Πρωτοχρονιά και κάλαντα στην Άντισσα, το Μεσοπόλεμο

26/12/2020 - 12:05

 

Πρωτοχρονιά, κάλαντα, κ.λπ. εν μέσω κορονοϊού, μεθαύριο. Άραγε, πώς γιορτάζονταν αυτά προ αιώνος; Το να μπορέσει κάποιος να γράψει σήμερα με σχετική αξιοπιστία γι’ αυτά, κατά τον Μεσοπόλεμο (1920-1940), μόνο εξ ακουσμάτων, (από παππούδες, γονείς, φίλους, κ.άλ.), ασφαλώς είναι παρακινδυνευμένο, αν όχι αδύνατο.

Για το χωριό μου, Άντισσα (τότε Τελώνια), ευτυχώς που γι’ αυτά στη μακρινή, φτωχική και βασανιστική εκείνη εποχή, τα κατέγραψε κάποιος που τα έζησε ως παιδί και έφηβος. Ο φίλος Περικλής Χατζημιχαλάκης, στο βιβλίο του «ΑΝΤΙΣΣΙΩΤΙΚΑ» (1995), που στη λέξη/λήμμα σκόλ’=εορτή, επ’ ακριβώς γράφει: «Η λέξη εορτή σπάνια απαντάται στην τοπολαλιά του χωριού μας. Όλοι ξέρουν την λέξη σκόλ’. Σκόλις είναι πολλές μέσα σ’ όλο το χρόνο. … Όμως μέσα στο χρόνο δύο είναι οι μεγάλες σκόλις Πάσχα και Χριστούγεννα».

Επειδή για τις μεγάλες αυτές εορτές της Χριστιανοσύνης είχε γράψει σ’ άλλες σελίδες των «ΑΝΤΙΣΙΩΤΙΚΩΝ», επικέντρωνε στη συγκεκριμένη τη γραφή του, στην Πρωτοχρονιά, αναφέροντας: «…η Πρωτοχρονιά ήταν η εορτή όλων μαζί των ανθρώπων. Αυτή τη μέρα γιόρταζαν όλα τα σπίτια. Όλα τα σπίτια ήταν ανοικτά για οποιονδήποτε. Δεν ήταν ανάγκη να έχεις συγγένεια, φιλία ή γνωριμία με το α ή β σπίτι. Ήσουν παντού καλοδεχούμενος και αμέσως η νοικοκυρά θα άρχιζε τις προσφορές της. Στην αρχή γλυκό του κουταλιού και αμέσως μετά άρχιζε το ρακί με μεζεδάκια που είχε ετοιμάσει. Τα Βασλέλια ή Βασίλ’δις (ήταν οι επισκέπτες) δεν παρέτειναν την παραμονή τους στο σπίτι. Το πολύ σε μισή ώρα έφευγαν για άλλο σπίτι και μετά σε άλλο μέχρι το πρωί από σπίτι σε σπίτι. Όμως η γιορτή άρχιζε πριν ακόμα να φέξει η μέρα. Από αυτή την ώρα άρχιζε η σκόλ’, η εορτή. Η νοικοκυρά με τη συνοδεία της κόρης της ή κάποιου άλλου προσώπου του σπιτιού έπρεπε να σηκωθεί αχάραγα (πριν χαράξει) να κουκουλωθούν καλά σε τρόπο που να μη γνωρίζονται και να πάνε στη βρύση για το αμίλητο νερό. Μπορεί στη βρύση να συναντούσαν κι άλλες γυναίκες όμως καμιά δεν χαιρετούσε καμμιά δεν μιλούσε στην άλλη. Αφού γέμιζαν τα σταμνάκια τους με το αμίλητο νερό επέστρεφαν στο σπίτι και η νοικοκυρά άρχιζε να ραντίζει όλα τα μέρη του σπιτιού αρχίζοντας από το στάβλο που ήταν τα ζώα της φαμίλιας. Μέσα στη βαθειά νύχτα θα ακουγόταν και η καμπάνα τ’ Αγιού Γιαννιού ταυτόχρονα με την καμπάνα της Αγίας Παραστσιβγής…»

Εδώ ο συγγραφέας αναφέρει τα του εκκλησιασμού της φαμίλιας και συνεχίζει, για τα κάλαντα απ’ τα παιδιά. «…Όμως η εορτή της πρωτοχρονιάς ήταν άλλο πράγμα. Ήταν η εορτή των παιδιών. Τη γιορτή αυτή την περιμένουν όλα τα παιδιά. Ακόμα καλά καλά δεν πήγε δέκα η ώρα το πρωί και οι Αγ’ βασίλδις ήταν κιόλας στους δρόμους να χτυπούν τις πόρτες συγγενών, φίλων, θειάδων και μπαρμπάδων ή και χωρίς να νάχουν καμιά συγγένεια με το σπίτι που χτυπούσαν την πόρτα του. Με το χτύπημα της πόρτας την ανοίγουν και βρίσκονται μέσα στην αυλή και αρχίζουν: Καλημέρα τσι τ’ Αγιού Βασ’λιού γεια σ’ χαρά γειά σ’ Βασίλ’ καλουσύν’ μαλουσίν ούλου μάλαμα τσ ασήμ’. ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΙ;;;; Να τα πούτι να τα πούτι ακουγόταν η φωνή της νοικοκυράς και τα παιδιά άρχιζαν Άγιος Βασίλης έρχεται - - και δε μας καταδέχεται…»

Αναφέρει κι άλλα κάλαντα και συνεχίζει. «Είναι ανάγκη να πούμε κάτι για τον Άγιο Βασίλη με την κατακόκκινη φορεσιά τα άσπρα γένια και το σακί που σηκώνει στον ώμο του γεμάτο παιχνίδια που τα μοιράζει στα παιδιά κατεβαίνοντας από την καμινάδα του κάθε σπιτιού. Αυτά τα πράματα είναι τελείως ανύπαρκτα για τα παιδιά. Δεν έχουν υπ’ όψη τους κανένα τέτοιο Άγιο Βασίλη γιατί δεν γνωρίζουν τι είναι αυτά δώρα και γιατί τα μοιράζει. Τα παιδιά θεωρούν δώρα τα φοινίκια, τους πασπαλάδες, τα φουντούκια, καραμέλες κουντουρίδια, αμύγδαλα, καρύδια, πράγματα που θα τους τα δώσουν στα σπίτια που θα πούνε τα κάλαντα.

Τα παιχνίδια που όλοι γνωρίζουμε σήμερα (1995) δεν υπήρχαν ούτε στη φαντασία των παιδιών. Τα παιχνίδια δεν είχαν φτάσει ακόμα στα ΤΕΛΩΝΙΑ αυτών των χρόνων που αναφερόμαστε. Τα παιχνίδια ήταν πανάκριβα και μόνο για μια ορισμένη και αυστηρά περιορισμένη τάξη ανθρώπων και όλα μόνο στις πόλεις.

Τα κάλαντα που μόλις διαβάσατε είχαν πολλά ακόμη στιχάκια και ακόμη πολλά παιδιά έλεγαν κάποια άλλα που μας έχουν διαφύγει π.χ. Εις αυτό το νέο έτος εις την πρώτην του μηνός ήρθα να σας χαιρετίσω δούλος σας ο ταπεινός κ.λπ.,κ.λπ.

Στο τέλος των καλάντων η νοικοκυρά έριχνε στα παιδιά χύμα επάνω τους από μακριά νομίσματα μικρής αξίας, κάστανα, κουντουρίδια (χαρούπια), αμύγδαλα, καρύδια και τότε ήταν που γινόνταν της ανωμαλίας. Όλοι έσκυβαν καταγής και όποιος αρπάξει τα περισσότερα. Τα τοποθετούσαν στα μαντίλια που τους είχαν ετοιμάσει οι μάνες τους έδεναν τις άκρες του μαντιλιού δυό δυό μαζί έτσι που το μαντίλι να γίνει σαν σακούλα. Χωρούσαν πολλά πράγματα από τα οποία τα παιδιά θα έτρωγαν πολύ καιρό.

Στις καλύτερες περιπτώσεις όταν τα παιδιά ήταν συγγενικά τα καλούσαν πάνω στο σπίτι και αφού έλεγαν τα κάλαντα στον Ουντά του σπιτιού (στο σαλόνι) τα κερνούσαν γλυκό του κουταλιού συνήθως πελτέ από κυδώνι ακολουθούσαν τα κλωστρά, κουραμπιέδες κάποτε και κ’ φέτου στο τέλος κατά την ώρα της αποχώρησης των παιδιών, τους έδιναν και από ένα νόμισμα 10/ρικο , 20/ρικο ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών. Τα χρήματα αυτά ήταν για την εποχή πολύ σημαντικής αξίας όταν με ένα 10/ρικο έπαιρνες 10 τετράδια ή 10 μολύβια ή μισή οκά χαλβά ή 100 καραμέλες, αυτές που ήταν τυλιγμένες στα χαρτάκια που το κάθε χαρτάκι έγραφε και ένα τετράστιχο ποιηματάκι.

Τα κάλαντα κανονικά έπρεπε να σταματήσουν με τη δύση του ηλίου. Όμως τις πιο πολλές φορές παρατείνονταν μέχρι αργά το βράδυ γιατί ήταν σχεδόν υποχρεωτικό να επισκεφτείς όλα τα συγγενικά σπίτια. Αλλιώς θα είχες να αντιμετωπίσεις τα δίκαια παράπονα της θειάς σου της Μαριγώς ή κάποιου άλλου συγγενικού σπιτιού που θεωρούσαν προσβλητική την παράλειψή σου.»

Σήμερα κλεισμένοι στα σπίτια μας, υπό τη Δαμόκλειο σπάθη του κορονοϊού, μακάρι και να μπορούσαν τα παιδιά, να μας καλαντίσουν!

Ευχές για το 2021. Κυρίως ΥΓΕΙΑ!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey