίσει το προηγούμενο, να φορέσει τα παπούτσια και να πάει στην εκκλησιά. Και παρατηρεί: «Αν αυτό συνέβαινε σε μία ευκατάστατη οικογένεια τι συνέβαινε σε άλλες;; τις φτωχιές οικογένειες.»

Ως προς το πότε ένας κτηνοτρόφος ή ένας γεωργός, ξεπερνά το όριο της φτώχειας, αναφέρει. Για τον πρώτο, να διαθέτει μοιρά (βοσκότοπος). «Ένας καλός μοιράς πρέπει να είναι πάνω από 300 στρέμματα.» Για το δεύτερο, «Ένας καλός παραγωγός(γεωργός) πρέπει να κάνει τουλάχιστο 6-7μόδια καρπούς, το χρόνο(500 οκάδες/μόδι)».

Ακόμη, συνέπεια της φτώχειας, το προσδόκιμο όριο ζωής, ήταν εξαιρετικά μικρό:  «Σαράντα χρονών;; και πολλά είναι για τα χρόνια που μιλάμε. Άνθρωποι κουρασμένοι αγιάτρευτοι, υποσιτισμένοι, φτωχοί  και πολλά άλλα…»

Τότε επίσης  υπήρχαν παραγιοί,  που δούλευαν σε αγρότες κυρίως, χρόνο δώδεκα μήνες. «Η ταρίφα ήταν 300 δρχ. το μήνα, φαί, ύπνο, και ένα ζευγάρι λαδιές ή αργότερα αρβύλες  το χρόνο».

Αξιοπρόσεκτο είναι ότι στα  διάφορα λήμματα προβάλλεται η κοινωνική διαστρωμάτωση.

Στο «πιάτσαλης», (άνθρωπος της αγοράς), αφού αναφέρει τα πλεονεκτήματα του έναντι των αγροτών, προσθέτει «ολωνών των Αντισσαίων το όνειρο ήταν  να γίνουν πιατσαλήδες» και συνεχίζει.  «Οι πιατσαλήδες ήταν μια κάστα μια τάξη ανθρώπων πάνω απ’ όλους υπεράνω όλων.  Κι αν ήταν ανύπαντρος ήταν καλός γαμπρός. Ήταν μια τάξη ζηλευτή.  Όλο το χωριό δουλεύει για τους πιατσαλήδες. Το μεροκάματο ενός αγρότη για τις 365 μέρες του χρόνου ήταν από 5 έως τις 15 δραχ.… Το μεροκάματο του πιάτσαλη άρχιζε από τις 15 δραχ και έφτανε ανάλογα με τη σιρμαγιά του (κεφάλαια) όσο ψηλά μπορείς να φανταστείς.»

Στο «Μπουτίνια», αναφέρει έξι διαφορετικά είδη παπουτσιών, (μεταξύ αυτών τις αρβύλες, {300 δραχ. το ζευγάρι}), και καταλήγει «…Έτσι βλέπουμε ότι και το παπούτσι ήταν ταξικό γνώρισμα. Ακόμα και με το παπούτσι που φορούσε κάθε  άνθρωπος μπορούσες να τον κατατάξεις στην κοινωνική τάξη που ανήκε.»

Ουρνιά. Το νερό στο χωριό ήταν ανεπαρκέστατο και οι βρύσες ελάχιστες. Για πόσιμο νερό ή λάτρας, ο καθένας με τη στάμνα του, τενεκέδες, κ.άλ. έμπαινε στην ουρνιά(ουρά), που μπορούσε να φτάσει ακόμη και 100 μέτρα. «Εκεί να δεις», γράφει «καυγάδες φωνές κατάρες λιποθυμίες». Και σχολιάζει «…Έτσι ήταν η ζωή εκείνα τα χρόνια ακόμα και το ελάχιστο νεράκι του θεού οι άνθρωποι το αποκτούσαν με πολύ κόπο.»

Οι κατά το ’50, ’60 έφηβοι  έζησαν τον απόηχο των «πέτρινων χρόνων» του Μεσοπολέμου κατά πως τα  αναφέρει ο Περικλής. Όπως οι της Άντισσας, το ίδιο και εκείνοι στα αλλά χωριά του νησιού.

Τα «ΑΝΤΙΣΣΙΩΤΙΚΑ», αναμφίβολα θα μπορούσε να αποτελέσουν βάση αναφοράς, σε ότι αφορά τα κοινωνικο-οικονομικά των χωριών μας της περιόδου 1920-1940 στους κατά το μέλλον μελετητές της. Τέλος, για τον Περικλή Χατζημιχαλάκη, που οπωσδήποτε δεν θα αυτοπροσδιοριζόταν συγγραφέας, συγγράφοντας αυτό,  ασφαλώς, δεν επεδίωκε  τη φήμη ή την υστεροφημία του. Τούτο όμως τον ανταμείβει,  με το να τον  κάνει να  κρατηθεί στη μνήμη των επιγενόμενων Αντισσαίων και όχι μόνο,.

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey