Β΄ Μέρος

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ: ένας ξεχασμένος πατριώτης

31/10/2022 - 11:30

Όταν μεγάλωσε ο Παύλος, κατετάγη στον στρατό. Ήθελε να προφτάσει τους άλλους που κλονίζονταν. Ανυπομονούσε και δεν μπορούσε να λησμονήσει την απόφασή του, γιατί δεν έπαυε να ακούει γύρω του τις ελπίδες και τις επιφυλάξεις και τις αντιρρήσεις και την αγανάκτηση που ακολούθησαν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) και του Συνεδρίου του Βερολίνου που αδικούσαν κατάφωρα την Ελλάδα. Από τότε ο Παύλος αισθανόταν μια θέρμη παντοτινή στην παιδική του ψυχή.

Όλα αυτά τον οδηγούν να επιλέξει το στρατιωτικό στάδιο. Τρεις μόλις μέρες πριν από τις εξετάσεις του, τον Αύγουστο του 1886, γράφει ο Παύλος: «Εκλέγων το στάδιον αυτό, δηλαδή το στρατιωτικόν, δεν υπήκουσα παρά εις μίαν Ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και τον τόπον μου. Αυτή είναι όλη μου η φιλοδοξία και, όπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω να υπηρετήσω την πατρίδα μου και δι’ αυτήν να αποθάνω. Καμιά δυσκολία δε θα με σταματήσει. Δε θα σταματήσω ποτέ προ των εμποδίων». Και δεν υποχώρησε ο Παύλος. Δίνει εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων και πετυχαίνει. Γεμάτος περηφάνια γράφει στον πατέρα του την ημέρα της ορκωμοσίας του ως πρωτοετής φοιτητής τον Οκτώβριο του 1886 : «Ωρκίσθην έχων πλήρη συναίσθησιν των υπό του όρκου επιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δε απόφασιν να τα εκτελέσω. Διά τούτο και εκ βάθους καρδίας μου ωρκίσθην υπακοήν εις τους νόμους της πατρίδος, σέβας, πίστιν και αφοσίωσιν εις τον βασιλέα μου και ότι θέλω υπερασπισθεί μέχρι της τελευταίας πνοής μου την Σημαίαν και την Πατρίδα. Πάντα ταύτα προ πολλού είχον ορκισθεί καθ’ εαυτόν να τηρήσω, ώστε ο επίσημος όρκος ουδέν νέον καθήκον με μανθάνει, αλλά συνέσφιγξεν έτι περισσότερον, αν τούτο είναι δυνατόν, τους δεσμούς οίτινες με συνδέουν προς την πατρίδα μου και τον βασιλέα μου. Κατ’ αυτόν τον τρόπον είμαι ευτυχισμένος εδώ. Πριν τελειώσω, παρακαλώ, σεβαστέ μου πατέρα, να μου ευχηθείτε όπως ο Θεός με βοηθήσει να τηρήσω εντίμως τον όρκον μου μέχρι της τελευταίας στιγμής της ζωής μου».

Και περάτωσε ο Παύλος τις σπουδές του το 1891 και έγινε αξιωματικός του Πυροβολικού και ανέμενε τη στιγμή να δείξει πόσο πιστός είναι στον όρκο που έδωσε και πόσο αγαπά την πατρίδα του. Και η στιγμή αυτή ήταν η 31η Ιανουαρίου του 1897, όταν σημαντικά γεγονότα διαδραματίζονται στη Θεσσαλία και την Κρήτη και σχετίζονται με την ένωσή τους με τη μητέρα πατρίδα. Μέσα στη ζωηρότητα και τον ενθουσιασμό όλου του κόσμου αφήνεται και ο Παύλος στη γενική χαρά και περνά η κακοκεφιά του. «Είναι αδύνατον», γράφει στο σημειωματάριό του, « να περιγράψω τι αισθάνομαι*είναι νομίζω μάλλον συγκίνησις παρά ενθουσιασμός* με κόπον συγκρατώ τα δάκρυά μου. Δεν είναι λύπη, δεν είναι χαρά, δεν είναι ενθουσιασμός. Είναι το ξεθύμασμα. Τρία ολόκληρα έτη, ημέραν προς ημέραν, ο νους μου κατέχεται από μίαν μόνον Ιδέαν. Θεέ μου, κάνε να σωθεί αυτός ο δυστυχής ο τόπος. Ας ανυψωθεί ολίγον από την εξευτελισμένην θέσιν όπου ευρίσκεται…Επί τρία έτη δεν έζησα παρά με αυτήν και δι’ αυτήν την Ιδέαν. Και επιτέλους ήλθε η ποθητή στιγμή».

Και με αυτό τον τρόπο αρχίζει η μαρτυρική του Παύλου πορεία που τον οδηγεί στη Μακεδονία, τον απομακρύνει από ό τι πιο αγαπητό έχει στον κόσμο, τη γυναίκα του και το παιδί του. Ο Παύλος είχε επισκεφθεί για πρώτη φορά τη Μακεδονία ως μέλος μιας τετραμελούς ομάδας αξιωματικών με εντολή της Κυβέρνησης και με διατεταγμένη αποστολή. Τότε πήρε το ψευδώνυμο «Μίκης Ζέζας», Μίκης από το όνομα του γιου του Μιχαήλ και Ζέζας από το όνομα της κόρης του Ζωής που την αποκαλούσαν Ζέζα. Όμως οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την παρουσία του στη Μακεδονία και ζήτησαν την ανάκλησή του, πράγμα που έκανε η ελληνική Κυβέρνηση. Έγραφε ο Παύλος Μελάς από τη Μακεδονία: «Δεν παύω να σκέπτομαι το παιδί μου», λέει σε μια επιστολή του. «Του εύχομαι με όλην μου την καρδιά, όταν έλθει η σειρά του, να αισθανθεί την χαράν που αισθανόμεθα όλοι εδώ οι οποίοι υπερασπιζόμεθα την πατρίδα. Δεν φαντάζεσαι, αγάπη μου, πόσον γλυκύ είναι αυτό το συναίσθημα. Γνωρίζουμε όλοι ότι από ημάς εξαρτάται η τιμή του τόπου μας και είμεθα υπερήφανοι γι’ αυτό. Ο καθένας έχει πεποίθησιν εις τον εαυτόν του* ό τι και να είναι το αποτέλεσμα του πολέμου η Ελλάς δεν θα εντραπεί διά τους στρατιώτας της ούτε και συ διά τον άνδρα σου». Άλλοτε πάλι, όταν εμφανίζεται η πρώτη ευκαιρία για πόλεμο με τον εχθρό, γράφει στην αγαπημένη του Ναταλία: «εν τω μέσω των ασχολιών μου συλλογίζομαι τους γονείς μου, την Νάταν μου, το αγγελάκι μου, το οποίον τις οίδεν ποίον όνειρον θα βλέπει τώρα μέσα εις το κρεβατάκι του. Συλλογίζομαι όλα τα όνειρα τα ιδικά μου αλλά πάντα ταύτα χωρίς την παραμικροτέραν συγκίνησιν. Η ατίμωσίς μας (ενν. ο πόλεμος του 1897) με είχε απελπίσει και καταβάλει τρομερά».

Ο Παύλος φεύγοντας για τον πόλεμο ήταν ακόμη παιδί, όλος ορμή, όλος αγάπη. Πριν περάσουν δυο χρόνια έγινε πραγματικός άντρας. Η μορφή του δεν είχε αλλάξει πολύ. Τα μάτια του μόνο ήταν φορτωμένα με μεγαλύτερη γνώση και τα όμορφα χείλη του τα συσπούσε η ενδόμυχη πίκρα που ένιωθε. Στη συμπεριφορά του προς τους άλλους προσπαθούσε μέσω των λέξεων και των λόγων του να απεικάσει την ψυχή του. Και πριν τον εαυτό του τον είχε για προσφορά. Τώρα όμως θα ήθελε να πληθαίνει την ψυχή του, για να την ξοδεύει αφειδώς ενάντια στη μετριότητα και την αδικία. Τώρα νευρίαζε πιο πολύ, όταν αντίκριζε ανειλικρίνεια αισθημάτων, υποκρισία και αδικία. Ο Παύλος δεν μπορούσε να συγχωρήσει την αδικία που γινόταν σε βάρος της Ελλάδας από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Δεν έλειπαν σε κάθε περίπτωση οι ειρωνείες, οι εμπαιγμοί, οι ύβρεις, τα εύκολα αστεία του ξένου τύπου. Έκαιγαν αυτά τα «χωρατά» σαν καυτήριο σε ανοιχτή πληγή (Συνεχίζεται).

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey