Πατάτες στην οδό Αθηνάς

04/02/2020 - 18:15

Πολύ καιρό κράτησα τα καθήκοντα του σιτιστή. Ίσως επειδή δεν διαμαρτυρόμουνα, μου άρεσε να μένω σπίτι αντί για παιγνίδι στο δρόμο, επειδή ο Σωτηράκης ήταν πιο μελετηρός από μένα κι οπωσδήποτε, επειδή τα μικροψώνια, δεν ήταν έργο του κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερου …πατέρα μου.

Φοβόμουνα πολύ τη μοναξιά μου, γιατί πήγαινε ο Σωτηράκης στο γυμνάσιο κι ο Φάνης έφευγε πρωί και γύριζε μεσημέρι για φαγητό, χωρίς να βλέπω αθρώπου φάτσα. Σχολείο, πήγαινα απόγευμα και στο σπίτι διάβαζαν οι άλλοι δυο. Πολύ με τρόμαζε κι η συνηθισμένη, ίσως καθημερινή, νυχτερινή και ψυχοφθόρα για μένα παράξενη έξοδος του Φάνη.

Διέξοδο, ίσως, εύρισκα στα σπιτικά μου καθήκοντα. Και να δεις οι γνώσεις μου στη μαγειρική εμπλουτίστηκαν με πατάτες στην κατσαρόλα. Σκέτες, με λάδι, αλάτι και σάλτσα. Τόσο όμορφες που έτρωγα ελάχιστες.

Αυτή ήταν η επιθυμία των μεγάλων για κείνη τη μέρα, που μου άφησαν το δίφραγκο για τα ψώνια. Προσπάθησα να πάω ξυπόλυτος στη Βαρβάκειο αγορά μην παλιώνω τα τριμμένα παπούτσια μου, πάτησα κάτι λάδια, δεν ξέρω τι, γύρισα και με άνεση άρχοντα τα έβαλα κι ας τα είχα γυαλίσει για το απογευματινό μου μάθημα.

Με στενεύανε, μα δεν έδινα σημασία. Απλά πήγαινα σαν το μικρό καβουράκι στην άμμο.

Στην κεντρική αγορά βρήκα πολύ φτηνές πατάτες, πήρα δυο οκάδες να φτάσουν και για την επαύριο.

Ο μανάβης, τις έβαλε σε μια χάρτινη σακούλα, μια και τότε πλαστικές δεν υπήρχανε, τις πήρα αγκαλιά και με θρησκευτική ευλάβεια κατέβαινα την οδό Αθηνάς με κατεύθυνση το σπίτι μας για τα περαιτέρω.

Έτσι που ακουμπούσανε στο αδύναμο στήθος μου, ένοιωθα μια παράξενη υγρασία μα δεν έδωσα σημασία και προχωρούσα όσο γρήγορα μου επέτρεπαν τα λαδωμένα πόδια στα στενά παπούτσια μου. Μπορεί και να σιγοτραγουδούσα, να ξεχνάω πόνους και καημούς. Κι έτσι που είχα ξεπεράσει τα εφήμερα, τελείως ξαφνικά, νοιώθω να αλαφραίνει η σακούλα στην αγκαλιά μου και οι πατάτες να πέφτουν άλλες στα πόδια μου κι άλλες κατ’ ευθείαν στο βρώμικο, από βροχής, δρόμο. Τρόμαξα, πανικοβλήθηκα, έκανα να σκύψω να τις μαζέψω, άδικα. Με μεγάλη μου θλίψη, τις είδα να παίρνουν την κατηφόρα και να τσουλάνε στην άσφαλτο όπως τα μπαλάκια πινγκ πονγκ, με κατεύθυνση το Δημαρχείο, εκεί στην πλατεία Κοτζιά.

Κατάφερα να αρπάξω μία, αλλά οι άλλες τρέχανε πιο γρήγορα από μένα. Έτρεξα, άρπαξα άλλη μια, αλλά πού να τις βάλω που η σακούλα, μουσκεμένη όπως ήταν από μια σάπια πατάτα, είχε γίνει διαμπερής. Τρελάθηκα. Βάλθηκα να παραστήσω τον κατοστάρη αθλητή ταχύτητος να τις μαζέψω, βρέθηκα φαρδύς πλατύς στην άσφαλτο, δίπλα στις ρόδες ενός από τα ελάχιστα αυτοκίνητα που περνούσε και το οποίο φρενάρισε απότομα. Κείνη την ώρα ήρθε στο μυαλό μου ο Θοδωρής που είχε σκοτωθεί σαν είχε κρεμαστεί πίσω από το φορτηγό του Αντροκλή και μου ήρθε να γελάσω. Πώς να γελάσω όμως που σαν τη μέγγενη με αρπάξανε δυο τριχωτές χερούκλες; Γύρισα έντρομος, ήταν ο αγωγιάτης μεταφορέας που φοβήθηκε μην και με είχε σκοτώσει με το τρίκυκλο φορτοταξί που είχε σταματήσει δίπλα μου.

Το μόνο που κείνη την ώρα με απασχολούσε, ήτανε οι πατάτες που είχανε εξαφανιστεί κι εγώ δεν ξέρω πού. Τι θα έλεγα στους άλλους όταν ερχόντουσαν πεινασμένοι το μεσημέρι. Γλύτωσα από το αυτοκίνητο και θα έπεφτα στα χέρια του Φάνη!

Έβαλα τα κλάματα, ξεμαγκώθηκα από του οδηγού τη μέγγενη, ο οποίος με παρηγορούσε και σταυροκοπιόταν που ήμουνα ζωντανός. Συνέχισα να κοιτάω δεξιά αριστερά με προσοχή, ψάχνοντας για το δικό μου θησαυρό. Στο μεταξύ ήρθανε κάμποσοι περαστικοί να δούνε το θύμα του δυστυχήματος, ντρεπόμουνα εγώ, έκλαιγα, θέλησα να ανοίξει η γης να με καταπιεί, μα δε γινόταν αυτό και προσπάθησα, αμίληχτος, να φύγω. Κι όλο να σκύβω και να ψάχνω για τις πατάτες σα να ήταν κανένα αδαμαντένιο κόσμημα.

Στην επίμονη ερώτηση κάποιων, τι ψάχνω, είπα με αναφιλητά.

― Τις πατάτες μου. Θα με δείρει ο…

Κι ήρθε για πρώτη φορά στη ζωή μου μια αξέχαστη στιγμή, που γνώρισα μια ζεστή βραχνιασμένη φωνή να μου λέει:

― Καημένο παιδί! Κουρασμένο φαίνεσαι.

Γύρισα, τον είδα, ήταν ο μεταφορέας με το τρίκυκλο που με αγκάλιασε.

― Πρέπει να μαγειρέψω πατάτες! Μα πέσανε, τις έχασα, επέμενα εγώ.

Με έσφιξε ο ξένος, με ηρέμησε, με πήρε σιγανά, με έβαλε δίπλα του στο κάθισμα του τρίκυκλου και χωρίς να ρωτήσει, με πήγε στο σπίτι μας, ενώ εγώ τον κοίταγα όλο περιέργεια.

― Πού ξέρετε ότι μένω εδώ, ρώτησα.

― Είμαι γείτονάς σας και θέλησα να σε βοηθήσω.

Με πήγε μέσα, μου χαμογέλασε, βγήκαν απ’ τα χείλη του πατρικές κουβέντες, ακούμπησε δίπλα ένα μικρό τσουβαλάκι πατάτες που μετέφερε κι έκανε να φύγει. Πήγα κάτι να πω, δεν ήξερα τι, αρκέστηκα να φιλήσω τα δυο του χέρια.

Έτσι, το μεσημέρι φάγαμε όλοι του σκασμού. Πολλές μέρες τρώγαμε πατάτες. Δώρο Θεού.

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey