Β΄ΜΕΡΟΣ

Η καταδίκη του πολέμου

06/11/2019 - 16:11

Στο Α΄ μέρος του άρθρου μου προσπάθησα να δείξω πως οι Έλληνες από παλιά ήταν και είναι ένας φιλειρηνικός λαός και ανέφερα παραδείγματα από την αρχαιοελληνική λογοτεχνία που το βεβαιώνουν. Αρκεί να μελετήσει κανείς αυτά τα κείμενα, για να μισήσει τον πόλεμο και να αγαπήσει την ειρήνη. Δεν ανέφερα σκοπίμως τον Θουκυδίδη, τον μεγάλο Αθηναίο ιστορικό που κατέγραψε τα γεγονότα τα σχετικά με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, τον πόλεμο ανάμεσα στην Αθήνα και την Σπάρτη και τους συμμάχους τους και ανάμεσα στις ιδεολογίες που αυτοί εκπροσωπούσαν, ένα πόλεμο που κράτησε 27 ολόκληρα χρόνια και είχε ως αίτιο τον φόβο των Σπαρτιατών από την άνοδο και την ισχυροποίηση της Αθήνας μετά τα Μηδικά, έναν πόλεμο που είχε ως αποτέλεσμα την ταπείνωση της Αθήνας και την «πανωλεθρία» της, όπως ο ιστορικός λέει, και στη συνέχεια την καταστροφή της Ελλάδας.

Η τελευταία σκηνή του πολέμου αυτού διαδραματίστηκε τον Σεπτέμβριο του 413 π.Χ. στις Συρακούσες και αποτέλεσε την αρχή του τέλους για την Αθήνα. Μετά την ήττα του αθηναϊκού ναυτικού στο λιμάνι των Συρακουσών οι στρατηγοί του πεζικού των Αθηναίων Νικίας και Δημοσθένης αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το στρατόπεδό τους και να φύγουν, για να σωθούν. Και εδώ ο Θουκυδίδης κάνει μια συνταραχτική περιγραφή της κατάστασης που επικρατούσε, της κατάστασης που δημιουργεί ο πόλεμος, που μπορεί να κάνει ακόμη και τον πιο αδιάφορο να τον μισήσει (VII 75). Παραθέτω σε μετάφραση αυτή την περιγραφή: «Φοβερό ήταν όχι μονάχα το καθένα χωριστά απ’ όσα τους βρήκαν, ότι δηλαδή έφευγαν αφού είχαν χάσει όλα τους τα καράβια και αντί για τις μεγάλες τους προσδοκίες κινδύνευαν τώρα και οι ίδιοι και η πόλη τους με αφανισμό, αλλά και ότι, εγκαταλείποντας το στρατόπεδο, τύχαινε ο καθένας να αντικρίζει πράγματα θλιβερά και για τα μάτια και για τον λογισμό. Γιατί, επειδή οι νεκροί ήταν άταφοι, όταν κανείς έβλεπε κάποιο σύντροφό του να κείτεται στο χώμα, κυριευόταν από λύπη μαζί και φόβο, ενώ από την άλλη όσοι εγκαταλείπονταν ζωντανοί, οι τραυματίες και οι άρρωστοι, ήταν για τους ζωντανούς πολύ πιο αξιολύπητοι απ’ τους νεκρούς και πολύ πιο δυστυχισμένοι από τους σκοτωμένους. Γιατί καταφεύγοντας σε ικεσίες και θρήνους έφερναν σε αμηχανία εκείνους που έφευγαν. Τους ζητούσαν να τους πάρουν μαζί τους και φώναζαν με παρακλητικό ύφος καθένα συγγενή ή φίλο που τύχαινε να δουν, κρέμονταν από τους συντρόφους τους στις σκηνές, που έφευγαν πια, και σέρνονταν ξοπίσω τους όσο μακριά μπορούσαν, κι όταν τους εγκατέλειπαν οι ψυχικές και σωματικές τους δυνάμεις, ξέμεναν, αλλά και τότε όχι χωρίς επικλήσεις στους θεούς και θρήνους. Ο στρατός ολόκληρος είχε πέσει σε τόσο κλάμα και τόση αμηχανία, που δύσκολα ξεκινούσαν, μόλο που θα άφηναν χώρα εχθρική, και έκλαιγαν πιο πολύ όχι για όσα είχαν πάθει, αλλά για όσα φοβούνταν μήπως πάθουν στο σκοτεινό μέλλον. Κι ένιωθαν θλίψη, αλλά και περιφρόνηση για τον εαυτό τους.

Και όλο το πλήθος αυτών που άρχισαν την πορεία δεν ήταν λιγότεροι από σαράντα χιλιάδες. Από αυτούς και οι άλλοι όλοι κουβαλούσαν ό τι χρήσιμο ο καθένας μπορούσε και οι οπλίτες και οι ιππείς, αντίθετα με τη συνήθεια, οι ίδιοι σήκωναν κάτω από τα όπλα τα τρόφιμά τους, άλλοι από έλλειψη δούλων και άλλοι από έλλειψη εμπιστοσύνης, γιατί πολλοί είχαν αυτομολήσει και πριν, οι πιο πολλοί όμως εκείνες τις δύσκολες στιγμές. Και η όλη τους δυστυχία και το γεγονός ότι όλοι βίωναν την ίδια δεινή κατάσταση, αν και φέρνει κάποιο ελάφρωμα το να υποφέρει κανείς μαζί με πολλούς, τους έκανε να μην ανέχονται τίποτε σε αυτή την περίσταση, ιδιαίτερα όταν αναλογίζονταν με ποια λαμπρότητα και αλαζονεία είχαν αρχίσει και σε ποιο τέλος και ποια ταπείνωση είχαν καταλήξει. Η πιο μεγάλη, πραγματικά, μεταστροφή της τύχης σε ελληνικό στράτευμα ήταν αυτή, γιατί, ενώ είχαν έρθει με σκοπό να υποδουλώσουν άλλους, κατάντησε να φεύγουν με τον φόβο μήπως πάθουν αυτό μάλλον οι ίδιοι και αντί για ευχές και παιάνες που τους συνόδευαν, όταν ξεκινούσαν, τώρα γύριζαν με αντίθετες κακοσήμαδες φωνές, πεζοί αντί στα καράβια και στηριγμένοι πιο πολύ σε οπλίτες παρά σε στόλο». Αυτή είναι η δραματική κατάσταση που δημιουργεί ο πόλεμος και όχι μόνο στον ηττημένο, γιατί σε ένα πόλεμο δεν υπάρχει νικητής.

Όταν αναλογίζομαι τον πόλεμο, έρχονται στο νου μου κάποια λόγια του Παπανούτσου. Αυτός μελετώντας το «δίκαιο του ισχυρού», τον «νόμο της ζούγκλας», το «δίκαιο της πυγμής», όπως το χαρακτηρίζει, λέει πάνω κάτω τα εξής: Αν ο άνθρωπος φέρθηκε μέχρι τώρα σαν θηρίο και, όταν παραστεί ανάγκη, λύνει τις διαφορές του με τη βία, αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα να πιστεύεις πως αυτό θα επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον και πολύ περισσότερο ότι πρέπει να επαναλαμβάνεται. Γιατί ο άνθρωπος διαθέτει λογικό και θα βρει ευπρεπέστερους τρόπους να λύνει τις διαφορές του και όχι με τη βία… Βέβαια, κανείς, ακόμη και αυτός που χρησιμοποιεί τη βία ή τον πόλεμο, την έσχατη μορφή βίας, δεν αμφισβητεί πως η βία δεν πρέπει να έχει θέση στη ζωή του ανθρώπου, αλλά το ό τι αυτή κάποτε θα εξαλειφθεί φαίνεται υπερβολικά αισιόδοξο και η ιστορία και η ζωή το έχει διαψεύσει.

Και σήμερα πολλοί μιλώντας για τα προβλήματα που μας δημιουργεί η ανευθυνότητα και οι αυθαιρεσίες των γειτόνων μας υιοθετούν την φιλική, ανεκτική, διαλλακτική και εν πολλοίς υποχωρητική στάση της χώρας μας. Σε κάθε προσβολή που δεχόμαστε, ακόμη και από πιο αδύναμους, θέτουν το καταλυτικό ερώτημα: δηλαδή τι προτείνετε, πόλεμο; Αλήθεια, αν δεν έχουμε καμιά διάθεση να αντιδράσουμε δυναμικά στις αρπακτικές διαθέσεις των γειτόνων μας, τότε τι τον θέλουμε τον στρατό; Για ποιο λόγο τον συντηρούμε; Για τις παρελάσεις; Η ουσία είναι μία: αν παραστεί ανάγκη, αν όλοι οι άλλοι τρόποι δεν αποδώσουν, ίσως χρειαστεί να κάνουμε πόλεμο. Και ο πόλεμος του 1940, ένας πόλεμος για τη σωτηρία της πατρίδας μας και της αξιοπρέπειά της, έδειξε πως κάποτε πρέπει να κάνουμε πόλεμο, έστω και αν γνωρίζουμε πως θα τον χάσουμε! Αλλά μακάρι να μη συμβεί αυτό ποτέ…

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey