Η ΕΞΑΡΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

01/06/2021 - 16:21

Τις τελευταίες μέρες έχει ανακινηθεί πάλι το  πρόβλημα της  έξαρσης της εγκληματικότητας στη χώρα μας. Πραγματοποιούνται μάλιστα και διάφορες δημοσκοπήσεις με ερωτήματα όπως αν η καλύτερη αστυνόμευση ή η αυστηροποίηση των ποινών θα λύσει το πρόβλημα. Θαρρώ πως δεν υπάρχει καλύτερη ανάλυση του προβλήματος από αυτή που κάνει ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του με αφορμή την αποστασία των Μυτιληναίων από την Αθηναϊκή Συμμαχία στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου.

Όπως είναι γνωστό το 428-427 π. Χ οι Μυτιληναίοι αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την Αθηναϊκή Συμμαχία. Η Αθηναίοι θέλησαν να τιμωρήσουν τους Μυτιληναίους για την πράξη τους, αλλά και να προειδοποιήσουν τους άλλους συμμάχους για τις συνέπειες  που μπορεί να έχει μια παρόμοια πράξη. Η απόφαση ήταν πολύ σκληρή:  «να μη σκοτώσουν μόνο τους πρέσβεις  που βρίσκονταν   στην Αθήνα, αλλά όλους τους Μυτιληναίους που βρίσκονταν στην εφηβική ηλικία και να πουλήσουν ως δούλους τα παιδιά και τις γυναίκες» (Γ 36.5).

Την επόμενη, όμως, μέρα, λέει ο Θουκυδίδης, υπήρξε κάποια μετάνοια και οι Αθηναίοι κατάλαβαν πως η απόφαση ήταν παράλογη και η ποινή πολύ βαριά, δηλαδή να καταστρέψουν  μια ολόκληρη πόλη και όχι μόνο τους αίτιους της αποστασίας. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι Μυτιληναίοι πρέσβεις και οι ομόφρονες Αθηναίοι και πέτυχαν να ξανασυζητηθεί το θέμα στην Εκκλησία του Δήμου. Τότε αντιπαρατέθηκαν δυο πολιτικοί άνδρες, ο δημαγωγός Κλέων που επέμενε στην απόφαση, και ο Διόδοτος που υποστήριξε την αναθεώρησή της. Εδώ, λοιπόν, ο Διόδοτος κάνει μια βαθιά ανάλυση της συμβολής της ποινής στην διόρθωση των κακώς εχόντων σε μια κοινωνία (Γ 45  κ.ε.).

Ο Διόδοτος τονίζει πως   σε πολλές ελληνικές πόλεις επιβάλλεται η ποινή του θανάτου ακόμα και για πιο μικρά και ασήμαντα αδικήματα. Παρόλα αυτά, λέει,  η αδικία εξακολουθεί να υπάρχει, γιατί «οι άνθρωποι από τη φύση τους έχουν την τάση να διαπράττουν αδικίες και δεν υπάρχει κανένας νόμος που να τους εμποδίσει να κάνουν αυτό το πράγμα». Ο Διόδοτος συμπληρώνει πως «Απλώς τε αδύνατον και πολλής ευηθείας όστις οίεται της ανθρωπείας φύσεως ορμωμένης προθύμως τι πραξαι αποτροπήν τινα έχειν ή νόμων ισχύι ή άλλωι τωι δεινώι», δηλαδή «είναι γενικά αδύνατο και πολύ ανόητο να νομίζει κανείς πως, όταν ο άνθρωπος αποφασίσει να κάνει κάτι με προθυμία, μπορεί η δύναμη των νόμων ή κάποιο άλλο κακό να τον αποτρέψει».  Ο Διόδοτος παρατηρεί πως ο άνθρωπος κάθε φορά που εμφανιζόταν στην κοινωνία κάποια μορφή αδικίας επινοούσε και κάποια αντίστοιχη τιμωρία. Με την πάροδο του χρόνου οι ποινές αυστηροποιούνταν  και πολλές κατέληγαν στον θάνατο, αλλά παρόλα αυτά τα αδικήματα εξακολουθούσαν θα υπάρχουν. Και καταλήγει: «ή τοίνυν δεινότερόν τι τούτου δέος ευρετέον εστίν ή τόδε γε ουδέν απίσχει», δηλαδή ή πρέπει αν βρούμε κάποια ποινή βαρύτερη από τον θάνατο ή θα αντιμετωπίζουμε την ίδια κατάσταση (Γ 45. 1).

Ο Διόδοτος προχωρεί ακόμη περισσότερο και αναφέρεται στον μηχανισμό που οδηγεί στην αδικία, την παρανομία και το έγκλημα. «Η τε ελπίς», λέει, «και ο έρως επί παντί, ο μεν ηγούμενος , η δ’ εφεπομένη ….πλείστα βλάπτουσι», δηλαδή η ελπίδα και η επιθυμία σε κάθε περίπτωση, η δεύτερη προηγούμενη, ενώ η πρώτη ακολουθώντας ……προξενούν μεγάλα κακά στον άνθρωπο. Τούτο σημαίνει πως  αυτός που αποφασίζει   να κάνει μια διάρρηξη, να εισέλθει σε ένα σπίτι και να βασανίσει αθώους πολίτες, για να πάρει ό τι πολύτιμο διαθέτουν πρώτα πρώτα «επιθυμεί», θέλει να το κάνει αυτό για κάποιο λόγο, ενώ,  από την άλλη, «ελπίζει» πως όλα θα πάνε καλά και πως δε θα συλληφθεί.

Και εδώ είναι που υπεισέρχεται το θέμα της αστυνόμευσης. Η καλύτερη αστυνόμευση σίγουρα μειώνει την «ελπίδα» του δράστη ότι δεν θα συλληφθεί και δεν θα τιμωρηθεί. Βέβαια, αυτό οι δράστες το εξασφαλίζουν με διάφορους  τρόπους. Επιλέγουν, για παράδειγμα, ώρες κατά τις οποίες είναι εύκολο να  διαλάθουν, αλλά παράλληλα  επιλέγουν ως θύματά τους ανήμπορα κατά το πλείστον και υπερήλικα άτομα που αδυνατούν αν αντιδράσουν δυναμικά και αποτελεσματικά. Τούτο σημαίνει πως η καλύτερη αστυνόμευση θα μειώσει τα φαινόμενα της εγκληματικότητας, αλλά δεν θα τα εξαφανίσει. Αποτελεσματικότερη θα ήταν η απάλειψη των αιτίων που οδηγούν πολλούς σε εγκληματικές ενέργειες. Ο Διόδοτος, όπως είδαμε, υποστηρίζει πως είναι στη φύση του ανθρώπου να αδικεί, όταν μπορεί. Η φύση, όμως του ανθρώπου δεν αλλάζει, αλλά και αν υποθέσουμε πως μπορεί να αλλάξει αυτό είναι ένας μακροπρόθεσμος στόχος της  παιδείας. 

Ο  Διόδοτος, όμως, τονίζει και ένα άλλο αίτιο, την έλλειψη και τη  φτώχια. «Η πενία», λέει, «ανάγκηι την τόλμαν παρέχει». Η φτώχια είναι αυτή που δημιουργεί την τόλμη και ωθεί τον άνθρωπο να παραβιάζει τους γραπτούς και άγραφους νόμους. Αυτή, κατά τον  Θέογνη, είναι που «ντροπιάζει το σώμα και το μυαλό του ανθρώπου και τον διδάσκει να κάνει αισχρά και βίαια πράγματα ακόμη και παρά τη θέλησή του»  (στ. 650-651: σώμα καταισχύνεις και νόον ημέτερον//  αισχρά δε μ’ ουκ εθέλοντα βίηι και διδάσκεις».  Και δυστυχώς υπάρχουν σήμερα πολλοί πένητες στη χώρα μας, Έλληνες και ξένοι, που αναγκάζονται, ακόμα και αν δεν το θέλουν, να καταφύγουν στη βία, για να ζήσουν. Και αυτή τη φτώχια δεν μπορεί εύκολα το κράτος να την εξαλείψει. Ούτε η αστυνόμευση ούτε η αυστηροποίηση, λοιπόν,  των ποινών από μόνη της θα μπορούσε να αποτρέψει την αδικία και το έγκλημα.

Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει;  Χρειάζεται συνδυασμός πολλών πραγμάτων: α) να υπάρχει καλύτερη αστυνόμευση, β)   να  εφαρμόζονται οι νόμοι και όσοι συλλαμβάνονται να εκτίουν  κανονικά τις επιβαλλόμενες  ποινές και β) να περιοριστούν οι αποφυλακίσεις ακόμη και στυγνών δολοφόνων, γιατί αυτές τροφοδοτούν το έγκλημα. Και ας μη γελιόμαστε.  Δεν είναι το φιλάνθρωπο πνεύμα του νομοθέτη και της δημοκρατίας, δεν είναι τα δήθεν ανθρώπινα δικαιώματα  που επιτρέπουν την αποφυλάκιση ακόμη και επικίνδυνων κακοποιών, αλλά η ανάγκη, η ανάγκη στην οποία ακόμη και οι Θεοί, όπως λέει ο αρχαίος λόγος, πείθονται. Το είχε πει παλαιότερα ένας υψηλόβαθμος Υπουργός κυβέρνησης που ρωτούσε: και άμα τους πιάσουμε όλους πού θα τους βάλουμε;  Εκεί είναι το πρόβλημα. Δεν έχουμε που να βάλουμε όλους αυτούς που συλλαμβάνονται. Παλαιότερα το αίτημα ήταν «χτίστε σχολεία». Τώρα το αίτημα είναι «χτίστε φυλακές».

Όμως το πιο αποτελεσματικό θα ήταν κάτι άλλο. Να κατοχυρωθεί το δικαίωμα του ασύλου της κατοικίας που μόνο στα χαρτιά υπάρχει  και να καθίσταται υπεύθυνος για ό τι ήθελε συμβεί αυτός που το παραβιάζει. Γιατί συμβουλές  όπως «κάνετε ότι κοιμάστε, όταν κάποιοι μπουν στο σπίτι σας» μόνο θυμηδία και αηδία προξενούν. Αυτός που παραβιάζει το οικογενειακό άσυλο  πρέπει να ξέρει ότι κινδυνεύει θανάσιμα. Εμείς, όμως, υπερασπιζόμαστε πιο πολύ τον δράστη και λιγότερο το θύμα, αφού οι αρχές δεν μας επιτρέπουν ούτε το πρόσωπό του δράστη να δούμε και να πληροφορηθούμε ποια καθάρματα κυκλοφορούν ανάμεσά μας!

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey