ΚαραβΑκύρης Λαός

03/03/2020 - 15:32

Για όλα φταίει ο ποιητής, ο Μίλτος Σαχτούρης. Ήρθε και με ξύπνησε απροσδόκητα το βράδυ της Δευτέρας, περασμένα μεσάνυχτα και με ανάγκασε να αναχωρήσω για τη Μυτιλήνη: «Μακριά σ’ έναν άλλον κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά» ψιθύρισε, για να με δελεάσει και αντί για αποκριάτικο γλέντι με έφερε κοντά στο Διαβολόρεμα: «Μια γυναίκα γονατισμένη ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή/ μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες έν δυο έν δυο με παγωμένα δόντια/ Το βράδυ βρήκε το φεγγάρι αποκριάτικο γεμάτο μίσος/ το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα μαχαιρωμένο».

Βρήκα με δυσκολία να παρκάρω, (τέτοια ώρα τέτοια λόγια) μόλις όμως βγήκα από το αυτοκίνητο, συνάντησα την Κική Δημουλά: «Μόνη, εντελώς μόνη/ περπατώ στον δρόμο/ και πέφτω πάνω σε μεγάλα γεγονότα» την προσκάλεσα να με συνοδεύσει στων «τόπων τις κρίσιμες ώρες». «Γίνεται αίφνης ανοιξιάτικος, ευδιάθετος/ γραφικός, αισιόδοξος ο τρόμος/ για την ερείπωση της εγκατάλειψής μας» είπε και αρνήθηκε ευγενικά.

Είδα πολλούς εκείνο το βράδυ στο Καβακλί: ανθρώπους του μόχθου, ντόπιους, γραμματιζούμενους, πατριώτες που διαφέντευαν τον τόπο τους παρέα με πολιτικάντηδες που έδιναν παράσταση, ελπίζοντας σε ψήφους στις επόμενες εκλογές και λίγους, πολύ λίγους αθώους της πολιτικής, που τόλμησαν να δουν τη Μέδουσα κατάματα. Ήταν στ’ αλήθεια μεταλλαγμένο το τέρας: με πέτρινο βλέμμα, με φωτιές να βγαίνουν από τα ρουθούνια του, μαζί με καπνούς και νερό και φόβο και απελπισία. Σιγά-σιγά ο τόπος «γέμισε τάπητες δέρματα απλωμένα στους/ δρόμους για την υποδοχή [..]/ πατημένα φριχτά με τους τένοντες κρεμάμενους και/ τα μάτια τους έξω γυαλιστερά κι υπεργήινα άλλα/ κυνηγημένα κι αδέσποτα/ [..]κι άλλα σε πλήρη παράλλαξη/ οι προβιές μαζί με τις λεοντές παραμονεύοντας στις γωνίες». «Μα τι στο καλό συμβαίνει;» αναρωτήθηκα και ανέλαβε να μου εξηγήσει ο Γιάννης Δάλλας: «Ηλίου βασιλεύοντος δυνάμωνε η μάχη πέρα/ [..] ρυάκιζε το φως μακριά από τις ενοχλητικές φωτοβολίδες [..] Ήταν σαν ένας μαύρος σκύλος που όρθωνε το τρίχωμα του/ κι άφριζε γαυγίζοντας και πότε-πότε, όταν ξυπνούσε έδειχνε τα δόντια του/ με ξαφνικές αναλαμπές στα σκοτεινά».

Προχωρώντας, καθώς το σκοτάδι έπεφτε και έκρυβε τους ίσκιους, σε μια απόμερη γωνιά συνάντησα, παράμερα από το πλήθος, σκεφτικό τον Οδυσσέα Ελύτη. Έκανα να τον πλησιάσω. Κάπνιζε το τσιμπούκι του: «Ήρθαν/ ντυμένοι φίλοι/ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ το παμπάλαιο χώμα πατώντας/ και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους» είπε. Και χωρίς να περιμένει απάντηση συνέχισε: «Έστησαν και θεμελίωσαν/ στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα/ πύργους κραταιούς και επαύλεις/ ξύλα και άλλα πλεούμενα,/ τους νόμους τους θεσπίζοντας/ τα καλά και συμφέροντα,/ στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας./ Και το μέτρο δεν…/ έδεσε ποτέ με την σκέψη τους» μου είπε μονορούφι. Κοίταξε γύρω του: «Έφτασαν ντυμένοι “φίλοι”/ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου/ τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας./ Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε/ παρά μόνο σίδερο και φωτιά». Είδε γύρω του τα δακρυγόνα να πέφτουν βροχή και το βλέμμα του θόλωσε από τα σπρέι πιπεριού: «Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα/ μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά./ Μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά». «Πέλαγο μέγ’ αλίμονο, βαρεί το καλυβάκι» αναστέναξε ο Σολωμός.

Βρήκα φίλους μου πολλούς συγκεντρωμένους: τη Βάσω, τον Παναγιώτη, τη Ραλλού, τον Μιχάλη, τον Στέλιο, τον Γιάννη, τη Μαρία, τη Στρατούλα, τον Βαγγέλη, τον Κώστα, την Άννα. Δώσανε με αξιοπρέπεια, με θάρρος, με αφοσίωση έναν αγώνα άνισο, άδικο, εξαρχής χαμένο. Ήταν στο πλευρό τους κι ο Αλεξανδρινός. Τον είδα να φεύγει πίσω τους, μονολογώντας χαμηλόφωνα: «Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)/ πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε».

«Θεέ μου, τι θα γίνουμε;/ Πώς θα πορευτούμε;/ Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε;» ρώτησα την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. «Ένας δρόμος υπάρχει» αποκρίθηκε, «ένας τρόπος./ Μια θα ‘ναι η Νίκη:/ αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε./ Μόνοι μας».

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey