Το αποκρότημα

20/12/2021 - 12:19

Είναι τόσα πολλά τα δρώμενα αλλά και τα αντι-δρώμενα της γλώσσας, που μπορεί κανείς να σχολιάζει και να αρθρογραφεί επί χρόνια. 

Έχουμε σήμερα την εντύπωση ότι η γλώσσα με τόση επικοινωνία, με τόσο έντυπο αμητό και με τόση πληροφορία και διάχυση, συνεχώς διανθίζεται και πλουταίνει, και όμως αυτό δεν συμβαίνει. 

Η αρχαία γλώσσα ήταν πλουσιότερη και προσδιοριστικότερη. 

Επίθετα που χρησιμοποιούμε σήμερα κοροϊδευτικά ή με υποτιμητικό χαρακτήρα και νομίζουμε ότι είναι νεολογισμοί, αποδεικνύεται ότι είναι πανάρχαια. 

Για παράδειγμα, «ιχθύ» έλεγαν και τότε τον «ψάρακα», «βλίτο» τον πλαδαρό και ηλίθιο, «βούπαιδα» το «βουβαλόπαιδο» και «λειχοπίνακα» τον «τσανακογλείφτη» που εμείς τον συνθέσαμε με την τούρκικη λέξη για το πιάτο. 

Άκρατος οίνος ήταν το ανέρωτο κρασί και κώθων ήταν το μεγάλο ποτήρι, οπότε «ακρατοκώθων» ήταν αυτός που λέμε σήμερα με την ιταλοτουρκική σύνθεση «μπεκροκανάτα». 

«Φθίνυλλα» ήταν η πολύ λεπτή γυναίκα που είναι πετσί και κόκαλο, «τακερός» (εκ του τήκω) ήταν αυτός που λιώνει απ’ τον έρωτα, «φιλοίφης» ήταν ο λάγνος, «κερασφόρος» ήταν ο απατημένος κερατάς, «τεχνίτις-ιδος» ήταν η μαστόρισσα στα ερωτικά πόρνη, αυτό που λέμε σήμερα «τεκνατζού»(!) και «τριόρχης» (!) ήταν ο λίαν ασελγής, ένας προσδιορισμός που θυμάμαι ότι τον είχα ακούσει στο έργο «Γάμος αλά ελληνικά». 

Κατά το ελευθεριάζον της τότε κοινωνίας είχαν οι αρχαίοι πολλές λέξεις για την ασέλγεια, που τώρα τελευταία θριαμβεύει (!): το ρήμα «καταγιγαρτίζω» δηλαδή φτύνω τα κουκούτσια, το «ευρύπρωκτος» για τον κίναιδο, το «καταπύγων», το «λειχήνωρ» (ο γλείφων τους άνδρες), το «αναβαίνω» = επιβαίνω του θήλεος εξ ου και η «επίβασις», ο «επιβάτης» και ο «επιβήτωρ», «διαμηρίζω»= ανοίγω τα σκέλια μου δηλαδή συνουσιάζομαι, το «οχεύω» και «βατεύω», το «πυγίζω» δηλαδή βατεύω από πίσω, το «σαυλόομαι» κινούμαι θηλυπρεπώς, την «αρπαξάνδρα», τον «τριβασμό» για τον λεσβιακό έρωτα, το «χαμαίτυπον» (εξ ου και χαμαιτυπείον) για το σημάδι που άφηνε στη γη το τακούνι της πόρνης, και το μεταγενέστερο «αρσενοκοίτης» γι αυτόν που πλαγιάζει με άνδρες, σημάδια ότι οι αρχαίοι σε σχέση με σήμερα είχαν πολύ λιγότερη και προκατάληψη και σεμνοτυφία. 

«Ενδιαθρύπτομαι» σήμαινε κάνω νάζια ερωτικά. 

Είχαν επίσης άπειρες μεταφορικές λέξεις για το αιδοίο οι οποίες προκαλούν μέχρι σήμερα εντύπωση («χοίρος», «σύκον», «λειμών» δηλαδή νοτερό λιβάδι, «κέλης» δηλαδή μονόκωπο πλοιάριο, «σάρων» εκ του σαίρω που σημαίνει δείχνω τα δόνται μου, «σιφόνι», και το παραστατικότατο «σάκανδρος» δηλαδή σακί που αποθηκεύει το ανδρικό μόριο). 

Επίσης το ανδρικό μόριο, ο φαλλός, λεγόταν και «σην», «σάθη», «ληκώ» και «σαννίον». 

«Πράξη» έλεγαν τη συνουσία, μια λέξη που διασώζεται ακόμα σε τοπικά ιδιώματα και «λέαινα» ήταν κάποιο σχήμα συνουσίας. 

Πάντως αυτό που πρέπει να θαυμάσουμε σ’ αυτή τη γλώσσα είναι η ευρηματικότητά της και ο ακριβής και παραστατικός προσδιορισμός για κάθε πράγμα και για κάθε έννοια. 

«Καλαμοβόας» ήταν ο κατατροπώνων τους άλλους με τη γραφίδα του. «Ορνιθία» έλεγαν τον βοριά που αναγκάζει τα πουλιά να μεταναστεύσουν νότια. 

«Απομαγδαλία» έλεγαν την ψύχα του ψωμιού με την οποία σκουπίζονταν και την πετούσαν κάτω από το τραπέζι στους σκύλους. 

«Παρακλαυσίθυρον» ήταν το περιπαθές άσμα το αδόμενο παρά την θύρα ερωμένης και «τριψημηρέω» σήμαινε ότι τρίβω άσκοπα τη μέρα μου, χασομερώ. 

Είχαν λέξη («χοροιτύπος») για τον χορευτή που χτυπάει την παλάμη του στη γη (!), καθώς και τη λέξη «αποκρότημα» για να εκφράζουν αυτές τις «στράκες» που κάνουμε με τα δύο δάχτυλά μας όταν χορεύουμε ή όταν επευφημούμε χορευτές. 

Την κίνηση αυτή την κάνουμε και σήμερα κατά κόρον και δυστυχώς και περιέργως δεν έχουμε αντίστοιχη λέξη στην καθομιλούμενη γλώσσα μας (!) 

Ιδού πώς ερμηνεύεται το «αποκρότημα» σε επίσημο και παλαιότερο εγκυκλοπαιδικό λεξικό: 

«Το ηχηρόν κτύπημα του μέσου δακτύλου, όταν ούτος επερεισθείς (πιεσθείς) επί του αντίχειρος κρούσει το κάτωθι τούτου σαρκώδες μέρος της χειρός»!!...... 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey