Η Μυτιλήνη του Μίμη

Ένα φιλί κάτω απ’ τη συκιά*

30/11/2012 - 17:16

Ο δεκαπεντάχρονος Μίμης, σύνδεσμος του ΕΑΜ, έχει πάει με αποστολή στο Ψηλομέτωπο, καλοκαίρι τού 1944 και φιλοξενείται σε φιλικό σπίτι. Το βραδάκι πήγα στο καφενείο του Στρατή, μήπως είχε να μου δώσει τίποτα.

[Ο δεκαπεντάχρονος Μίμης, σύνδεσμος του ΕΑΜ, έχει πάει με αποστολή στο Ψηλομέτωπο, καλοκαίρι τού 1944 και φιλοξενείται σε φιλικό σπίτι.]

Το βραδάκι πήγα στο καφενείο του Στρατή, μήπως είχε να μου δώσει τίποτα.

«Συναγωνιστή, είσαι άτυχος», μου λέει. «Συνεδρίαση θα έχουμε μεθαύριο το βράδυ. Αναγκαστικά θα πρέπει να μείνεις άλλες δύο μέρες, γιατί δεν έχω σύνδεσμο να στείλω την απόφαση κάτω.»

Γύρισα και ανακοίνωσα τα νέα στον κυρ-Στέλιο και την κυρία Ανθούλα. Χάρηκαν αληθινά που θα με είχαν τρεις μέρες μαζί τους. Η παρουσία μου ήταν ίσως μια ποικιλία στην καθημερινή τους ρουτίνα. Το βράδυ μετά το φαΐ, πιάσαμε συζήτηση, αυτήν τη φορά για την εξέλιξη του πολέμου, για τις ειδήσεις που μας είχε φέρει ο συναγωνιστής Οικονόμου από την Ελεύθερη Ελλάδα, για τις μάχες στις συνοικίες της Αθήνας, για τους ΕΠΟΝίτες που σκοτώθηκαν στην οδό Μπιζανίου στην Καλλιθέα και στο κάστρο του Υμηττού και με την ευκαιρία τούς έμαθα τα δυο τραγούδια του αγώνα που ήξερα: το «Στ’ άρματα, στ’ άρματα» και τον «Ύμνο τής ΕΠΟΝ». Μ’ ακούγανε με μεγάλη συγκίνηση. Είδα τα μάτια της Αγλαΐας, που παρακολουθούσε τη συζήτηση χωρίς να μιλά, να λάμπουν. Ο κυρ-Στέλιος μερακλώθηκε κι άρχισε να τραγουδά τον παλιό ύμνο της Δημοκρατίας: «Από τα βάθη των αιώνων Δημοκρατία ξεκινάς» κι ένα σατιρικό τραγουδάκι που έλεγε «Της Αμύνης τα παιδιά διώξανε το Βασιλιά».

Το πρωί, η Αγλαΐα μού πρότεινε να πάμε να μαζέψουμε σύκα από τις συκιές τους και η κυρία Ανθούλα συμφώνησε. Πήραμε ένα καλάθι κι οπλισμένοι με την κατζουρίδα, ένα μακρύ ραβδί που κατέληγε σε αρπάγη σαν τις αγκλίτσες, κινήσαμε. Οι συκιές ήταν λίγο έξω από το χωριό. Σκαρφαλώσαμε κι οι δυο στα δέντρα και με την κατζουρίδα τραβούσαμε κοντά τα κλαδιά που είχαν σύκα, για να κόψουμε τους καρπούς. Σε λίγο είχαμε γεμίσει το καλάθι.

Μου άρεσε πολύ η Αγλαΐτσα. Ήταν όμορφο κορίτσι, που ξεχείλιζε από ζωή και χαρά. Γελούσε με το παραμικρό. Ένιωθα ζωηρή επιθυμία να την αγκαλιάσω και να της φιλήσω τα ροδοκόκκινα μάγουλά της, που θυμίζανε μήλα.

Ντρεπόμουν όμως και, λίγο, φοβόμουν. Δεν είχα ξαναφιλήσει κορίτσι. Αν μ’ έβριζε ή αν μ’ έσπρωχνε ή με χαστούκιζε, τι θα έκανα; Ύστερα ήταν στη μέση και η ιδιότητά μου. Δεν ήμουν κανένα ανεύθυνο παλιόπαιδο, ήμουν ΕΠΟΝίτης και βρισκόμουν σε αποστολή, οπότε δεν έπρεπε να δώσω αφορμή να κατηγορήσουν την Οργάνωση. Την επομένη το πρωί, που ξαναπήγαμε για σύκα, ξέχασα το καλάθι στο σπίτι. Όταν το θυμηθήκαμε, ήταν αργά για να γυρίσουμε να το πάρουμε.

«Δεν πειράζει, θα τα βάλω στην ποδιά μου», μου λέει.

Αυτήν τη φορά ανέβηκα μόνο εγώ στη συκιά, οπλισμένος με την κατζουρίδα και της πετούσα τα σύκα, που στην αρχή τα έπιανε στον αέρα γελώντας, κατόπιν όμως τα δεχόταν στην τεντωμένη ποδιά της ώσπου αυτή γέμισε.

Κατέβηκα κάτω από το δέντρο και βλέποντας πως και τα δυο της χέρια ήταν απασχολημένα να κρατάνε την ποδιά της γεμάτη σύκα, δεν κρατήθηκα. Σκέφτηκα πως δε θα μπορούσε να με σπρώξει. Αυτό μού ‘δωσε θάρρος, της έπιασα το κεφάλι και την φίλησα στα κόκκινα μάγουλά της. Δε με απόκρουσε, ούτε διαμαρτυρήθηκε, αλλά αντίθετα, όταν την ξαναφίλησα, με αγκάλιασε κι αυτή και με φίλησε στο μάγουλο.

Μαζέψαμε γελώντας τα πεσμένα στο χώμα σύκα και τα βάλαμε στην καταλερωμένη ποδιά της, που αποφάσισε να την βγάλει από πάνω της και να την κρατήσει σαν μπόγο. Ξεπεράσαμε έτσι την αμηχανία που νιώσαμε με το τόλμημά μας και γυρίσαμε στο σπίτι χαρούμενοι. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και πετάριζε μέσα στο στήθος μου. Είχα φιλήσει κορίτσι! Το πρώτο φιλί της ζωής μου. Το μεσημέρι στο φαΐ κοιταζόμασταν κλεφτά και κοκκινίζαμε.

Ευτυχώς ούτε ο κυρ-Στέλιος ούτε η κυρία Ανθούλα παρατήρησαν τα αναψοκοκκινίσματά μας.

Το απόγεμα με βρήκε ο υπεύθυνος και μου ‘πε πως αύριο κατά τις δέκα θα μου έδινε το χαρτί με την απόφαση της συνεδρίασης, να το πάω στην Οργάνωση. Στενοχωρήθηκα που θα χώριζα από την Αγλαΐτσα. Το βράδυ, πριν πάμε ο καθένας για ύπνο στα δωμάτιά μας, την ξεμονάχιασα και την ξαναφίλησα πολλές φορές.

Το άλλο πρωί πήγαμε για τελευταία φορά να μαζέψουμε σύκα. Στο δρόμο, ούτε γέλια ούτε πειράγματα. Ήμασταν κι οι δυο μελαγχολικοί.

«Θα φύγεις και δε θα ξανάρθεις.»

«Μόλις τελειώσει ο πόλεμος, θα έρθω», της λέω.

«Άμα γλυτώσ’ η πόλιμους! Ποιος ξέρ’ σι πόσα χρόνια», μου είπε στο ιδίωμα του χωριού.

«Ποια χρόνια; Οι Ρώσοι μπήκαν στη Ρουμανία. Όπου να ‘ναι θα έρθουν κι εδώ.»

Αυτήν τη φορά φιληθήκαμε πολλές φορές κι όχι μόνο στα μάγουλα, μα και στο στόμα. Γυρίσαμε στο σπίτι της, παραδώσαμε τα σύκα στην κυρία Ανθούλα, τους χαιρέτησα όλους κι ύστερα πήγα στον υπεύθυνο, πήρα τα χαρτιά και ξεκίνησα για πίσω. Στο γυρισμό ήμουν μελαγχολικός και συλλογισμένος.

[Και σημειώνει ο Μίμης: «Την Αγλαΐτσα την ξαναντάμωσα μετά από 64 χρόνια! Ήταν καλοκαίρι τού 2009, που παραθερίζαμε στη Μυτιλήνη, και μαθαίνοντας πως σύχναζε στο ΚΑΠΗ της Απάνω Σκάλας, πήγα και την αναζήτησα. Μου δείξανε μια καλοσυνάτη γριούλα, που φάνηκε πολύ παραξενεμένη όταν της είπαν πως την αναζητούσε ένας άγνωστός της ασπρομάλλης γέρος. Όταν της θύμισα το μάζεμα των σύκων στο χωριό της, εκείνες τις μέρες του Αυγούστου τού ‘44, μου ‘πιασε το χέρι και με κοίταξε συγκινημένη. Μου είπε πως δεν είχε μόνο εγγόνια όπως εγώ, αλλά και δυο δισέγγονα!»]

* Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Επτά ευτυχισμένα καλοκαίρια».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey