Η Μυτιλήνη του Μίμη

Το μαγαζί του παππού μου*

04/05/2012 - 15:31

Το μαγαζί του παππού μου, στη Μόρια, ήταν δίπλα στο σταθμό της Χωροφυλακής, στην αρχή του δρόμου, που κατηφόριζε από την αγορά στον τσεσμέ. Ήταν στενόμακρο και είχε και στις τρεις πλευρές του ράφια με εμπορεύματα από το πάτωμα ως το ταβάνι.

Το μαγαζί του παππού μου, στη Μόρια, ήταν δίπλα στο σταθμό της Χωροφυλακής, στην αρχή του δρόμου, που κατηφόριζε από την αγορά στον τσεσμέ. Ήταν στενόμακρο και είχε και στις τρεις πλευρές του ράφια με εμπορεύματα από το πάτωμα ως το ταβάνι. Η τέταρτη πλευρά ήταν η είσοδος. Μπροστά στα ράφια της αριστερής πλευράς ήταν ένας μακρύς ξύλινος πάγκος, όπου ο παππούς άπλωνε τα τόπια με τα υφάσματα και τ’ άλλα εμπορεύματά του.

Ο παππούς πουλούσε κάθε είδους υφάσματα, νήματα, μάλλινα και μπαμπακερά, κλωστές σε κουβαρίστρες και σε μασουράκια, καρφίτσες, βελόνες και παραμάνες, κόπιτσες, σούστες και γάντζους για τα ρούχα, φουρκέτες και τσιμπιδάκια για τα μαλλιά. Ακόμα πουλούσε βαφές για υφάσματα, ναφθαλίνη, στύψη, βιτριόλι, καραμπογιά, ακουαφόρτε, σόδα, ποτάσα, ακόμα και κινίνο χύμα και πλήθος άλλα εμπορεύματα.

Μου άρεσε πολύ να πηγαίνω στο μαγαζί του παππού μου τα πρωινά, όταν η συμμορία μας, το «καλαμένιο ιππικό», δε λειτουργούσε, να παρακολουθώ τους πελάτες που μπαινοβγαίναν και να περιεργάζομαι τα εμπορεύματα.

Ο παππούς μου, με την πρώτη, μου απαγόρεψε αυστηρά να πιάνω τα κουτιά που είχαν σκόνες και τα μπουκάλια που είχαν υγρά. Αντίθετα, μ’ άφηνε να πιάνω τα κουτιά με τα μασουράκια των χρωματιστών κλωστών για κέντημα και τα διπλωτά χαρτόνια με τα χρωματολόγιά τους. Τα χρώματα με μάγευαν. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσα τις άπειρες αποχρώσεις των βασικών χρωμάτων, καθώς τις έβλεπα ταξινομημένες στα χρωματολόγια.

Αργότερα, ο παππούς με άφηνε να παίζω και με τη μικρή ζυγαριά που είχε για να ζυγιάζει τις μπογιές.
Ο παππούς ήταν λιγομίλητος, ακόμη και με τους πελάτες του. Η κίνηση του μαγαζιού του δε στηριζόταν στην ευφράδεια του καταστηματάρχη ή στην κολακεία του προς τους πελάτες, αλλά στην καλή ποιότητα των εμπορευμάτων και τη χαμηλή τους τιμή.

Ιδιαίτερα αυστηρός ήταν με τα παιδιά της ηλικίας μου, που τα στέλναν οι μαμάδες τους να αγοράσουν διάφορα πράματα. Στις περιπτώσεις αυτές γινόταν ο εξής διάλογος:

Ο μικρός (χωρίς να πάρει ανάσα): «Είπε η μαμά μου να μου δώσεις τρεις δραχμές μπαμπακούλα, δυο πήχες κάμποτο, ένα χαρτί καρφίτσες, μια κουβαρίστρα άσπρη κλωστή και δυο βελόνες.»

Ο παππούς: «Έχεις λεφτά;»

Ο μικρός: «Έχω,»

Ο παππούς: «Να τα δω.»

Ο μικρός τού ‘δινε τα λεφτά, ο παππούς τα μετρούσε προσεχτικά και εφόσον αντιστοιχούσαν στην αξία της παραγγελίας, του έδινε τα ζητηθέντα. Διαφορετικά, έγραφε σ’ ένα χαρτί πόσα ακόμα χρήματα λείπανε και τον έστελνε στη μάνα του, για να τα φέρει.

Όταν βράδιαζε, η δουλειά έκοβε. Τότε ο παππούς συνήθιζε να βγάζει μια καρέκλα στην πόρτα του μαγαζιού του και να κάθεται στη βραδινή δροσιά. Την ίδια πάντα ώρα ερχόταν από το σπίτι ο κίτρινος γάτος και τριβόταν στις μπότες του. Τότε ο παππούς έβαζε την καρέκλα μέσα στο μαγαζί, έβαζε στα τζάμια της πόρτας τις ξύλινες καπάντζες, έσβηνε το φως και έκλεινε την πόρτα.

Αφού κλείδωνε με κλειδί την πόρτα, έβαζε δυο σιδερένιες μπάρες στα δυο ζευγάρια γάντζους που ήταν μπηγμένοι στον τοίχο, από τη μια και την άλλη πλευρά της πόρτας και τις ασφάλιζε με τέσσερα λουκέτα.

Μόλις έκλεινε τα λουκέτα, τα δοκίμαζε τραβώντας τα για να δει αν κλείσανε καλά. Ύστερα κινούσε για να φύγει, αλλά αμέσως γυρνούσε πίσω και δοκίμαζε την πετούγια της πόρτας για να δει αν ήταν κλειστή.

Τότε μονάχα, ήσυχος πια, πως όλα ήταν ασφαλισμένα, γύριζε στο σπίτι συντροφιά με τον γάτο του.

* Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Επτά ευτυχισμένα καλοκαίρια».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey