«Αυτά κάνει η προστατευόμενη κοπελιά μας η Φερνάντα και μας κοψοχόλιασε.»

Τση Φερνάντας τα καμώματα

12/02/2019 - 12:59 Ενημερώθηκε 12/02/2019 - 13:47

Ήτανε η αρχή στο μήνυμα, που μια ώρα πριν τα μεσάνυχτα, κουρασμένος και παγωμένος, με μόναχα πανταλόνι και παντόφλες να έχω πετάξει μην κολλάνε απάνω μου με τον παγωμένο αγέρα και τους 7 βαθμούς Κελσίου μια και φέτος κρύο, βροχές, χαλάζι κι αψηλά τα χιόνια δε λένε να σταματήσουνε, ήτανε, λέω, οι πρώτες λέξεις στο μήνυμα που θα έστελνα στη δευτεροκόρη μου την Μάχη, πέρα στο Μαϊάμι. Και συνέχισα.

«Πάω όσο έφεγγε να κλείσω τις κοκόνες, έλειπε η κοπελιά. Έ, λέω, βόλτες κόβει ακόμα, θα τις κλείσω αργότερα. Τέλειωσα το περπάτημα μιας ώρας που μου έγραψε ο γιατρός στην μη φαρμακευτική αγωγή μου, πάω, έλειπε. Αμάν. Παίρνω φακό, κοιτάω προσεχτικά, όλος ο πληθυσμός κοιμόταν, αυτή πουθενά. Δυο φορές αμάν, αμάν. Τι γίνεται τώρα; Η Φωτεινή, ιδέα δεν είχε. Δεν της είπα μην στεναχωρεθεί κι ανέβει η κρεατινίνη(!) της. Παίρνω σβάρνα ψάχνοντας κάτω από τα δέντρα, σε κάθε γωνιά, έξι στρέμματα χωράφι, πουθενά. Και να ψιλοβρέχει. Φερνάντααα!! Φερνάνταααααα… φώναζα σαν τον κουζουλό, τίποτα».

Φώναζα χωρίς να ξέρω αν καταλαβαίνει Ελληνικά κι αν αναγνωρίζει το όνομα που της είχε δώσει με γιορτές και φαγοπότι τρικούβερτο πάλι η στερνιά η θυγατέρα μου η Μάχη το καλοκαίρι σαν είχε έρθει με τον άντρα της και κάθισε 2-3 μήνες. Έχει κι αυτή την καλή της την τρέλα. Αγαπάει τρομερά τους ανθρώπους και τα ζώα. Να ‘χει την ευκή μου.

«Φαίνεται», συνέχισα στο μήνυμα, «δεν ξέρει το όνομά της αυτή η χαζή σκεφτόμουνα κι αποφάσισα να γυρίσω άπραγος στο σπίτι μην αρπάξω και καμιά πούντα νυχτιάτικα. Άξαφνα, ακούω την άλλη κοπέλα την Κύρα στην άκρη του χωραφιού, προς Μπαλαδόγιαννη μεριά, να γαυγίζει. Άα, λέω, την ανακάλυψε ο Κρητικός Ιχνηλάτης μας. Τρέχω νυχτιάτικα, στα σκοτεινά, βλέπω προσεχτικά, τι να δω. Είχε βγάλει σκαντζόχοιρο και με φώναζε να τον πάω έξω από το κτήμα μην καταστρέψει τα λαχανίδια μας Φτου. Και νόμιζα πως ήταν η Φερνάντα! Τι να κάνω, πάω παίρνω τη μεγάλη λαβίδα από την ψησταριά, τον πιάνω, κι έξω από τα προστατευόμενα σύνορά μας. Πάει αυτός.

Ο νους μου, πίσω, στην κοπελιά. Λέω, λες; Λες να είναι πάνω στο ικρίωμα με το σκαλωμένο γιασεμί που είχε πάει ένα μεσημέρι και καθόταν να μας βλέπει αφ’ υψηλού; Ρίχνω το φακό ψηλά, και, νάτηνε η ανήθικη, η βρώμα η ιπτάμενη».

Γιατί ξέχασα να σας πω, το γλέντι και το φαγοπότι είχε γίνει για να «βαφτίσουμε» Φερνάντα, την όμορφη πάπια που αποκτήσαμε προ έτους.

«Μάχη, ηρέμησα που τη βρήκα, γέλασα, το φχαριστήθηκα, έμαθε κι η μαμά σου τα συμβάντα της νυκτός, δεν αγχώθηκε αποφασίσαμε ομόφωνα να την αφήσουμε εκεί ψηλά να διανυκτερεύσει σαν κοκότα του δρόμου. Πάει κι αυτό.

Είναι από τις ομορφιές του Σφηναριού. Σταματώ γιατί φωνάζει η Φωτεινή: Γιώργοοο, η τραχανόσουπα! θα κρυώσει. Τι γράφεις πάλι.

Αχ! τι τραβώ ο παντέρμος!

Αυτά και σας φιλώ.»

 

 

Αμ, δεεε. Άλλο μήνυμα, το ίδιο βράδυ. Αργά.

«Και που λες, κόρη μου, πριν λίγο, μια ώρα περασμένα μεσάνυχτα, αέρας!! βροχήηη! χαλασμός Κυρίου και να γράφω το άρθρο της εβδομάδας. Και ο νους μου αυτόματα φτερούγισε στην κοπελιά, όξω. Τι να κάνει η κακομοίρα με τέτοια κακοκαιρία. Έβαλα παντελόνι άλλο, μπουφάν του θείου μας, Θεός συχωρέσ' τον, πήρα ομπρέλα, πώς να ανοίξει με τέτοιον αγέρα, μα μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα, βγαίνω με το φακό μες το νυχτοβρόχι, λέω, δε βλέπει η πάπια νύχτα, θα την πάρω αγκαλιά. Η Μάχη πώς την παίρνει. Ανεβαίνω στο πεζούλι, άπλωσα τα χέρια, αμ δε. Δεν είμαι Μάχη, φρουστ, δίνει μια, προσγειώθηκε είκοσι μέτρα παρέκει στις ελιές από κάτω. Ωχ, λέω, θα τη βουτήξει καμιά ζουρίδα και τότε θα κηρυχθεί εθνικό πένθος σε Μαϊάμι και Σφηνάρι. Δεε. Πάρε φόρα μπάρμπα Γιώργο, ο βρεμένος τη βροχή δεν τη φοβάται, όρμα (όχι, λέων). Πάω, που λέτε, να την πιάσω, αδύνατο. Και να βρέχει! Κι η Φωτεινή να βλέπει όνειρα και να χαμογελάει, ίσως για τα πάθια μου. Δεν πιάνεται νύχτα με τη βροχή με μισάνοιχτη ομπρέλα και με φακό στο χέρι του διώκτη, μια πάπια. Δεν είναι κι ολότελα πάπια;

Οπότε την καθοδήγησα, μπήκε στο εξωτερικό κοτέτσι. Πάω να την βάλω μέσα να ασφαλίσω την πόρτα, την ώρα που έβγαζα τη γνωστή πέτρα την ενέχουσα θέση κλειδαριάς ασφαλείας για κότες, τσάαακ σβήνει ο φακός από μπαταρίες, γιατί τρεμόπαιζε τελευταία. Φτουου σου Ανδρέα! Τώρα; Κλείνω όπως-όπως την εξωτερική πόρτα στα σκοτεινά και με το φως της κολόνας, πίσω, και να στάζω. Πήγα σπίτι, σαν …πάπια, έβγαλα παντόφλες λασπωμένες βρεμένες, μπουφάν να στάζει, με τεράστια προσοχή, πάω στο κομοδίνο μου, παίρνω τον άλλο, τον καλό φακό. Κι η Φωτεινή, ρουχάλιζε. Τυχερή!! Ξανά όξω με λιγότερη βροχή, αλλά ήδη βρεμένος, και, στο κοτέτσι. Σαν καλή κι ηθική κοπελιά τώρα η Φερνάντα, η πάπια, μπήκε μέσα, πήρε τη θέση της δίπλα στις άλλες αναίσθητες κοκόνες που ουδεμία σημασία δώσανε στην πάπια ή τουλάχιστον σε μένα το προστάτη τους.

Αυτά, λοιπόν, συμβαίνουν μέρα νύχτα στο όμορφο υποστατικό μας.

Ωραία δεν είναι, αλήθεια, η ζωή; Όπως το πάρεις το κάθε πράμα.

Καιρός όμως, 2:34 πμ, πάω για ύπνο, όπως κάνει κάθε γνωστικός. Αύριο πρωί τελειώνω το άρθρο.

Φιλάκια. Κέφια είχα σήμερα έ;»

 

Έτσι φίλοι αναγνώστες, μοιράστηκα μαζί σας μια από τις ακραίες, μα όχι ασυνήθιστες περικοκλάδες της ζωής μας, όπως ακριβώς τα έγραψα στη θυγατέρα μου τη Μάχη, λάτρισσα του Σφηναρίου. Αυτή κι αν είναι ζωόφιλος! Ήτανε ικανή να έρθει από Μαϊάμι να προστατέψει τη φιλιώτσα της, τη Φερνάντα, την πάπια.

Κι αν δε με πιστεύετε σας λέω πως, πέρυσι, δυο μέρες σταμάτησε την εντατική δουλειά της προκειμένου να σώσει ένα σκυλάκι που είχε δραπετεύσει σαν τη Φερνάντα, καλή ώρα, και περιφερόταν στους πολυσύχναστους δρόμους τους Μαϊαμιώτικους με τα χιλιάδες αυτοκίνητα σε έξι λουρίδες να πηγαίνουν δαιμονισμένα.

Να κι η φωτογραφία. Καμαρώστε την. Ήθελε περισσότερη ελευθερία! Γνώρισμα κι αυτό των Σφηναριωτών.

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey