Μια νότα πίσω και δυο μπροστά

11/01/2018 - 16:20

                Για κάτι άλλο είχα σκοπό να μιλήσω σήμερα. Αλλά είδα εκείνη την ανάρτηση στο facebook! Πέθανε διάβασα η France Gall, σε ηλικία εβδομήντα ετών, στο Παρίσι.  Στον τοίχο μου μέτρησα μονοψήφιο αριθμό αναρτήσεων με το  «Ella, Elle L’a», το πιο ας πούμε αντιπροσωπευτικό της τραγούδι, αυτό ξέρω εγώ τουλάχιστον, το οποίο ύστερα από μερικές δεκαετίες έμαθα ότι είναι αφιερωμένο στην Ella Fitzerald. Ήταν η στιγμή να θυμηθώ ότι συνέβη να πηγαίνω στη μέση εκπαίδευση, προ Χριστού βέβαια, κάποτε, και ως μαθήτρια. Είναι εντελώς περιττό να γράψω το δικό μου αφήγημα γύρω από το τραγούδι, το ταξίδι της επιστροφής πίσω στον χρόνο όμως είχε αναπόφευκτα σταθμούς, κάποιους από τους οποίους μπορώ νομίζω να μοιραστώ μαζί σας.

                Στάση πρώτη: αρχές Ιουνίου, πριν τρεις δεκαετίες. Η ζωή ήταν ένα ανοιχτό βιβλίο μέσα σε ένα παλιό σπίτι με ξύλινα πατώματα που έτριζαν. Παιδί στο  χωριό πέφταμε στη θάλασσα από το Πάσχα και μας βγάζανε με το ζόρι αρχές Νοεμβρίου. Εκείνο το καλοκαίρι το σκέπαζε ένα ανοιχτό βιβλίο, που ξημέρωνε με τα πουλιά στον πλάτανο, μεσημέριαζε με τα τζιτζίκια του Άη Νικόλα και νύχτωνε με τη φασαρία της πλατείας και τη μουσική από τα μπαρ. Το καλοκαίρι εκείνο πήρα ένα μεγάλο μάθημα: Όταν θέλεις κάτι πολύ, πρέπει να νικάς τον ίδιο σου τον εαυτό. Και όταν ξεπερνάς τα όριά σου και αφιερώνεσαι σε έναν στόχο, τότε τον πετυχαίνεις. Δεν υπάρχουν θαύματα. Τίποτα δε χαρίζεται. Κερδίζεται όμως. Άκουσα πολλές φορές από τότε το τραγούδι αυτό ύστερα από εκείνο το καλοκαίρι. Είδα πολλές ανατολές, μεσημέρια και απόβραδα. Άκουσα τζιτζίκια και δεκοχτούρες.  Τίποτα δεν ήταν όπως τότε. Ούτε και το τραγούδι. Δεν είχα κανέναν περιορισμό. Δε χρειαζόταν να παρακολουθώ τη ζωή να ξυπνά, να μεθά, να ερωτεύεται και να ξημερώνει χωρίς εμένα. Μικροί άθλοι που βρίσκουν τη σειρά τους μέσα στην προσωπική μας μυθολογία που γράφεται με πολλούς συμβολισμούς, μεγάλοι άθλοι που επαναλαμβάνονται, όταν σου αρέσει να κοιμάσαι και να ονειρεύεσαι, να ξυπνάς και τίποτα να μην αλλάζει!

                Στάση δεύτερη: αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, στην υπέροχη μεζονέτα φίλης,  με ειρωνεύεται γιατί ανακοινώνω ότι θέλω να πάρω μέρος στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. «Θες να πάμε σε ένα ωραίο μαγαζί, στον πεζόδρομο κοντά στην Πανεπιστημίου, να φάμε μια σαλάτα κοτόπουλο, που έχει και ωραία σως»; Μου απαντά. Παραπονιέμαι ότι είναι εθνική υπόθεση η ονομασία και πρέπει όλοι «να γίνουμε νονοί» μου απαντά. Εκνευρίζομαι που κουλτουριάρα γυναίκα επιμένει να μιλά πετρανά στο κέντρο της Αθήνας. «Άκα, πιτρανή ίμι» με αποστομώνει. «Και τέλος πάντων, άμα θες να μιλήσουμε σοβαρά και κυριλέ να τα πούμε τα Σκόπια Πίτσα» «Τι Πίτσα»; «Σκοπίτσα- Πίτσα. Με τέτοιες  μαλακίες που κάνουμε στην εξωτερική πολιτική, Νίτσα τελικά θα βγουν και θα είναι από το Μακεδονίτσα. Γι’ αυτό μην πλαλείς στα συλλαλητήρια και κάτσε να πούμε καμιά ιστορία για άντρες». Σηκώνομαι να φύγω. «Κάποτε θα ντρέπεσαι να λες πως έτρεχες σ’ αυτές τις αηδίες». Ανοίγει ράδιο. Οι πρώτες νότες με πρόλαβαν στο ασανσέρ.

                Αν είχε δίκιο; Ασφαλώς. Θυμάμαι πολύ εκείνον τον εαυτό μου, τον ασφαλή και σταθερό μέχρι αηδίας στις απόψεις του, τον ημιμαθή, τον άπειρο, γελώ, αλλά με συγκατάβαση μαζί του. Το «πάντα» και το «ποτέ» υπάρχουν μόνον σ’ αυτές τις συνθήκες. Μετά μεγαλώνεις, πράγμα αναπόφευκτο, καθόλου ηρωικό και μέχρι αηδίας ελιτίστικο. Έχεις ερμηνείες για τα γεγονότα και γίνεσαι ανεκτικός με τους ανθρώπους. Πιάνεις τον εαυτό σου να σου λείπει η αφέλεια της εφηβείας. Το τραγουδάκι αυτό φαίνεται ενέπνεε όσους το ακούγαμε να προσποιούνται τους μποέμ, τους μύστες και τους μάγκες στη ζωή! Τους άκουγα θαμπωμένη. Κάποτε κατάλαβα. Πως οι σχέσεις που μένουν για χρόνια στη ζωή μας είναι ανεξάρτητα από συναισθηματικές, σχέσεις μαθητείας. Κάτι σου δίνουν και κάτι σου παίρνουν.  

 

Καλυψώ Ν. Λάζου-Μπαλτά

Φιλόλογος   

               

               

               

 

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey