Π’ έφνα βρε βόδ! (ή του καλουσόρσμα)

19/02/2019 - 16:39 Ενημερώθηκε 21/02/2019 - 16:44

H Μυτιλήν μας είνει ένα τρανό χουργιό, τσ’ όμουρφου, τσι πουλύ του απουθύμσα που ‘χα κουσουχτώ στρουτζλά τς ουλόκληρα χρουνέλια να ρθου έφτου, να του ξιλαχταρήξου τσι να φλίσου του χουματέλι τς του αγιασμένου, ν’ ανισκθώ.

Μή κακουβάλτει για κι αφιντιά μ’, μη πα τσι μι ξιλουγιάσαν οι παστριτσές μεσ’ τσ’ Αθήνας τα ρουπάτσια, τσι απαρνήθκα κι η θειά μ’ κι Αμειρσούδα μι τα βρατσιά τα τρία τα όμουρφα, τσινούργια τσι μιγάλα-μιγάλα, μέχρι να βγάλ του ένα τα δυό τα κατουρεί. Άϊ βρε, πού να βρω σ τς οι προυτιβουσιάνεις βρατσί: Ριμνώ, λουγιάζου, κίπουτα. Μού ‘παν για έφτο του, τι λουγιά του λεν βρε μουρέλια μ’; …τάνγκα δε του λέν; Έϊδετς όμους που ‘μει κουματέλ ζαβακλής, α πα να του πιάσου, α μπιρδιφτώ, μπουρεί τσι να του πειράσου για σβιντόνα, α πάγου για κουτσίφ(ια)…

Γι’ αυτό, λέγου πράμα απ’ του τόπους, κι ας ειν’ τσι μπαλουμένου. Πήγα στου χουριό μ’ τα Τιλώνια, είπα του καμό μ’, ήμνταν τσι κουματέλ αβτζής δε μι πστέφκαν, μού ‘παν, σα δε πδήκ’ς τουν Ησαΐα, δεν έχ’ η νύχτα μιγαλεία, τι να κάνου; Τουν πήδξα, έβαλα κι κουλούρα, μ’ κι η δώκαν. Του Φιφέλ{ι}. Ένα κουρτσέλ{ι}!! να του πιεις μες του πουκήρ.. Καλή πρεπ’ να ‘νει, γιατί σαράντα τρία χρόνια μη παλαίβγ, τσι δε λεγ να μι σκείλ’ π’ έφτου π’ ούρθα. Για, πουλύ καλή είνει, για, θελ ν’ αγιάσ(ει).

Ήθιλα η κατσπουδγιάρς να κάθουμει έφτου, να σουλατσάρου, τσήπους τσι μακρύ γυαλός, τς Μυτιλήνς μας γι αφαλός, αμ, παράδεις εν είχα, δλιά εν είχα, γίνκα τσι γω, σύντεκνος επα έ, μ’ δώκαν δλιά τσι παράδες∙ λιγ{οι} ήνταν, αλλά πουρεύουμ’∙ δε μ’ δίναν όμους άδεια! γιοκ πατρίδα. Κάναμει τσι δυό μπασταρδέλια, κνίστα -κνίστα κουματέλ σα βαρκούλα σα καϊκέλ, άϊντι να μεγαλώσουν να βγούν π του λαγκόν μας, τρώγαμει απ’ αλάργα τς’ σαρδιλούδεις τσι τα χτένια τς’ Καλλουνής. Μας έστειρνει τς η Μάρκους κανένα κασκαβάλ, του ρίχναμει μες του λάδ, ξιχμουνιάζαμει. Πέρνα η τσιρός, λέγαμει, άϊ τ χρόν του καλουτσέρ θα κουλμπούμει ‘πκιάλ’ μπάντα τ’ αφαλού, στα τσαμάκια.

«Άλλαι αι βουλαί ανθρώπων» όμους, Μάης τσι φουσκουδιντριές, πειτάξαμει του στειρνουβύζ, αϊντι πάλιιι, γω του κνώ τσι τσίνου σκούζ, κόντηψα α του σκάσου σα καρπούζ. Φτου τσι πκι αρχή.

Μαθαίναμει πτα τέλια, πως πια σκη Μυτιλνούλα μας, αρχόγκ τσι φουκαράδεις, δε ζουν πια ακρυφά πτου Θγιό, τσι μ’ λέγαν τσι γι αθρώπ’ τσι μεις πιο καλά πειρνούμει. Ζλεύγαμει πούχειτει τς’ έφτου ξιβράκουτεις τουρίστριεις, αμ, κεί λουγιά μαθέ να ρθούμει; Θμήθκαμει που τς η μπάρμπας ειμ η Νκόλας έχασει δυό καακνιά, λέμει, μες τσοι γυμνίστριγεις ‘φτός θα λιώνταν τσι θα τα γύριβγει, τς άλλους, έφκη η νσκιά π’ δεν είχει να βάλ(ει) ένα παντιλόν τς προυκουπής, έφκη η πουνηρή θα τα μαγείρηβγει∙ είπαμει, άϊ, να κόψουμει του βραδυνόοο, α κάνουμει κουμπόδειμα, ήνταν ξιπηταμένου τσι του μκρέλ{ι) του μουρέλ, α πάμει, μπά τσει προλάβουμει να γλύψουμει τσι μεις κανένα κουκαλέλ(ι).

Μη χασουμηρούμει μες τσι δρόμ, τίμιλι η άδεια πέντι μέρεις, λέμει α πάρουμει τα γλήγουρα που τρέχουν σα του μουρέλι μ του Κιντέρ, τσι φτσή μ’ νά ‘χ(ει), ας έκανει τσι κι η κατσπουδιάτ, σα π’ λέν.

Έξυπν γναίκα η ‘θτσά μ’, πήρει τηλέφουνα, δλέψαν φάξια μάξια,

―Θα ΄ν είνει λέγ τ’ αυτουκίνητου, μεσ’ του μπουτζακέλ(ι), καρσί στου Βαπόρ..

Ρίξαμει ντουμπλιδιά, του πουρνό είμηστει Χανιά, δυό ώρεις μιτά τα μισάνχτα σκ Μυτιλήν. Μ’ θύμσει τουν ουκνό, που απ του καναπέ, έκανει ένα ντούμ, κάτσει σκ καρέγλα, τσι είπει: «Σα του πλελ είνει γι άθρουπους. Πότει ήμνταν στου καναπέ, τσι πότει ήρθα σκ καρέγλα!!.»

Ήβγαμει π’ λέγς σκ προυκυμαία, αλλαγμέν μ’ φάντσει ύστηρ’ απ’ κουσουχτώ χρουνέλια, ηύραμει του αυτουκινητέλ μας, μι τα κλειδιά κάτου απ’ του χραμέλ, είμπαμει μέσα, τζέγκσα, λαλήσαμει.

Ούλ’ οι δρόμ αλαγμέν, τς οι καφινέδεις οι πιο πουλοί σφαλτοί, πού να πάμει τώρα;

Στου Γαββαθά μπάντειχει η κουνιαδούλα μ’, η Παναγιουτίτσα μι τ’ όνουμα, μι του δίσκου έτοιμου, τσι τα γιαπρακέλια ν’ αχνίζουν. Αλήθεια έχειτει φα σουτζουκέλια τσ’ Παναγιουτίτσας; Οχ(ι); χάνιτει... Απ’ του Γαβαθά, σκ Μυτιλήν μυρίζαν.

Πάτουμ γκάζ να λαλείσ’ γλήγουρα του ντπανιάρκου του φιατέλ(ι), αυτό σα τ’ χειλώνα. Μπηρδεύκα τσι κουματέλ, ούλα αλλαμένα είπαμει, τσι βράδ’ τσι νυσταγμέν τσι πνασμέν, έφταξα καμιά φουρά έφτου σκη Νουμαρχία. Ουλόϊδια ήνταν∙ σα π’ κι άφσα.

Έ νει καλόβλειπα πκη νύστα, έφτου στου τρίγουνέλ, ξέρς εισύ, είνει ένα δρουμέλ καμιά εικουσαριά μέτρα, που ‘νει τσι μουνόδρουμους.,

Κουντά τρεις μιτά τα μισάνχτα, οι δρόμ καλά-καλά αδειανοί. Χουρίς να του πουλυσκηφτώ π’ λέγς, είμπα ανάπουδα στου ντπανιάρκου του δρουμέλ, να κόψου δρόμου. Γκιουστιρμέ.

Ούλ(οι) τσμούνταν. Ψχή δε φαίνηνταν. Η τρισκατάρατους όμους έβαλει κι ουρά τ’ τσι φάνκει καρσί ένα παλκαρέλ(ι), καμιά κουσαργιά χρουνώ νά ‘ρχητει μι του πάτ-πάτ, θαρρώ Σούνταπ κατουχρουνίτκου ήνταν τσι η ηξάτμης σπασμέν. Σα νει κόντιψει, μη πέρασει για τουρίστα φαίνητει, άπλουσει του ζιρβό τ του χέρ, μού ‘δ(ει)ξει του σουστό δρόμου τσι μ’ φώναξει δυνατά, σι άπτηστα Μυτιληνιά:

―Π’ έφνα βρε βοδ..!!

Δικαπέντι χρουνέλια πειράσαν, τσι κόμα θμούμει τσι γειλώ μι του καλουσόρσμα που μ’ όκανει ύστηρα απ’εικουσουχτώ χρόνια ξηνιτιά.

 

 

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey