Το λιομάζωμα

15/12/2022 - 14:30

«Δεν μπορώ τώρα. Μαζεύω, αλέθω». Μουντό τοπίο, σέτια ντυμένα με δίχτυα, εργάτες δεμπλιάζουν τον ευλογημένο καρπό, συννεφιά, βοριάς, χοντρές σταγόνες, αμπέχονα, από τη μέση και κάτω αθλητικές φόρμες και παπούτσια. Δυνατός ήλιος, χειμωνιάτικος όμως, «με δόντια» που λέγανε οι παλιοί, ουράνιο τόξο, ύστερα από βροχή ή κόκκινα σύννεφα στο βάθος, πριν πέσει το βράδυ. Μόδια, δέκατα, αλεστικά, μεταφορικά, λογαριασμοί, βιβλιάρια, λογιστές, κεχριμπαρένιος χυμός στους μεταλλικούς σωλήνες του λιοτριβιού, μυρωδιά πυρήνας και λιόπολτου. «Θα πουλήσω το λάδι, θα το πάρω σε ντενεκέδες στο υπόγειο και θα τους μοσχοπουλώ σε συναδέλφους στο γραφείο. Θα γράψω και μια χάρτινη λεζάντα: «πωλείται λάδι βιολογικό παραγωγής μας» και θα κάνω την τύχη μου: μιάμιση φορά πάνω από όσο θα έπαιρνα αν πουλούσα το λάδι μου στο ελαιοτριβείο θα κερδίσω. Παλιά, κάθε που περίμενα τον προϊστάμενο, έτρεχα και την ξεκρέμαγα από την πόρτα. Τώρα πια κι αυτός από εμένα αγοράζει».

Πουκάμισα καρό μέσα από χοντρά μάλλινα πουλόβερ, καρό τραπεζομάντηλα στο χώμα, πάνω τους παστές ελιές και ψωμοτύρι, μόχθος, βιοπάλη, προσφάγι, που και που και ένα μεγάλο τζιπ παρκαρισμένο άγαρμπα στην άκρη του χωραφιού: «Ήρθε να μαζέψει ή να τον μαζεύουν»; Σαν να ακούω να τον συζητούν χαμηλόφωνα. Η φύση εκδικείται όσους την πισωγύρισαν. Τους νιώθει ξένα σώματα, τους αποβάλλει. Εκείνοι πάλι, αν τους ρωτήσεις, ευκαιρία γυρεύουν να βρεθούν στον τόπο που μεγάλωσαν, να ανάψουν το τζάκι στο πατρικό τους, να ξενυχτήσουν έτσι χωρίς λόγο στον καφενέ του χωριού, με τσίπουρα και ούζα! Μακριά από τις συνήθειες της πόλης που σε παγιδεύουν και σε απομακρύνουν από ό, τι ήσουνα, σε κάνουν έναν άλλον! Αργά μέσα στη νύχτα, καθώς περπατάς τα έρημα σοκάκια, για να φτάσεις στη σιδερένια εξώπορτα της αυλής σου, αυτόν τον άλλον που έγινες, δεν τον αναγνωρίζεις. Κοιτάς απάνω τα κρύα σύννεφα στον ουρανό, χαμογελάς πικρά και περνάς την πόρτα, σφίγγοντας το παλτό σου, γύρω από το κορμί σου. Όσο πιο πολύ λείπεις από τον τόπο σου, τόσο περισσότερο ξεσυνηθίζεις τα τσαλίμια και τα ντέρτια του καιρού.

Συναντάς βέβαια παλιούς γνώριμους: Χωριανούς που μαζεύουν τα δικά τους χωράφια, πρωτευουσιάνους και κοντοχωριανούς που αλέθουν στο ίδιο λιοτρίβι, γείτονες που έχεις να τους ακούσεις από τον Αύγουστο, φίλους και συγγενείς, άντε και κανέναν γνώριμο παράδρομο που σε ξεστρατίζει σε κάποιο κοντινό γραφικό ξωκλήσι, κλειδωμένο όμως τέτοια εποχή, σαν καρδιά που σφραγίστηκε από τον πόνο! Λες τα νέα σου, ρωτάς τα δικά τους, παραβγαίνετε μεταξύ σας στα κατορθώματα. Κοντά σας φέρνει πάντα η ανθρώπινη αδυναμία, η δυστυχία, ο πόνος, η αρρώστια, ο χαμός. Διαφορετικά είστε φίλοι, είστε και αντίπαλοι όμως: Κάποιος πρέπει να έχει κάνει κάτι καλύτερα από τον άλλο, κάποιος πρέπει να έχει κερδίσει περισσότερα. Το παιχνίδι κρίνεται στις συγκρίσεις.

Είναι ζήτημα φλέγον να πάρεις άδεια από την εργασία σου, για να πας στις ελιές. Αυτονόητο για σένα, αδιανόητα για τον προϊστάμενο. Λες και αυτός δεν έχει χωράφια, δεν ξέρει! Απειλείς με μακροχρόνια αναρρωτική, ξέρεις και ένα δυο γιατρούς, για να καταφέρεις να λείψεις μια βδομαδούλα. Ξυπνάς αχάραγα, τουρτουρίζοντας, φοράς τραγιάσκα (γιατί πού αλλού θα τη φορέσεις καλύτερα;) ξαναθυμάσαι τον ελληνικό (ή μήπως ήταν τούρκικος;), ανάβεις τη μηχανή, ανοίγεις τη μουσική και ξεκινάς. Χωρίς άγχος, κόρνες, χωρίς ωράριο, χωρίς εκκρεμότητες. Συνηθίζεις ξανά τις στροφές σε επαρχιακούς δρόμους, σιγά - σιγά ανηφορίζεις μηχανικά, θυμάσαι πού ανεβάζεις ταχύτητα, πού πατάς το φρένο, πότε κόβεις, ποιο γύρισμα του δρόμου παίρνεις ανοιχτά! Η μνήμη της εμπειρίας είναι πολύτιμη!

Αμήχανα τις πιο πολλές φορές ανακατεύεσαι με τους εργάτες, τρυπώνεις μέσα στο φύλλωμα των δέντρων, περπατάς περιμετρικά, κατά μήκος του χωραφιού, απολαμβάνεις τη θέα και λογαριάζεις απολαβές. Όταν αυτές πάρουν σάρκα και οστά το ταξίδι τελειώνει. Παίρνεις τον δρόμο της επιστροφής στα καθημερινά, χωρίς ελπίδα να γυρίσεις πίσω. Ως του χρόνου τουλάχιστον!

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey