Η Μυτιλήνη του Μίμη

Το τρίτο καλοκαίρι τελειώνει*

11/01/2013 - 16:23

Από εκείνη τη μέρα και ώσπου να ανοίξουν τα σχολεία, ξημεροβραδιαζόμουνα στη Λέσχη τού ΦΟΜ, που ήταν ταυτόχρονα Λέσχη τής ΕΠΟΝ, τόσο στην παλιά όσο και στην καινούργια, όταν άνοιξε. Ήταν η αρχή μιας καινούργιας ζωής.

Από εκείνη τη μέρα και ώσπου να ανοίξουν τα σχολεία, ξημεροβραδιαζόμουνα στη Λέσχη τού ΦΟΜ, που ήταν ταυτόχρονα Λέσχη τής ΕΠΟΝ, τόσο στην παλιά όσο και στην καινούργια, όταν άνοιξε. Ήταν η αρχή μιας καινούργιας ζωής.

Ένα απόγεμα καθώς κουβεντιάζαμε στο ΦΟΜ, μπήκαν στην αίθουσα δυο άγνωστοί μας αντάρτες. Από τη στολή τους φάνηκε αμέσως πως δεν ήταν ΕΛΑΣίτες, τουλάχιστον του ΕΛΑΣ της Λέσβου. Πραγματικά, ήταν αντάρτες τού ΕΛΑΝ. Τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης είχε καταπλεύσει στο λιμάνι ένα εξοπλισμένο καΐκι τού ΕΛΑΝ. Προερχόταν από το Πήλιο και όπως μάθαμε, είχε και προηγουμένως επισκεφθεί αρκετές φορές το νησί, μόνο που προσορμιζόταν σε απόμερους όρμους της ελεύθερης περιοχής του.

Υποδεχτήκαμε τους δυο επισκέπτες μας πολύ εγκάρδια, τους κεράσαμε ούζο με μεζέ, που παραγγείλαμε σε ένα καφενείο της αγοράς, και πιάσαμε κουβέντα μαζί τους. Ο ένας, που όπως μάθαμε ήταν ο καπετάνιος, λεγόταν Βαγγέλης Οικονόμου και ήταν εργάτης από το Βόλο, κι ο άλλος, που ήταν ο ασυρματιστής, Ορέστης Γιάκας, και ήταν δάσκαλος από την Ικαρία. Τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος (που δεν τους συνόδεψαν γιατί τους είχε αναλάβει μια παρέα από δικούς μας ΕΛΑΣίτες), ήταν ναυτικοί, από το Τρίκερι κι άλλα χωριά του Πηλίου. Ηλιοψημένοι, θαλασσοδαρμένοι και μπαρουτοκαπνισμένοι, μας φάνηκαν εν τούτοις πολύ ντροπαλοί και σχεδόν κοκκίνιζαν όταν τους μιλούσαν κάποια κορίτσια που βρέθηκαν στη Λέσχη.

Ξέροντας πως στο σπίτι μας θα είχαν μαζευτεί φίλοι των γονιών μου να γιορτάσουν την Απελευθέρωσή μας, τους κουβάλησα σχεδόν με το ζόρι, γιατί διστάζανε να έρθουν «απρόσκλητοι», να τους γνωρίσουν. Βρήκαμε το σπίτι γεμάτο από συγγενείς και φίλους. Ο πατέρας μου αγκάλιασε και φίλησε τους δυο ΕΛΑΝίτες και τους παρουσίασε στην ομήγυρη. Στο γλέντι που ακολούθησε, μας έμαθαν πολλά αντάρτικα τραγούδια.

Η οργάνωσή μας, η ΕΠΟΝ, είχε στην πόλη δέκα τμήματα. Τα εννέα ήταν κατά γειτονιές και το 10ο ήταν των μαθητών του γυμνασίου, η «Μαθητική ΕΠΟΝ». Στην αρχή ήμασταν έντεκα, όλο αγόρια, αλλά σύντομα αυξηθήκαμε σε είκοσι πέντε. Ανάμεσά μας είχαμε τώρα και κορίτσια: τη Δήμητρα τη Σκαλτσούνη, πολύ όμορφη και κάπως παχουλή, που γι’ αυτό τη φωνάζαμε «Βαρελάκι», τη Μαρίκα τη Χατζηράλλη, που ήταν πάντα γελαστή και τη λέγαμε «Σου γελάω», τη Σούλα την Κουκουτού, τη Νέδα τη Νικήτα, την Αρίσβα Παπαχαραλάμπους, τη Βάσω και την Ερμιόνη Κορίτατζη, τη Ζωή Καραμπελοπούλου, την Ευτυχούλα Κακαβιά, τη Βαγγελίτσα την Αποστόλου και την Παρίτσα τη Χωριανοπούλου, που ήταν γειτονοπούλα μου, όλα όμορφα, δροσερά κορίτσια της 6ης, 7ης και 8ης τάξης.

Κάναμε εκλογές και στο Τμηματικό Συμβούλιο εκλέξαμε γραμματέα τον Τάκη το Γιαννακόπουλο, διαφωτιστή τον Τάκη τον Παπαθανασίου και οικονομικό υπεύθυνο το Μάριο το Γιουρουκέλλη. Η Δήμητρα κι εγώ βγήκαμε απλά μέλη.

Η στενή παρέα ανάμεσα σε νεαρούς και νεαρές, που δημιουργούσε η συμμετοχή τους στην ίδια οργάνωση και στις εκδηλώσεις της, δεν προκάλεσε προβλήματα. Η γενική ατμόσφαιρα ήταν μάλλον πουριτανική, αλλά καθόλου υποκριτική. Βεβαίως ακόμα και απλά φλερτ θεωρούνταν απαράδεκτα καμώματα, αλλά από την αρχή ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια (στη δικιά μας περίπτωση) ή σε νεαρούς και κοπέλες (στις οργανώσεις των μεγαλύτερων), αναπτύχθηκε μεγάλη εγκαρδιότητα και συντροφικότητα. Κάναμε πολύ κεφάτα πάρτυ και τρελές εκδρομές, αλλά πλέον ου. Φυσικά δεν άργησαν να σχηματιστούν κάποια ζευγαράκια, αλλά αυτές ήταν σπανιότατες περιπτώσεις και κατά κάποιον τρόπο είχαν την έγκριση και κάλυψη της οργάνωσης, μια που αφορούσαν ερωτευμένα παιδιά, που είχαν δηλώσει πως θέλανε να παντρευτούν και να ζήσουνε μαζί. Σε μας τουλάχιστον (τους μαθητές) η μοναδική περίπτωση ήταν του Λαλάκου και της Βάσως, που κατέληξε, μετά εφτά χρόνια, σε γάμο, ο οποίος κράτησε ισοβίως. Παρόμοια ήταν και η περίπτωση των (μεγαλύτερών μας) Θόδωρου και Αφροδίτης.

Είχαμε πάντως αρχίσει να συζητάμε (οι νεαροί μεταξύ μας) για τις σχέσεις με το άλλο φύλο και για το πώς θα λύναμε το σεξουαλικό μας πρόβλημα. Δεν ξέραμε όμως ποιον από τους μεγάλους να ρωτήσουμε σχετικά. Όσο θάρρος κι αν είχαμε μαζί τους, θεωρούσαμε αδιανόητο να ρωτήσουμε το Μίλτη τον Παρασκευαΐδη ή το Βασίλη τον Αρχοντίδη. Τους ντρεπόμασταν. Θα μας ήταν ίσως πιο βολικό να ρωτήσουμε το «Δάσκαλο», τον Αποστόλου, που μας φαινόταν πολύ πιο προσιτός, αλλά αυτός τώρα ήταν γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής, πού να βρει καιρό να ασχοληθεί μαζί μας και μάλιστα για τέτοια θέματα.

Τελικά μια μέρα, αρχές Οκτωβρίου, με πρωτοβουλία του Τζίμη του Φράγκου, πήγαμε στα γραφεία της Νομαρχιακής Επιτροπής και βρήκαμε τον Αχιλλέα τον Κοντάρα, σεβαστό και κοσμαγάπητο αγωνιστή, που είχε το χάρισμα να δημιουργεί ατμόσφαιρα οικειότητας με όλους τους συνομιλητές του και η οποία, στην περίπτωσή μας, κάλυψε το χάσμα της διαφοράς ηλικίας.

Ο μπαρμπα-Αχιλλέας μάς άκουσε προσεχτικά, με κάποιο αδιόρατο χαμόγελο να φέγγει στο πρόσωπό του, κι ύστερα μας μίλησε πολύ φιλικά, αλλά δυστυχώς πολύ γενικόλογα.

«Ό,τι και να κάνετε, κι όπως και να γίνει, να έχετε πάντα στο νου σας πως τη γυναίκα πρέπει να τη σεβόσαστε. Ακόμα και οι πόρνες είναι άξιες του σεβασμού σας, γιατί είναι κι αυτές θύματα της κοινωνίας. Βοηθάτε να στεριώσουμε την καινούργια κοινωνία, όπου οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και φυσικά ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες, θα είναι λεύτερες, γιατί δε θα καθορίζονται από το χρήμα και τότε όλα αυτά τα προβλήματα θα λυθούν.»

Το μόνο σίγουρο συμπέρασμα που βγάλαμε φεύγοντας, ήταν πως έπρεπε να βάλουμε τα δυνατά μας να φτιάξουμε αυτή την κοινωνία της λευτεριάς.

* Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Επτά ευτυχισμένα καλοκαίρια».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey