Η πολυπόθητη ανάπτυξη δεν πρόκειται να ‘ρθει

23/06/2017 - 15:09

Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε τη βαθύτερη και διαρκέστερη κρίση στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, μεγαλύτερη και από αυτήν ακόμα της περιόδου 1929-1932 στην Αμερική, η οποία χαρακτηρίστηκε -και αποκαλείται ακόμα- σαν «Μεγάλη οικονομική ύφεση» και αποτελεί σημείο αναφοράς και σύγκρισης των διεθνών οικονομικών κρίσεων. Η ύφεση στην Ελλάδα ξεκίνησε το 2008 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, επί εννιά χρόνια, πλην του 2014 που σημειώθηκε μια μικρή ανάπτυξη κατά 0,73%. Και ποτέ δεν παρατηρήθηκε, παγκοσμίως, ύφεση για δύο συνεχόμενα χρόνια πάνω από -7%, όπως είχαμε στη χώρα μας, το 2011 και το 2012, κατά -9,1% και -7,3% αντίστοιχα. Κι ακόμα, τα μεγέθη της ύφεσης γίνονται τρομακτικά, αν δει κανείς τις τριμηνιαίες μεταβολές του ΑΕΠ, που έφτασαν σε απίστευτα χαμηλά επίπεδα, όπως το τέταρτο τρίμηνο του 2010 κατά -9,50%, το πρώτο τρίμηνο του 2011 κατά -10,00%, το τρίτο τρίμηνο του 2011 κατά -9,50 και το δεύτερο τρίμηνο του 2012 κατά -8,70%. Αυτό εξηγεί και το γεγονός της πλήρους κατάρρευσης της ελληνικής επιχειρηματικότητας το 2013 -όπου έκλεισαν 197.000 επιχειρήσεις, αφού εξαντλήθηκαν όλες οι αντοχές τους από την έναρξη της κρίσης-, και την εκτόξευση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα, κατά 27,5% και 27,1%, τον Απρίλιο του 2013 και 2014, αντίστοιχα, του ενεργού πληθυσμού. Χρήσιμο θα ήταν, όμως, να επισημάνουμε εδώ, ότι το 2003 υπήρξε ανάπτυξη 5,8% και το 2004 5,1%, ενώ από το 2005 αυτή περιορίστηκε στο 0,6%, για να γυρίσει σε ύφεση το 2008 με -0,3%.

Είναι ολοφάνερο και προκύπτει από παντού και όλα τα στοιχεία, ότι εδώ συντελέστηκε ένα πρωτοφανές έγκλημα σε βάρος των Ελλήνων πολιτών, με αποτέλεσμα αυτοί να εργάζονται -όσοι έχουν ακόμα δουλειά- με ελάχιστα χρήματα, αλλά πολύ πιο πάνω από το μέσο όρο των ετήσιων ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στις χώρες του ΟΟΣΑ, που το 2014 ανέρχονταν σε 1.770 ώρες, όταν στην Ελλάδα ήταν 2.042, στην Ισπανία 1.689 και στη Γερμανία 1.371 -άρα η περίφημη θεωρία των απερίσκεπτων στελεχών της Ε.Ε. και ειδικά του προέδρου του Eurogroup περί τεμπέληδων και άστατων Ελλήνων δεν ευσταθεί. Και ο μεν μέσος μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται σε 650€, στην Ιρλανδία πλησιάζει τα 1.450€ και στη Γερμανία τα 1.500€. Και δε φτάνει αυτό, αλλά οι πολίτες αυτής της χώρας συνεχίζουν να βρίσκονται στο χειρότερο επίπεδο της Ευρωζώνης με σοβαρές στερήσεις διαβίωσης, με ποσοστό 22,2% το 2015 (19,5% το 2012), όταν στην Ισπανία το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 6,4%, στην Εσθονία 4,5%, στο Λουξεμβούργο 1,4% και ο μέσος όρος της Ε.Ε. των 28 ήταν 8,2%.

Και το έγκλημα αυτό συνεχίζεται με εντατικότερους ρυθμούς, λαμβάνοντας πια απρόβλεπτες διαστάσεις, τις οποίες αδυνατούν να αντιληφθούν οι κυβερνώντες, αφού σχεδιάζουν στον αέρα και ονειρεύονται παραδείσους μέσα στην κόλαση, όπως φαίνεται και από τα οικονομικά μεγέθη του προϋπολογισμού του 2017, αλλά και από τα μέτρα των δισεκατομμυρίων ευρώ που ψήφισαν, καθώς και από το ύψος των πλεονασμάτων των 3,5% επί του ΑΕΠ που αποδέχτηκαν μέχρι το 2022 και από εκεί και πέρα 2,2% μέχρι το 2060(!) -αν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρξει χώρα, που μέσα στον ασταθή αυτόν κόσμο θα μπορούσε να επιτύχει τέτοια πλεονάσματα και για τόσο πολύ χρόνο. Η απόλυτη τρέλα, δηλαδή.

Και εδώ γεννάται το μείζον θέμα της ανάπτυξης, αφού μόνο αυτή μπορεί να δώσει λύσεις στα τεράστια προβλήματα της χώρας. Εμείς πιστεύουμε απόλυτα και στις μεγάλες δυνατότητες της χώρας μας, αλλά και στην άποψη, ότι η ανάπτυξη αποτελεί τη μόνη διέξοδο εδώ που έχουμε φτάσει. Καμιά μείωση δαπανών και ούτε η ρύθμιση του χρέους μπορούν να υποκαταστήσουν τα πλεονεκτήματα της ανάπτυξης. Απλά, οι μειώσεις των δαπανών, όπως γίνονται, φτωχοποιούν τη χώρα και την καταστρέφουν. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις απόψεις μας αυτές, και δεδομένης της επιτακτικής ανάγκης επενδύσεων στη χώρα μας -αφού αυτές αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη, και ειδικά σε μια περίοδο μακράς αποεπένδυσης, όπου απαιτούνται, περίπου, 100 δισ. ευρώ, προκειμένου να ισοσταθμίσουμε το επενδυτικό περιβάλλον των ετών μέχρι το 2008-, αλλά και χωρίς ίχνος πολιτικής σκοπιμότητας, θα θέταμε ένα απλό ερώτημα σε ένα υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών -σαν αρμοδιότερο άλλων: Αν διέθετε σήμερα 500 εκατομμύρια ευρώ, θα τα επένδυε στην Ελλάδα ή κάπου αλλού; Με καθαρά τεχνοκρατικά κριτήρια, θα απαντούσαμε αμέσως: Πολύ δύσκολα, για να μην πούμε, όχι. Αλλά θεωρούμε, ότι έτσι θα απαντούσε και ένας μέσος άνθρωπος με κοινή λογική.

Κι αυτό, γιατί ένας επενδυτής, πριν πάρει την απόφασή του για ένα τόσο σοβαρό θέμα, θα σκεφτόταν, πρώτον να βρει μια χώρα που να μην κινδυνεύουν τα χρήματά του και δεύτερον να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή απόδοση. Συνεπώς και πρωτίστως, θα εξέταζε προσεκτικά κάποια στοιχεία, που διαθέτουν οι διεθνείς Οργανισμοί που παρακολουθούν και καταγράφουν με αριθμούς, τις ποικίλες και πολλές παραμέτρους που επηρεάζουν το οικονομικό περιβάλλον των χωρών και συνιστούν την ανταγωνιστικότητά τους. Τέτοιοι Οργανισμοί, πέρα από τους γνωστούς Οίκους αξιολόγησης (S&P κ.λπ.), μετρήσεις διενεργούν και άλλοι Οργανισμοί, μεταξύ των οποίων είναι ο ΟΟΣΑ, το World Economic Forum (WEF), καθώς και το International Institute for Management and Development (IMD) της Ελβετίας. Και το μεν WEF παρακολουθεί, για την περίοδο 2016-2017, 138 χώρες (για την περίοδο 2015-2016 παρακολουθούσε 140 χώρες και για την περίοδο 2014-2015, 144 χώρες) και χρησιμοποιεί 40 κριτήρια για να κατατάξει μια χώρα στον πίνακα αξιολόγησής του, το δε IMD παρακολουθεί 63 χώρες και χρησιμοποιεί 346 κριτήρια! Τα κριτήρια αυτά αφορούν σε απίστευτα λεπτομερείς εκφάνσεις της οικονομικής, διοικητικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής ενός κράτους, αφού οι επιχειρήσεις, σαν ζωντανοί οργανισμοί, επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες. Τέτοια κριτήρια, μεταξύ των άλλων, είναι η πολιτική σταθερότητα, το φορολογικό σύστημα και οι φορολογικοί συντελεστές, το εργατικό δίκαιο και οι εργασιακές σχέσεις, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, το μακροοικονομικό περιβάλλον, η επάρκεια των πολιτικών, αλλά και ο απαιτούμενος χρόνος ίδρυσης μιας εταιρίας, ο χρόνος μετακίνησης των πολιτών, οι επίσημες αργίες, οι απεργίες στο Δημόσιο και στις επιχειρήσεις, οι εργάσιμες μέρες στα σχολεία και στα πανεπιστήμια κ.λπ.. Δηλαδή, οι χώρες μπαίνουν στο μικροσκόπιο των Οργανισμών αυτών και γίνονται φύλλο και φτερό, προκειμένου να καταταγούν, με τη μέγιστη δυνατή προσέγγιση, σ’ ένα κατάλογο, χρήσιμο να καθοδηγήσει τους μελλοντικούς επενδυτές. Και, είναι βέβαιο, ότι όλοι οι προαναφερόμενοι παράγοντες επηρεάζουν, λίγο ή πολύ, την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και επομένως συμβάλλουν στην οικονομική εξέλιξη μιας χώρας. Με λίγα λόγια, δημιουργούν το οικονομικό περιβάλλον της και την κάνουν ανταγωνιστική.

Τα στοιχεία αυτών των Οργανισμών για τη χώρα μας είναι, στην κυριολεξία, απογοητευτικά και σηματοδοτούν την αργή εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και, κατ’ επέκταση, τη συνέχιση του ελληνικού δράματος για πάρα πολλά χρόνια. Εδώ θα αναφέρουμε μόνο, ότι στον πίνακα κατάταξης των χωρών του WEF, που μετράει την ανταγωνιστικότητα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 86η, από την 81η που ήταν πέρυσι -δηλαδή έχασε πέντε ολόκληρες θέσεις σε ένα χρόνο-, κάτω και από το Μαυροβούνιο (82η θέση), την Ναμίμπια (84η θέση) και την Ουκρανία (85η θέση). Και οι τραγικές διαπιστώσεις συνεχίζονται, αφού τα δεδομένα της αξιολόγησης και του άλλου Οργανισμού αξιολογήσεων, του IMD, συμπίπτουν στους βασικούς τομείς με τα δεδομένα του WEF. Η χώρα μας, το 2017, κατατάσσεται στην 57η θέση, από την 56η που ήταν πέρυσι, μεταξύ 63 χωρών, χαμηλότερα και από την Κολομβία (54η θέση), το Περού (55η θέση) και την Ιορδανία (56η θέση)!

Άρα, κατά την άποψή μας, θα συνεχίσουμε να βιώνουμε το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό μας δράμα, αφού τα πράγματα, παρά την αισιόδοξη κυβερνητική φιλολογία, επιδεινώνονται δραματικά. Σωτηρία δεν υπάρχει, εφόσον οι πολιτικοί μας δεν κατανοούν τα αυτονόητα, που καθημερινά αναφέρονται από διάφορους φορείς και ειδικούς επιστήμονες.

 

* Ο κ. Παναγιώτης Ψαριανός είναι partner της εταιρείας οικονομικών συμβούλων και ελεγκτών «Γραφείο Ψαριανού Α.Ε.».

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey