Του Βικτουρέλ’!

03/09/2020 - 16:29

Τη Βικτώρια όμορφη δεν την έλεγες. Δύσκολα της έριχνε αρσενικός δεύτερη ματιά. Κοντά μαλλιά, λίγο πιο κάτω από τα αυτιά, μαύρα ματομπούκαλα, ισχνή σιλουέτα. Μικροκαμωμένη! Στην ιδιότητα αυτή χρωστούσε και το χαϊδευτικό, με το οποίο τη φώναζε όλη η Αγιάσος: Το Βικτουρέλ’! Μια καθημερινή, ασήμαντη κοπέλα δηλαδή. Αλλά μην κοιτάς την ασήμαντη εμφάνισή μου, δες την καλή μου τύχη για να παραφράσω το λαϊκό απόφθεγμα. Ξενιτεύτηκε η Βικτωρία στην Αυστραλία και εκεί παντρεύτηκε σύζυγο πλούσιο και κιμπάρη, αυτοδημιούργητο και παραλή, που της εξασφάλισε βίον ανθόσπαρτον και με το παραπάνω.

Σπάνια επισκεπτόταν τη γενέθλια γη το Βικτουρέλ’ και όταν το έκανε, έφτανε με τον αέρα της συνονόματής της βασίλισσας της Αγγλίας: Απολάμβανε τους «υπηκόους» της να υποβάλουν τα διαπιστευτήριά τους και να της ικανοποιούν όλα της τα καπρίτσια, ας είναι καλά τα παχυλά μπαξίσια που σκόρπιζε πλουσιοπάροχα δεξιά και αριστερά. Το χωριό την αντιμετώπιζε σαν άλλη Ρένα Βλαχοπούλου που φτάνει «Ελληνίδα στο χαρέμι» στη φτωχογειτονιά που κάποτε ζούσε, καβάλα σε μια άμαξα που τη σέρνουν άσπρα άλογα με χρυσοποίκιλτα σιρίτια και χαρίζει σε όλους από έναν τενεκέ πετρέλαιο. Του Βικτουρέλ’ σε μια εποχή ανέχειας, σε μια κοινωνία ανεκτική και υπομονετική στα καπρίτσια του κόσμου έγινε ένα είδος αυτόκλητου ηγεμόνα, ταπεινής καταγωγής μεν αλλά με ισχυρό λαϊκό έρεισμα.

Σήμερα στη ζωή βρίσκεται μόνον ο μπαρμπα-Αποστόλης, ένας κοτσονάτος γέρος βοσκός, που αναπολεί την εξαδέρφη του, χάρη των περασμένων εποχών. Η κόρη του δεν τον αφήνει τελευταία να κυκλοφορεί. Τον κρατά περιορισμένο στο σπίτι, για να τον γλυτώσει από την αρρώστια που αφανίζει τους ηλικιωμένους. Ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, ξέφυγε από την επιτήρησή της θυγατέρας του ο μπαρμπα-Αποστόλης και αποφάσισε να ανάψει ένα κερί στη χάρη της Παναγιάς του χωριού και να πιει ένα καφεδάκι στον καφενέ του χωριού.

Με έκπληξη συνειδητοποίησε ότι η πλατεία μπροστά στην εκκλησία ήταν άδεια, το ίδιο και η εκκλησιά. Μπήκε στον περίβολο με προσοχή, πέρασε το σκιερό κατώφλι και εκεί ήταν που τον σταμάτησε ένας αυστηρός τύπος με πολιτικά. «Δεν μπορείτε να μπείτε, κύριε» του είπε με άγρια φωνή. «Επισκέπτεται την εκκλησία η Πρόεδρος της Δημοκρατίας». Γύρισε ο μπαρμπα-Αποστόλης προς την πλευρά των επισήμων, έριξε μια βλοσυρή ματιά, ύστερα έσπρωξε με το χέρι του την ασφάλεια: «Ένα κιρέλ’ θ’ ανάψου και θα βγω» είπε. «Γλήγουρα, γιατί θα με γυρεύ’ η κόρη μ’». «Σας είπα, κύριε, ότι δεν μπορείτε να προσευχηθείτε τώρα». «Μπουρώ» απάντησε απτόητος ο γέρος. «Θέλετε να σας συλλάβω;» τον φοβέρισε ο αστυνομικός. «Άκου να δεις. Να με μαζέψεις στη στενή δεν μπορείς, γιατί θα είμαι με πουλλοί άλλ’ και θα κουλλήσου τ’ν αρρώστεια που φουβάτι η κόρη μ’». Γέλασε ο αστυνομικός. «Άναψε ένα κερί γρήγορα» του είπε. Προχώρησε ο γέρος προς το μανουάλι, έκανε τον σταυρό του μπροστά στην εικόνα, προσκύνησε και γύρισε αργά και σταθερά προς την έξοδο.

«Δεύτερου Βικτουρέλ’ απουτάξαμι» άρχισε να μονολόγησε, πιάνοντας μια καρέκλα στον καφενέ. «Δεν μπορείς να καθίσεις μπάρμπα. Πρέπει να φύγει η Πρόεδρος. Υπάρχουν κανόνες ασφαλείας». «Ου πρώτους κανόνας τέτοιος στην Αγιάσο είναι να μην εμποδίζεις τον Αγιασώτ’ να π’λει την πραμάτεια τ’» συλλογίστηκε ο μπαρμπα-Αποστόλης και παρήγγειλε έναν βαρύ γλυκό στην ιδιότυπη επανάσταση που η μοίρα τον έφερε να επιχειρεί απροσδόκητα ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. «Άντε μπε μέσα και θα πούμε ότι είσαι πατέρας μ’» είπε συνωμοτικά η ιδιοκτήτρια του καφενέ. «Η κόρη μ’ μη μας πάρ’ χαμπάρ’ μόνε. Για του Βικτουρέλ’ τούτου δε δίνου δικάρα». Έφτασε ο καφές μερακλίδικος με φουσκάλες, ρούφηξε μια γουλιά δυνατά ο γέρος την ώρα που η επίσημη συνοδεία αναχωρούσε από τον ναό. «Α, ρε Βικτουρέλ’!» μονολόγησε για τελευταία φορά ο γέρος «Ο Θεός να σε συγχωρέσ’. Όλους σούζα μας έβαζες να είμαστε, σαν ερχόσ’, αλλά γέμ’ζις παράδις! Όχ’ σαν τούτ’!».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey