Λίγα απ’ όλα

04/01/2018 - 12:40

 

Ο Μπόμπυ των Χριστουγέννων (Β΄ Μέρος)

 

Η εξαφάνιση του Μπόμπυ

Δυστυχώς, κάποια μέρα ο Μπόμπυ έκοψε το σχοινί που ήταν δεμένο και, αφού πρόφθασε τον πατέρα στη Λάρσο, τον ακολούθησε. Όταν ο πατέρας άφησε το γαϊδούρι στο χάνι του «Μνούχου» και βγήκε στην πόλη για δουλειές, ο Μπόμπυ τον ακολούθησε. Αφού περιπλανήθηκε στην αγορά μαζί του, τον εγκατέλειψε από το θόρυβο των αυτοκινήτων και τη βουή του πλήθους.

Ο πατέρας δεν έδωσε σημασία γιατί και άλλη φορά το σκυλί ξέμεινε στη Χώρα και, μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος, είχε επιστρέψει στο περιβόλι. Εμείς τα παιδιά δεν δώσαμε σημασία όταν επέστρεψε ο πατέρας δίχως το σκυλί, αφού ήμασταν σίγουροι ότι πριν βασιλέψει ο ήλιος ο Μπόμπυ θα ήταν κοντά μας. Ήρθε το βράδυ, άναψαν οι λάμπες και το σκυλί δεν φάνηκε. Τότε άρχισε ο θρήνος που κράτησε μέχρι αργά το νύχτα. Η μάνα μάς παρηγορούσε ότι μέχρι το πρωινό το σκυλί θα βρισκόταν έξω από την πόρτα και θα μας ξυπνούσε με γαβγίσματα. Ο ύπνος εκείνο το βράδυ ήταν εφιαλτικός.

Ξημέρωσε η μέρα, ήρθε η άλλη και η παράλλη, αλλά ο Μπόμπυ δεν φάνηκε. Το νέο μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα σ’ όλο το χωριό. «Ο σκύλος του Σίμου ξέμεινε στη Χώρα». Ήταν Ιούλιος του 1946.

 

Η αναζήτηση

Σιγά σιγά εμείς τα παιδιά αρχίσαμε να το ξεχνάμε, αλλά δεν παύαμε να ρωτάμε τους αραμπατζήδες που κατέβαιναν τακτικά στην πόλη αν είδαν το σκυλί. Ρωτούσαμε και κάθε συγχωριανό μας από τη Χώρα, περιμένοντας κάποιο ευχάριστο νέο για τον Μπόμπυ. Ματαίως!

Θα ’ταν Σεπτέμβριος πια, είχαμε επιστρέψει στο χωριό και ετοίμαζαν τα ελαιοκτήματα για τη συλλογή του καρπού. Ένα απόγευμα χτύπησε η εξώπορτα του σπιτιού. Ήταν ο Μήτσος ο συγχωριανός μας. Βγήκε η μάνα:

- Κυρά Μαριγώ, σήμερα είχα πάει για δουλειές στη Χώρα και είδα τον Μπόμπυ σας.

- Πού, βρε Μήτσο;

- Ήταν στα σφαγεία μαζί με άλλα σκυλιά. Έχει παχύνει, κυρά Μαριγώ.

Τ’ ακούσαμε εμείς μέσα στην κουζίνα και βάλαμε άγριες φωνές χαράς. Σε λίγη ώρα όλο το χωριό γνώριζε ότι βρέθηκε ο Μπόμπυ. Το βράδυ επέστρεψε ο πατέρας από το καφενείο. Πέσαμε πάνω του και όλοι μαζί μιλούσαμε για το νέο που μας ήρθε. Εκείνος έβγαλε τα παπούτσια και το σακάκι χωρίς να μιλά. Όταν κάθισε στο μεντέρι και η μάνα ετοίμαζε το φαί, μίλησε.

- Λέγε, μεγάλε, τι έγινε.

Οι δυο άλλοι βουβάθηκαν αμέσως και άρχισα εγώ να εξιστορώ τα συμβάντα.

- Θα σας τον φέρω, είπε και άρχισε να δένει την πετσέτα στο λαιμό του. Δεν μίλησε πια κανείς. Ξέραμε ότι αν ο πατέρας έδινε το λόγο του, τον τιμούσε με το παραπάνω.

 

Η συνάντηση

Θα’ ταν Νοέμβριος μήνας όταν ο πατέρας κατέβηκε στη Χώρα με το λεωφορείο. Ο καιρός είχε κρυώσει αρκετά, οι βροχές ήταν συχνές και διαρκούσαν πολύ, το γαϊδουράκι ως μεταφορικό μέσο δεν προσφερόταν πια. Πλησίαζε το λιμεναρχείο της πόλης όταν τον συνάντησε. Δεν τον γνώρισε αμέσως. Όταν όμως τον κάλεσε με το όνομά του, γνώρισε τη φωνή του και τότε ήταν που έγιναν θέαμα!

Ο Μπόμπυ άρχισε να αλυχτά ακατάπαυστα, να πηδά επάνω του, να στριφογυρίζει, να χαλάει τον κόσμο. Ταξί, φορτηγά, περαστικοί σταμάτησαν και έκαναν χάζι το σκυλί και τον πατέρα! Απ’ αυτήν τη στιγμή και μετά το σκυλί δεν ξεκόλλησε από κοντά του. Ανέβηκε σε μεσιτικά, δικηγορικά γραφεία, τράπεζες, καταστήματα, ο Μπόμπυ από κοντά. Τελείωσαν τις δουλειές και πήγαν στο σταθμό των λεωφορείων. Το σκυλί κρύφτηκε κάτω από τα πόδια του πατέρα με τη γλώσσα έξω. Έρχεται ο εισπράκτορας και απαιτεί να βγει το σκυλί έξω, γιατί απαγορεύονται τα ζώα στα μέσα μαζικής μεταφοράς.

Άρχισε ο καημένος ο πατέρας να εξηγεί, να παρακαλεί, να φοβερίζει. Ο εισπράκτορας ανένδοτος. «Αν δεν βγάλετε το σκύλο έξω, θα καλέσω την Τροχαία». Τι να κάνει ο πατέρας μας, βγαίνει έξω από το λεωφορείο και επιστρέφει μόνος…

- Θα σε βρω και θα σε πάω στο χωριό την άλλη φορά, του ψιθύρισε.

Σ’ εμάς τα παιδιά δεν είπαν τίποτα για το περιστατικό, για ευνόητους λόγους.

 

Η επιστροφή

Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και ο πατέρας έπρεπε να κατεβεί για δουλειές και ψώνια στη Μυτιλήνη. Λίγες ημέρες πριν, άρχισε να εκτελεί δρομολόγια μεταξύ του χωριού μας και της Χώρας ένα παμπάλαιο τζιπάκι που το οδηγούσε ένας συγχωριανός μας. Το μεταφορικό αυτό μέσο το προτιμούσαν οι χωριανοί επειδή τους εξυπηρετούσε καλύτερα και τους αποβίβαζε μέσα στο χωριό. Την παραμονή της μετάβασης μάς είπε η μάνα: «Αύριο ο μπαμπάς σας θα πάει στη Μυτιλήνη και θα σας φέρει τον Μπόμπυ».

Είναι αλήθεια ότι το είχαμε ξεχάσει το σκυλί απορροφημένοι από τα παιχνίδια, τα μαθήματα, τις μικροδουλειές που μας ανέθεταν οι γονείς μας. Στο άκουσμα της ευχάριστης είδησης, όλα τ’ άλλα ξεχάστηκαν και το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στον ερχομό του Μπόμπυ. Από τις δέκα η ώρα βρισκόμασταν στον δρόμο και όποιον συναντούσαμε, μικρό ή μεγάλο, τον ενημερώναμε: «Σήμερα ο πατέρας θα μας φέρει τον Μπόμπυ».

Σε λίγο το νέο διέτρεξε όλο το χωριό. Είχαμε βγει έξω από τα όρια του χωριού, κοντά στο Ντίπι, ακουμπούσαμε το αυτί στο λιθόστρωτο και αφουγκραζόμασταν τάχα τον ήχο των αμαξιών που έρχονταν. Έτσι νομίζαμε! Όταν βλέπαμε από μακριά να πλησιάζει κάποιο αυτοκίνητο, πράγμα σπάνιο για εκείνη την εποχή, τρέχαμε προς τη μεριά του χωριού για να είμαστε παρόντες όταν θα άνοιγε η πόρτα και θα εμφανιζόταν ο χαμένος φίλος μας.

Κατά τη μία μετά το μεσημέρι είδαμε από μακριά να καταφθάνει το τζιπ. Για πότε φτάσαμε στη στάση δεν καταλάβαμε. Ήρθε και σταμάτησε μπροστά στο σπίτι του οδηγού. Ο πατέρας καθόταν στο πίσω κάθισμα και είχε κάτω από τα πόδια του το σκυλί. Όταν άνοιξε η πόρτα του αυτοκινήτου και πριν προλάβει να βγει ο πατέρας, το σκυλί πετάχτηκε έξω και από το στόμα του έσταζαν σάλια.

- Προσέχετε μη λερωθείτε, έκανε εμετό, προειδοποίησε ο πατέρας.

Δεν πρέπει ν’ ακούσαμε τίποτα. Ορμίσαμε και οι τρεις, αρπάξαμε το σκυλί στα χέρια και ως λάφυρο πολέμου το μεταφέραμε στο σπίτι. Σε λίγο το σπίτι γέμισε από παιδιά. Ο Μπόμπυ ξάπλωσε σε μια κουρελού, άνοιξε το στόμα του ασθμαίνοντας και μας παρατηρούσε με τα καλοσυνάτα μάτια του. Εμείς τον χαϊδεύαμε, του λέγαμε γλυκόλογα και τον αξιολογούσαμε: «Έχει μεγαλώσει, πάχυνε, το τρίχωμά του γυαλίζει». Η αδελφή άνοιξε το ντουλάπι και του έφερε ένα τεράστιο κομμάτι τυρί.

Σε λίγο έφτασε και ο πατέρας και, αφού έδιωξε τα ξένα παιδιά, άπλωσε τα γιορτινά δώρα στον καναπέ και μας κάλεσε να τα δούμε. Ούτε που δώσαμε σημασία. Εμείς το χριστουγεννιάτικο δώρο το είχαμε ολοζώντανο μπροστά μας και το κανακεύαμε. Όλα τα άλλα μάς ήταν αδιάφορα.

 

Το βιωματικό διήγημα που διαβάσατε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επικοινωνία» τον Απρίλιο του 2007. Το περιοδικό επιμελείτο και εξέδιδε ο δάσκαλος κ. Γιάννης Αναγνώστου.

 

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey