Λέσβος, η αυλή των Θεών

28/05/2018 - 10:58 Ενημερώθηκε 28/05/2018 - 11:30

Της ΝΤΕΠΗΣ ΧΑΤΖΗΚΑΜΠΑΝΗ*

 

Ήταν κατακαλόκαιρο τότε που μια ριπή καυτού, θερινού ανέμου με φύσηξε στη ζωή και άνοιξα τα μάτια μου για να αντικρύσω πρώτη φορά αυτόν τον κόσμο.

Οι πρώτες ανάσες μου μύριζαν θάλασσα και πανσέδες, το πρώτο μου κλάμα το αφιέρωσα στον καταγάλανο ουρανό.

Έκανα τα πρώτα μου βήματα ξυπόλυτη πατώντας το καστανό χώμα του χωριού μου και τα πρώτα αυτά βήματα καθόρισαν τα βήματα όλης μου της ζωής, είπα από μέσα μου πως χώμα Μυτιληνιό θέλω για πάντα να πατώ, στο χώμα ετούτο θα φυτέψω τα όνειρά μου και στο χώμα αυτό την στερνή μου πνοή θα αφήσω.

Μεγάλωνα ήσυχα και όμορφα σε μια γειτονιά που όλους τους γνώριζα και όλοι με φώναζαν με το μικρό μου όνομα. Έπαιζα στους δρόμους της κυνηγητό με το μέλλον μου και τα βράδια κοιμόμασταν ανέμελα δίχως να σφαλίζουμε τις πόρτες των σπιτιών μας.

Οι χειμώνες μύριζαν τζάκι και κάστανα ψητά και τα καλοκαίρια ήταν όμορφα και μοσχοβολούσαν σαν κρίνα.

Στην εφηβεία είχα την πρώτη μου επαφή με τα βιβλία και γνώρισα τους τεράστιους προγόνους μου.

Το πρώτο βιβλίο που άνοιξα ήταν της Σαπφούς, η οποία μου έμαθε παρωπίδες να μη φορώ και αποφάσισα πως θέλω ποιήτρια να γίνω σαν μεγαλώσω.

Τα επόμενα βράδια ερχόντουσαν για να γνωριστούμε ο Ελύτης, ο Μυριβήλης, ο Αλκαίος, ο Βενέζης και πίνακες του Θεόφιλου κρέμασα για ντεκόρ στην καρδιά μου.

Άνοιξα τις σκέψεις του Μπωντλαίρ και μέσα από αυτές μια νέα Λέσβο γνώρισα.

Κάποιους στίχους που στον Μόλυβο ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε σκαρώσει, τραγούδησα στον πρώτο μου έρωτα.

Θυμάμαι κάποια βράδια σε ένα καφενείο στα Κεραμειά, παρέα με τον παππού μου να μαθαίνω την ιστορία του νησιού και πως πρέπει ως πρόσφυγες που είμαστε, τους πρόσφυγες να σεβόμαστε.

Και μετά ήρθε η ώρα που μεγάλωσα και αποφάσισα πως τραγούδι θα κάνω τη ζωή και βιβλία θα γράφω τα όνειρα για να υμνώ.

Το έκανα.

Παρέα με τις λέξεις μου ταξίδεψα πολύ, σε γκρίζες πόλεις και σε χλωμές πρωτεύουσες, σε μέρη που οι άνθρωποι απλά υπάρχουν, δε ζουν.

Πολλά εδέσματα και ποτά με τράταραν, κανένα όμως δε συγκρινόταν με το ούζο και τους μεζέδες του.

Όπου κι αν πήγα πάντα στις ρίζες μου επέστρεφα, όπου κι αν πάω πάντα στις ρίζες μου θα επιστρέφω.

Εδώ θέλω για πάντα να ζω, το πέλαγος του Αιγαίου να αγναντεύω και στα κύματά του τις χαρές και τις λύπες μου να ακουμπώ.

Όλα ωραία ήτανε μα ήρθε ο καιρός που η θάλασσα, η δική μας ευλογημένη θάλασσα, έπαψε γαλάζια να είναι και έγινε μαύρη και κόκκινη, το κόκκινο του αίματος, γέμισε η πλάτη της με βάρκες γεμάτες με ψυχές σακατεμένες, ψυχές αδέσποτες, ψυχές ακρωτηριασμένες και πτώματα ξεβραζόταν στις ακτές μας.

Πήρα ξανά το πινέλο και τις μπογιές μου και θέλησα όσο ποτέ άλλοτε δεν το θέλησα να βάψω ξανά γαλάζια τη θάλασσα.

Από τότε πέρασε καιρός μα τα νερά ακόμα μολυσμένα μένουν και θαμπά και εγώ στέκω ακόμα αντίκρυ τους να τα κοιτάω με το ίδιο όραμα στο βλέμμα, με το ίδιο σύνθημα στην καρδιά.

Φεύγουν τα χρόνια και εξακολουθώ να μένω πεισματικά εδώ, χάνοντας φίλους, δουλειές κι αγάπες. Πετάνε μακριά μου σαν να είναι αποδημητικά πουλιά κι εγώ μένω εδώ κι η αγκαλιά μου φάρος αναμμένος για να τα καλωσορίσω αν θελήσουν ποτέ να επιστρέψουν.

Κι εγώ εδώ, να κοιτάω τον ορίζοντα χαμογελώντας, δίχως να με νοιάζει αν χάνω πολλά αφού εδώ δε χάνω ποτέ εμένα.

 

Ντέπη Χατζηκαμπάνη ζει και μεγαλώνει στη Λέσβο. Πλέκει στίχους με το βελονάκι της ψυχής.

 

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey