Ως τη Γραμπούσα

01/06/2018 - 15:00 Ενημερώθηκε 01/06/2018 - 15:12

Ερχότανε η ιερή ώρα, να αποτελειώσω το άρθρο της εβδομάδας.

Ιερή τη νοιώθω, γιατί χρειάζεται αγώνας, αυτοκυριαρχία, δάμασμα των αισθήσεων, σπιρούνισμα του μυαλού, και προπαντός σεβασμός. Σεβασμός προς το ιερό τέρας που λέγεται αναγνώστης.

Γιατί, με δέος, πασκίζω να εκφράζω τα πιστεύω μου, τις ανησυχίες μου και τις ελπίδες μου για μια καλλίτερη Ελλάδα. Χτυπώ, μου λένε πολλοί, το χέρι μου στο μαχαίρι, μα δε πονώ, κι όσο με ανέχεστε εσείς, κι έχω την υγειά μου, θα βρίσκομαι στο προμαχώνα καλοί μου φίλοι.

Στον οίστρο μου όμως απάνω, άκουσα την κυρά από δίπλα.

― Γιώργο, έχεις όρεξη για βαρκάδα;

Απρόσμενο μου ήρθε, δουλειά με περίμενε, βιάστηκα να πω όχι, αλλά πήδηξα από χαρά σαν άκουσα τον προορισμό.

― Στη Γραμπούσα θα πάμε!

Μισόγυμνοι, τρεμουλιάρης η αφεντιά μου, αναρριχηθήκαμε σαν αλπινιστές, στρωθήκαμε στο μικρό σκαρί.

Υπόκωφα, ήρεμη ακούστηκε η εξωλέμβια, κι ως βγαίναμε από το υποτιθέμενο εδώ λιμανάκι, άρχισε να δυναμώνει κι υστερνά να μουγγρίζει θέλοντας, λέει, να καταπιεί σειρήνες και δράκους, και ν’ απολαύσουμε αμέριμνοι την απεραντοσύνη του υγρού στοιχείου.

Ένας αγέρας, ανάλαφρος στην αρχή, με αυθεντικά του χωμάτου και του γιαλού σμιγμένα τα αρώματα, όλο φύκια κι αλυγαριές, μας χαϊδολογούσε, κι ανδρειωνότανε, δυνάμωνε, αγρίευε, γινότανε τροφός και μας πότιζε οξυγόνο κι αρμύρα. Χαθήκανε έννοιες καημοί και χαρές, απόμεινε μοναχά ο αγέρας με σκάγια τις παγωμένες σταγόνες να μας τρυπάνε, κι ο καυτερός «ηλιάτορας» μεσούρανα να τσιτώνει το πετσί μας. Όλα τ’ άλλα είχανε σβήσει. Είχανε γενεί βορά στα άγρια θαλασσοπούλια που παραβγαίνανε σε γρηγοράδα το «Αργώ», το πλεούμενο του Πέτρου.

Σιμώναμε και ξεμακραίναμε βράχια θεόρατα, κοφτερά νυστέρια γιομάτα, ή καλοπελεκημένα κι απάτητα, αμμουδερούς κόρφους μικρούς, μικρούτσικους, σαγηνευτικούς, κονταροχτυπιόμασταν με τριάδες καμωμένα απειλητικά τα κύματα, κι άξαφνα, έστριψε ζερβά ο Πέτρος που κοκορευότανε κι ας μη φορούσε καπετανίστικο καπέλο και σιρίτια, κι ώ Θε μου, θωρήσαμε ένα μυθικό θεριό να κολυμπά και να γιομίζει τη θάλασσα ολάκερη. Κάναμε το σταυρό μας, μα δεν ήτανε θεριό!

Κοντέψαμε κι άλλο, ξεδιαλύναμε, πλευρήσαμε, κι έντρομοι αφεθήκαμε, μηδαμινοί, ομπρός της Γραμπούσας το μεγαλείο.

Μαζώξαμε τότες μπόρεση, πηδήξαμε με τις σαγιονάρες τις γλιστερές στο τσιμεντένιο μόλο και χυθήκαμε να γευτούμε τα βράχια τα ανεμοδαρμένα, τα ποτισμένα αλάτι και δόξα αιωνόβια θάμνα, πού και κανένα γονατισμένο απ’ το βοριά δεντρί, και το κάστρο.

Στο έμπα του, νάτο το λαβωμένο λιοντάρι να αγναντεύει δακρυσμένο τα πελάη, και να βογγά, από των βαρβάρων, τότες, την ιεροσυλία. Πόνεσα σαν τόειδα έτσι να κείτεται, δε λέω, έχει το μεγαλείο του, μα θάτανε πιο επιβλητικό στην αρχική του θέση. Έχει ο Θεός, μουρμούριξα, γιατί η πολιτεία κοιτά άλλα, πιο φανταχτερά κι ασήμαντα να πράττει. Μα, ας είναι.

Και θάμαξα ακροζυγιασμένα στα γκρεμνά πύργους και πολεμίστρες, οσμίστηκα δάφνη κι αγριλιά από τα πτώματα ολόγυρα που ταφήκανε στον αγώνα τους να μας αφήκουνε τη λευτεριά, τρύπωσα στην ακκλησιά τη μεγάλη, προσκύνησα Θεού κι ανθρώπων τα μυστήρια, κι ως έβγαινα, δυο αγριοκούνελα ξημερωμένα μα φοβισμένα, χαμογελούσανε, μασουλάγανε και τρυπώσανε στις χαραμάδες.

Κατεβαίναμε αλαφρωμένοι και ιστορικά κειμήλια ποτισμένοι κι αντικρίσαμε τσούρμο με πλουμιστά φτιασίδια, καπέλα, και λιγοστά ρούχα, απ’ το μεγάλο πλεούμενο ερχομένο, κι από δυο κατσικοδρόμους να ανηφορίζουν, πολυθόρυβοι Απάτσι, να καταχτήσουν τάχα τούτη τη κληρονομιά μας.

Και να πάνε στερνά στο τόπο τους, αλλοεθνείς, πολυεθνείς, Αγαρηνοί και Φράγκοι ήντουσαν, να πούνε, πως, τση Κρήτης τα όρη και τα γκρεμνά μωρέ, πολιτισμό κι αντρειοσύνη είναι σπαρμένα.

 

                Γιώργος Καμβυσέλλης

                                                                                                Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

 

 

 

 

 

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey