Ένας φλογερός Λέσβιος πατριδολάτρης

14/08/2013 - 15:55

Είναι μια αλήθεια πανθομολογούμενη. Οι γνησιότεροι, οι αυθεντικότεροι και οι πλέον ρομαντικοί πατριδολάτρες είναι όσοι η μοίρα τούς έταξε να ζουν μακριά απ’ το γενέθλιο τόπο τους. Πολύ περισσότερο από αυτούς που τον βιώνουν, τον πονούν εκείνοι που τον στερήθηκαν. Ζώντας χωρισμένοι απ’ τις πατρογονικές εστίες και με την ευεργετική επίδραση της χωροχρονικής απόστασης, εξιδανικεύουν τον τόπο που πρωταντίκρισαν το φως της μέρας, του δίνουν μια διάσταση μαγική κάποτε και τον εξαγιάζουν.

Ο πρόεδρος του Συλλόγου Μυτιληναίων Πετρούπολης, Αχιλλέας Χιωτέλλης

Είναι μια αλήθεια πανθομολογούμενη. Οι γνησιότεροι, οι αυθεντικότεροι και οι πλέον ρομαντικοί πατριδολάτρες είναι όσοι η μοίρα τούς έταξε να ζουν μακριά απ’ το γενέθλιο τόπο τους. Πολύ περισσότερο από αυτούς που τον βιώνουν, τον πονούν εκείνοι που τον στερήθηκαν. Ζώντας χωρισμένοι απ’ τις πατρογονικές εστίες και με την ευεργετική επίδραση της χωροχρονικής απόστασης, εξιδανικεύουν τον τόπο που πρωταντίκρισαν το φως της μέρας, του δίνουν μια διάσταση μαγική κάποτε και τον εξαγιάζουν.

Γιατί δε συνειδητοποιούν την απομυθοποίηση και τη φθορά του απ’ τη - συχνά βαρετή - επανάληψη της καθημερινότητας, όπου, καθώς έλεγε ο Καβάφης, «την μια μονότονην ημέραν άλλη / μονότονη, απαράλλακτη, ακολουθεί», αφού «θα γίνουν / τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι», έτσι που να «καταντά το αύριο πια, σαν αύριο να μη μοιάζει». Η φυγή τους απ’ τα πατρικά χώματα «εξοφλεί καταλυτικά τη στέρηση που τους τυραννά, με ισόποσο ή πλεονάζον ισοδύναμο στοργής, αγάπης και νοσταλγίας - ισοδύναμο, που αν δεν έφευγαν μακριά, ίσως να μην τους είχε δοθεί ποτέ. Οι εικόνες, οι εντυπώσεις, οι συγκινήσεις «εξαχνώνονται» στη μνήμη απ’ την καθημερινή συνήθεια και τύρβη των γενομένων, ενώ των ξενιτεμένων εξωραΐζονται, μένοντας άφθαρτες και ακατάλυτες στην οθόνη του νου.

Είναι, λοιπόν, μοιραίο επακόλουθο εκείνοι που στερήθηκαν τον αέρα του νησιού τους, να νιώθουν την ανάγκη να επιστρέφουν και να επανακάμπτουν, καθώς η ψυχή τους, ανοχύρωτη και ανέστια, αποζητά κάποιο «ανάχωμα» στις ανωφέρειες της ζωής, όπως το καθάριο δροσερό νερό στα φρυγμένα χείλη του διψασμένου οδοιπόρου.

Ως σήμερα, τους πιο παθιασμένους Μυτιληνιούς της διασποράς τούς είχα γνωρίσει στα πρόσωπα των ιδρυτών της «Λεσβιακής Παροικίας», Κλεάνθη Παλαιολόγο και Τάκη Χατζηαναγνώστου. Όμως, οφείλω τώρα στους δύο προαναφερθέντες να προσθέσω και έναν τρίτο: τον πρόεδρο του Συλλόγου Μυτιληναίων Πετρούπολης «Ο Θεόφιλος», Αχιλλέα Χιωτέλλη, που μαζί με την άξια γραμματέα του Συλλόγου, Ελένη Γραβουνιώτη, και μερικούς άλλους παθιασμένους Μυτιληνιούς, κατοίκους της Πετρούπολης, ίδρυσαν το δραστήριο, ομώνυμο σύλλογο.
Μπορεί, φυσικά, πολλοί να συνέβαλαν - ο καθένας με τον τρόπο του - στη δημιουργία αυτού του Συλλόγου, αλλά η ψυχή της όλης προσπάθειας ήταν, χωρίς καμμία αμφιβολία, ο Αχιλλέας Χιωτέλλης, ο οποίος και πρότεινε την ονοματοδοσία του μυτιληνιού Συλλόγου σε «Θεόφιλος», ως φόρο τιμής στο πρόσωπο του λαϊκού μας ζωγράφου.

Μια ομάδα, λοιπόν, Μυτιληνιών της Πετρούπολης ξεκίνησε το 1995 την ίδρυση του σωματείου αυτού, με στόχο να προβάλλει με κάθε δυνατό τρόπο - ομιλίες, διαλέξεις, θεατρικά δρώμενα, μουσικές παραστάσεις, εκθέσεις, εκδρομές, ημερολόγια και πάλι λέγοντας - το πολιτιστικό γίγνεσθαι της Λέσβου στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Και, βέβαια, ο ιθύνων νους όλων αυτών των εκδηλώσεων ήταν ο Αχιλλέας Χιωτέλλης.
Πλαισιωμένος από τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου, με δεξί του χέρι πάντα την Ελένη Γραβουνιώτη, αγωνίζεται από το 1995 να συνενώσει, μέσα από τις δραστηριότητες του Συλλόγου, σε μια λεσβιακή κυψέλη τους σκόρπιους Μυτιληνιούς της δυτικής Αττικής, που οι περισσότεροι κατοικοεδρεύουν μεταξύ Πετρούπολης και Περιστερίου, που είναι ένας από τους πλέον πολυάνθρωπους δήμους της χώρας.
Αγαπώντας με πάθος το νησί του, έχει παράλληλα και μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τις χαμένες πατρίδες της Μικρασίας, τόπο καταγωγής των γονιών του.

Στα χέρια του Αχιλλέα Χιωτέλλη, ο Σύλλογος Μυτιληναίων της Πετρούπολης επεξέτεινε τις πολιτιστικές του δραστηριότητες ακόμη και εκτός των συνόρων της χώρας, ανοίγοντας δίαυλο επαφής και με τις λεσβιακές κοινότητες της Αμερικής και της Αυστραλίας, στις οποίες στέλνει ανελλιπώς τα προγράμματα των εκδηλώσεων του Συλλόγου. Και πρέπει εδώ να τονιστεί ότι όλες οι εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του, περιέχουν ουσία, ενδιαφέρον και νόημα, κάποτε και σε ακαδημαϊκό επίπεδο.
Άνθρωπος δημιουργικός, με ιδέες πρωτοποριακές, έχει παρουσιάσει όλους σχεδόν τους πνευματικούς ακρογωνιαίους λίθους του λεσβιακού πολιτισμού (Ελύτη, Μυριβήλη, Βενέζη, Κόντογλου, Εφταλιώτη, Σαπφώ κ.ά.).

Εντυπωσιακά είναι επίσης και τα πρωτοχρονιάτικα ημερολόγια του Συλλόγου - κάποια μάλιστα και συλλεκτικά -, που είναι εξ ολοκλήρου δική του ιδέα, δημιουργία και πράξη.

Ιδρυτής, ακόμα, χορωδίας και θεατρικής ομάδας, προσπαθεί ν’ αναβιώσει το λαϊκό και δημοτικό παρελθόν του νησιού μας - μουσικά και θεατρικά -, με αξιοσημείωτη πάντα επιτυχία.
Τελειομανής, δίνοντας πάντα σημασία στη λεπτομέρεια, επέτυχε, τόσο εφέτος όσο και το 2012, τιμώντας την απελευθέρωση της Μυτιλήνης, 100 χρόνια από τον τουρκικό ζυγό, ν’ ανεβάσει με Μυτιληνιούς ερασιτέχνες ηθοποιούς τη θεατρική τριλογία του Δημήτρη Λεοντή «Η απελευθέρωση της Μυτιλήνης», με τη σκηνική διδασκαλία και επιμέλεια της Αντισσαίας ηθοποιού και σκηνοθέτιδας Ελευθερίας Βερβέρη, παράσταση στην οποία συμμετείχε σε έναν ενδιαφέροντα ρόλο, τόσο η γραμματέας του Συλλόγου Ελένη Γραβουνιώτη, όσο και ο... ίδιος ο Αχιλλέας Χιωτέλλης, που υπεδύθη με εξαιρετική επιτυχία το ρόλο του γέροντα νυχτοφύλακα. Ήταν μια παράσταση που μας συγκίνησε όλους - σε αυθεντική μυτιληνιά ντοπιολαλιά - όσοι είχαμε τη χαρά να την παρακολουθήσουμε και η οποία εισέπραξε το θερμό χειροκρότημα του κοινού.

Η πορεία του Αχιλλέα Χιωτέλλη για να επιτύχει όσα επέτυχε στη ζωή του, ήταν μια πορεία δύσβατη, γεμάτη τριβόλους κι αγκάθια. Φτωχό παιδί, αγροτών γονέων, γεννήθηκε στα Δάφια, όπου τέλειωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο στα εκπαιδευτήρια Καλλονής. Στην Αθήνα ήρθε μόλις 18 χρόνων, μόνος στο χάος της πρωτεύουσας, ορφανός από μάνα απ’ τα 12 του χρόνια, κάνοντας όλες τις δουλειές του κόσμου για να μπορέσει να επιβιώσει, δουλεύοντας ακόμη και σε οικοδομή!!! Προσπάθησε και κατάφερε να έχει στη ζωή του «καλή περπατησιά», όπως λέμε στον τόπο μας. Με τις ηθικές και χριστιανικές καταβολές που είχε πάρει απ’ το χωριό του, πιστεύοντας στις αξίες της οικογένειας, έστησε το σπιτικό του στην Πετρούπολη και απέκτησε με τη γυναίκα του, Βικτωρία Βατούση, από την Άντισσα, δύο υπέροχα παιδιά, τον Αλέξανδρο -αστροφυσικό στην Ολλανδία- και τη Γεωργία -απόφοιτη Μουσικής Τεχνολογίας και Παντείου Πανεπιστημίου-, στα οποία μεταλαμπάδευσε το ήθος του και τις αξιακές του αρχές.

Ο Αχιλλέας Χιωτέλλης είναι ο ίδιος μια Λέσβος ολόκληρη. Και πρέπει εδώ να πω πως το πάθος αυτού του ανθρώπου για το νησί μας το έζησα όχι μόνο μία και δύο φορές. Γιατί πέρ’ απ’ την πατριδολατρία του είναι, όπως προείπα, μια πολυσύνθετη και πολυδιάστατη περίπτωση ανθρώπου, με δυναμική που την κρύβει καλά κάτω απ’ την παροιμιώδη του σεμνότητα. Όσο είναι προσηνής ως χαρακτήρας, άλλο τόσο είναι και ταπεινόφρων.
Όταν του είπα πως σκόπευα να γράψω ένα πορτραίτο του στο «Εμπρός», τι νομίζετε πως μου είπε; «Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε, κ. Νικορέτζο. Δεν είναι ανάγκη να γράψετε για μένα. Εγώ είμαι ένας απλός και ταπεινός άνθρωπος. Γράψτε, αν θέλετε, για το Σύλλογο. Κανένα δεν είναι έργο αποκλειστικό μου. Όλοι το ίδιο προσπαθούμε.»

Κι ερωτώ τον αναγνώστη αν γνωρίζει πολλούς ανάλογους ανθρώπους, που... απεκδύονται τον έπαινο για τον εαυτό τους - έπαινο που τους προσφέρεται και τον αξίζουν απολύτως - για να τον παραχωρήσουν στους άλλους, στους πολλούς, επιλέγοντας από το «εγώ», το «εμείς».
Ναι, ναι, Αχιλλέα Χιωτέλλη. «Όλοι το ίδιο προσπαθούμε.» Έτσι είναι. Ξέρουμε δα τι συμβαίνει κατά κανόνα στα πολιτιστικά σωματεία: «Να γίνεται ολοκαύτωμα ο ένας για να εισπράττουν τη δόξα οι πολλοί.» Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι υποτιμάται ή υποβαθμίζεται η όποια συμβολή των υπολοίπων. Όμως ο ΕΝΑΣ είναι το παν.
***
Δε θα ξεχάσω ποτέ, φίλοι αναγνώστες, ένα λεσβιακό καλοκαιρινό γλέντι, που ετοίμασε και διοργάνωσε ο Αχιλλέας Χιωτέλλης στη Χασιά (ή Φυλή, αν προτιμάτε), των Μυτιληναίων της Πετρούπολης, με τη συνεπικουρία της Ελένης Γραβουνιώτη.
Παρακολούθησα όλη τη διαδικασία της προετοιμασίας. Σ’ όλα τα... τρεχάματα, πρώτος ο Αχιλλέας. Να βρει το κέντρο, να βρει τη μουσική, να φροντίσει για τις προσκλήσεις, τα δώρα, τις ομιλίες και τα υπόλοιπα συνήθη.
Δραστήριος, πρόθυμος, μειλίχιος, ακούραστος, επιστατούσε σε όλα. Διέκρινα στις κινήσεις του την ευδαιμονία ενός ανθρώπου - τον ενθουσιασμό του θα έπρεπε να πω -, βλέποντας να περιστοιχίζεται από συντοπίτες του, αγκαλιάζοντάς τους όλους ή αποτείνοντάς τους το φιλικό του μυτιληνιό χαιρετισμό.

Όμως η προσωπική του αποθέωση ήταν όταν, μετά το φαγοπότι και την ουζοκατάνυξη, έπιανε το χορό.
Καθόμουν στο τραπέζι των... «επισήμων», που με έβαλε να καθίσω, και τον παρακολουθούσα (τον χάζευα, μάλλον, θα έπρεπε να πω). Έκανε νόημα στην ορχήστρα, τα όργανα... συγκαιριστούν και μόνος στη μέση της τεράστιας τσιμεντένιας πίστας, άρχιζε ένα μερακλίδικο μυτιληνιό απτάλικο, που κάποια στιγμή, κατά τους ορισμούς των οργάνων, τον γύριζε σε ζεϊμπέκικο. Στις κινήσεις του, στα τσαλίμια του, στα «όπα» του, σ’ όλα του τα τσακίσματα, δεν έβλεπα τον ώριμο άνδρα, με το πρόωρα ρυτιδωμένο μελαψό πρόσωπο, το αργασμένο απ’ τα βάσανα της ζωής. Έβλεπα τον 20χρονο έφηβο, που ήταν, λες, μεθυσμένος από βαρύ ούζο του Πλωμαριού. Παρατηρούσα το βηματισμό του καθώς άρχιζε να ζυγιάζεται, πότε απ’ τη μια, πότε απ’ την άλλη, λες έτοιμος να πέσει, και σε κάθε χτύπημα της παλάμης του στον «ντουσεμέ», να βλέπεις να ξελωχά απ’ τα μάτια του, σαν από αναμμένη χόβολη, όλο το μεράκι του Μυτιληνιού, όλο το μαράζι του... μισεμένου - ποιου μισεμένου; στην Αθήνα βρισκόμαστε - που αποκομμένος απ’ τα λεσβιακά χώματα, πάσχιζε να ξαναζωντανέψει όλους εκείνους τους μερακλήδες Μυτιληνιούς βρακάδες, με το γαρύφαλλο στο ένα αυτί και το τσιγάρο στο άλλο: «Τι ψυχή», έλεγα μέσα μου, «κουβαλά στα σωθικά του αυτός ο άνθρωπος!» Από πού αντλεί αυτό το κέφι, αυτό το μεράκι. Αφού τέλειωνε τη δική του «παράσταση», έκανε νεύμα στον κόσμο, απέναντι στα τραπέζια, καλώντας τον να μπει κι αυτός στο χορό, να σύρει κι αυτός τους δικούς του γύρους. Κι εγώ - ο ποιητής - νόμιζα πως με το νεύμα του αυτό, καλούσε τον Αργύρη Εφταλιώτη, που ολοζωής τον έτρωγε το μαράζι της ξενιτιάς, να δώσει το σύνθημα του τραγουδιού, με τους αθάνατους λεσβιακούς στίχους του, όπως μας τους έδωσε στο «Χορό των ξενιτεμένων»:
«Πιάστε το χορό, παιδιά
πιάστε μ’ ανοιχτή καρδιά,
όξω βγάλτε το μαντήλι
κι ο χορός ας πάει σφοντύλι.
...
Πάμε εκεί, μωρές παιδιά,
πάμε μ’ ανοιχτή καρδιά,
τα γαρύφαλλα στ’ αυτιά μας
βασιλιάδες στα νησιά μας.
Κι ύστερα όλος ο κόσμος να σηκώνεται και ν’ αρχίζουν τα καλαματιανά κι οι καρσιλαμάδες.
***
Θα κλείσω αυτή την περιήγηση στα «Έργα και Ημέρες» του Αχιλλέα Χιωτέλλη με μια τελευταία επισήμανση, που έχει να κάνει με την περηφάνεια του και την αρχοντιά του. Μετά από κάθε ομιλία μου στο Δημοτικό Θέατρο της Πετρούπολης και στη δεξίωση που ακολουθούσε κάθε φορά σε διάφορες ταβέρνες της περιοχής, έσπευδε πάντα να με τραπεζώνει ιδιαιτέρως, πληρώνοντας εκείνος το λογαριασμό απ’ το βαλάντιο της πενιχρής του σύνταξης, παρά τις δικές μου αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες, ποσό που ενώ για μένα δεν ήταν τίποτα, για κείνον ήταν σημαντικό. «Σας παρακαλώ, μη μου στερείτε αυτή την τιμή, κ. Νικορέτζο», μου έλεγε. «Δώστε και σε μένα αυτή την ευχαρίστηση να σας ανταποδώσω τη χαρά μου για την έξοχη ομιλία σας.» Για να προλάβει νέα δική μου άρνηση, έπαιρνε το λογαριασμό απ’ τα γκαρσόνια, που κατά κανέναν τρόπο δε δέχονταν τη δική μου πληρωμή, μια και προσωπικά δεν ήθελα να ξοδευτεί ο Σύλλογος.

Όμως, όταν ρώτησα σχετικά κάποιον του διοικητικού συμβουλίου που ήταν στο τραπέζι μου, μου είπε το εξής εκπληκτικό: «Μα δε μας ξοδεύετε, κ. Νικορέτζο. Το λογαριασμό τον πληρώνει ο πρόεδρός μας από την τσέπη του, για να μην επιβαρύνει το Σύλλογο»! Ξέρετε πολλούς προέδρους, φίλοι αναγνώστες, πολιτιστικών συλλόγων, που να κάνουν κάτι ανάλογο; Αν τους ξέρετε, να μου τους κατονομάσετε.
Δε θα διστάσω να χαρακτηρίσω τον υπέροχο αυτό άνθρωπο, με τη γενναιόδωρη λεσβιακή ψυχή, Ευπατρίδη, που μου απέδειξε πόσο βαραίνει κάποτε η περηφάνεια της φτώχειας, που δεν είναι απλά μια μισή, μα ολόκληρη αρχοντιά.
Το φετινό καλοκαίρι ο Αχιλλέας Χιωτέλλης γνωρίζει μια μεγάλη δοκιμασία με την υγεία του, έχοντας πρόσφατα αντιμετωπίσει ένα πολύωρο και βαρύ χειρουργείο.

Εκ μέσης ψυχής τού ευχόμαστε να είναι ξανά σιδερένιος, όλοι οι φίλοι κι οι γνωστοί που τον αγαπούμε.
Και η τελευταία λέξη:

Σε μια εποχή που «φωταγωγούνται» οι κάθε λογής σαλτιμπάγκοι και οι παντοειδείς ξεγάνωτοι ντενεκέδες, ο Αχιλλέας Χιωτέλλης, ο καλός αυτός σπορέας του λεσβιακού πολιτισμού στο λεκανοπέδιο της Αττικής, αποτελεί υπόδειγμα ανθρώπου - όσο απλός και σεμνός κι αν φαντάζει -, ένα πρότυπο υπέρτατης αξιοπρέπειας και απόλυτης ακεραιότητας, που κοσμεί με την παρουσία του και την προσφορά του τη χορεία των εκλεκτών προσωπικοτήτων του αιολικού μας νησιού.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey