Ο Μανόλης ο γιδοβοσκός

06/12/2019 - 13:31

Το θερμόμετρο έδειχνε κάτω από το μηδέν.

Κουκουλωμένοι μπήκαμε στο αυτοκίνητο, μεγάλο, Land Rover, σφαλίξαμε τα παράθυρα, καλοριφέρ αρχαίο μεν, έχει, αγγίνιο, δε, μένει.

―Μη κακοσυνηθίζουμε, λέει η γυναίκα μου που, παρ’ ότι εγώ κυβερνώ και διατάζω σε τούτο να το σπιτικό, εκείνη αποφασίζει, και πήραμε το δρόμο για το κεφαλοχώρι. Να ψωνίσουμε ό,τι χρειαζόμαστε για να περάσουμε δεκαπέντε μέρες. Μακαρόνια, ρύζι, καφέ, χαρτί τουαλέτας και χεριών, αυτά. Τα άλλα, δεν τα ψωνίζουμε. Είμαστε αυτάρκεις, ή αποδέχτες δώρων από ντόπιους φίλους. Σήμερα θα παίρναμε και γκαζάκι να ψήνουμε το καφεδάκι μας, και οινόπνευμα για καμιά εντριβή άμα τελέψει η πρωτόρακι, και για να ψήνουμε καμιά ρέγκα μαζί με τη φασουλάδα και τις φακές. Γενικά μαζί με τα όσπρια. Είναι τέλειος συνδυασμός.

Βγήκαμε στη πλατεία του χωριού με τα δυο φορτηγά των ντόπιων εργολάβων παρκαρισμένα και τον ξύλινο πάγκο στη γωνία πλυμένο, έτοιμο να σφάξουν και καθαρίσουν πάνω τις κότες και κοκόρια οι δυο ταβερνιάρισσες, κι ως στρίβαμε αριστερά, στη μέση του δρόμου, με ένα στρατιωτικό χιτώνιο στην πλάτη, όρθιος, με τα πόδια ανοιχτά και το χέρι τεντωμένο δεξιά κι ανοιχτή την παλάμη, όπως του παλιού τροχονόμου στα Χαυτεία όταν σταμάταγε τα αυτοκίνητα που κατέβαιναν Πανεπιστημίου, ο Νικολοδομανολιός. Τον ξέραμε. Θα πήγαινε στα κατσίκια του! Σταματήσαμε. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εδώ, οι άγραφοι, και μόνο αυτοί οι νόμοι, τηρούνται απ’ όλους.

Καλημεριστήκαμε ζωηρά, ανοίξαμε την πόρτα, χύθηκε μέσα παγωμένος ο αγέρας, πουντιάσαμε, μα ο Μανόλης δε βιαζότανε.

―Κρυώνετε μαντάμ; Είπε με στυλ γιδοβοσκού αριστοκράτη.

―Έε λίγοο! Είπε η φουκαριάρα η συμβία μου και χνώτιζε τα χέρια της.

―Συγνώμη, μπορείτε να με πάρετε μέχρι τα οζά; Εδά που ‘σαξε ο καιρός είπα και γω ο γεροντής να πάω μια βόλτα που γεννάνε τα παντέρμα μες το χιόνι.

Είπαμε φυσικά «ευχαρίστως» όσο πιο γρήγορα γινόταν για να κλείσει η πόρτα μη πουντιάσουμε ολότελα. Μα αυτός, χρειάστηκε πέντε λεπτά να βάνει μέσα τη μαγκούρα του, ένα ταγάρι με το κολατσιό του προφανώς, τις ανοικονόμητες ποδάρες του με τα στιβάνια, και το μαντρόσκυλό του που είχε να πλυθεί από τη τελευταία μπόρα που έκανε προ δέκα μερώ, και το είχε το άμοιρο ζώο δεμένο σ’ ένα ασπάλαθο μη φύγουν τα πρόβατά του. Στενή η καμπίνα, όρμιξε ο σκύλος κατά πάνω της γυναίκας μου τα πόδια, χέστ..κε αυτή από το φόβο της, τα σήκωσε, τραβήχτηκε προς τη μεριά μου, κόντεψα να χάσω και το λεβιέ των ταχυτήτων.

―Μη φοβόσαστε μαντάμ! Δε δαγκώνει. Μας καθησύχασε, ηρεμήσαμε πρόσκαιρα.

Έκανε το σταυρό της η γυναίκα μου, που είναι δα ψάλτης κι έχει καλές σχέσεις με τους Αγίους, ξεκίνησα. Εκατό μέτρα παραπέρα, μπροστά στο σπίτι του, μίλησε πάλι.

―Κύριε Καθηγητά, μπορείς να κάνεις έπαέ μια στάση; Μας είπε.

―Ευχαρίστως, ξανάπα, φρενάρισα, κατέβηκα, του άνοιξα τη πόρτα που ακόμα δεν έχει μάθει να την ανοίγει από μέσα, βγήκε αυτός με δυσκολία, ο σκύλος του βολεύτηκε κολλητά στα γόνατα της γυναίκας μου, δε κούνησε, περίμενα στο κρύο, μπήκε ακριβώς μπροστά που ήταν το σπίτι του, και επέστρεψε με ένα δεύτερο ταγάρι στο χέρι.

―Φύραμα για τα ζώα, ή κολατσιό; Τον ρώτηξα, για να πω κάτι.

Έκλεισα τη πόρτα πίσω του μη μου τη ξεμασχαλίσει, μια και, αυτοί οι αθρώποι που ολημερίς βιώνουν σε όρη και λαγκάδια δεν μπορούν να ελέγξουν τη δύναμή τους, χασμουρήθηκε ενοχλημένος ο σκύλος, έριξε ένα γλείψιμο σε κάποιο χέρι, συνέχισα το δρόμο μου.

Σκεφτικός ο Νικολοδομανολιός, το πάλευε τόση ώρα, απάντησε στην ερώτησή μου.

―Όϊ!!. Κολατσό έχω· και φύραμα· στο Βρυσάλι. Κιάλια είναι. Χωρίς αυτά δε μπορώ. Γέρασα μπλιό. Δε θωρώ αλάργα. Άσε το Βλεπέ, να λέει τα δικά του. Κουζουλός είναι. Κι ακόμα ένα, δε δώκα παράδες. Ο Γερμανός ο Κούλερ που μένει σπίτι μου τα καλοκαίρια, αυτός μου τα ‘δωκε. Χάρισμα!

Ο Βλεπές, ο Αγροφύλακας του χωριού, παίρνει όρκο, κι άλλοι χωριανοί, πως τα κιάλια τα αγόρασε για να βλέπει τις τουρίστριες το καλοκαίρι σα κάνουν γυμνισμό, κι όχι για τα κατσίκια του.

Έπεσε λίγο σιωπή, ταρακούνησε ο σκύλος, διαμαρτυρήθηκε η γυναίκα μου, την κομπλιμεντάρισε πάλι ο Μανόλης.

―Το άτιμο το ζο. Οπού αγαπά πάει. Μα είναι και σερνικό λέω. Τι πως είναι σκύλος!

Είδα τη γυναίκα μου έτοιμη να τον ξεσκίσει, μα, είπαμε· άγραφοι, και πρέπει να εφαρμόζονται κυρίως από μας τους ξένους οι νόμοι. Αλλιώς, μάλλον νύχτα πρέπει να φύγουμε. Μπορεί και να το πρόσεξε, στράφηκε προς τα μένα.

―Ίντα κάνουν οι θυγατέρες σου; Να κατέεις πως τσι αγαπώ. Δε τσι ξεχωρίζω απ’ τα δικά μου κοπέλια. Να, μα το σταυρό που σου κάνω! Είπε κι έκανε αδέξια το σταυρό του σα να ‘παιζε μαντολίνο.

―Καλά είναι.

―Τις έεις και τσι δυο παντρεμένες;

―Ναι και τις δυο.

―Το γαμπρουλάκο σου το μικρό τον ξέρω. Καλό κοπέλι! Απ’ τα εννιά χωριά δε βαστά;.

―Καλά τα λες.

―Α του δώκεις πολλά χαιρετίσματα.

Με κάρφωσε μετά στα μάτια, απάντεξε στιγμές, και συνέχισε.

―Μή το ξεχάσεις; Και α του πεις, εκ μέρους μου, να κάνει κοπέλια. Σερνικά. Καλό πράμα. Άμα θες, δώς μου το τηλέφωνό του α του το πω ο ίδιος. Εδά με τσι κριγιάδες, είναι άσσος. Βοριάς χρειάζεται για τα σερνικά. Α πιεί κάνε-δυο κούπες παλιό κρασί, κι α το σπείρει.

―Θα του το πούμε κυρ Μανόλη. Ευχαριστούμε που μας νοιάζεσαι!

Ακούστηκε η φωνή της γυναίκας μου μαζί κι ένας αναστεναγμός, μια και, πολύ καιρό τώρα, αυτός είναι ο καημός της. Α που τέλεψε το γαμήλιο ταξίδι τους στην Ιταλία.

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey