«Ελλάς και Τουρκία»

11/08/2020 - 09:45

Έτυχε, τις μέρες της ελληνοτουρκικής κρίσης, να ξαναδιαβάσω ένα άρθρο του αείμνηστου Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου, καθηγητή της Φιλοσοφίας του Δικαίου, που είχε δημοσιευτεί τον Μάιο του 1975(!) στην εφημερίδα «Το Βήμα», με τον τίτλο «Ελλάς και Τουρκία», όπου, από εκείνη την εποχή, πρότεινε τα αυτονόητα, αναφορικά με τον προβληματικό μας γείτονα, την Τουρκία: «Αντίκρυ στο πρώτιστο αίτημα να εξουδετερωθεί η τουρκική απειλή, η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει, όσο ποτέ, να εμπνέεται από τις μεγάλες ώρες της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδος και να προσαρμόζεται πραγματιστικά στις δυνατότητες και στις ανάγκες, τις υπαγορευόμενες από την γεωπολιτική θέση της, χωρίς να επηρεάζεται από υστεροβουλίες είτε προκαταλήψεις εσωτερικής πολιτικής».

Και με την προορατική δύναμη της σκέψης του επισήμαινε, από τότε, την ανάγκη η ελληνική εξωτερική πολιτική να αναπτύξει ισχυρές συμμαχίες με τις χώρες της Μεσογείου: «Εξάλλου, αυτονόητο είναι ότι επιβάλλεται ο προσανατολισμός της ελληνικής πολιτικής στις υπαγορεύσεις της μεσογειακής μοίρας της Ελλάδος, προς σχέσεις, δηλαδή, προνομιακές με την Γαλλία, την Ιταλία και τις αραβικές χώρες»!

Υπήρξαν, λοιπόν, από τότε, σημαντικές προσωπικότητες, διανοουμένων και, ασφαλώς, και πολιτικών, που είχαν συνειδητοποιήσει από την δεκαετία του 70, την σοβαρότητα της τουρκικής απειλής και την ανάγκη ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας της χώρας και της συμμαχικής συνεργασίας της Ελλάδας με τις άλλες χώρες της Μεσογείου.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι τι πράξαμε, από τότε, στην διάρκεια μιας ολόκληρης 45ετίας, ως πολιτική ηγεσία και πολίτες, για την αμυντική θωράκιση της χώρας, καθώς και για την ανάπτυξη μιας εξωτερικής μεσογειακής πολιτικής που θα κατοχύρωνε, μέσα στα πλαίσια του διεθνούς Δικαίου, τα συμφέροντα των μεσογειακών λαών, θα ανέπτυσσε ανάμεσά τους την συνεργασία και θα απέκλειε τις μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας;

Δεν παραγνωρίζω και δεν μηδενίζω τα βήματα που έγιναν για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής από τις κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν το πρόβλημα, στις δεκαετίες που μεσολάβησαν, από τότε, μέχρι σήμερα· κρίνοντας, όμως, με βάση τις εμπειρίες μια ολόκληρης πεντηκονταετίας τις σχετικές πολιτικές που ασκήθηκαν και την κατάσταση στην οποίαν βρισκόμαστε σήμερα, μπορούμε να συναγάγουμε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τα πεπραγμένα μας.

Αναμφίβολα, στα θετικά πεπραγμένα πρέπει να εγγράψουμε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η οποία αποτελεί προσωπική επιτυχία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος με πολιτική διορατικότητα και πίστη στο ευρωπαϊκό «πεπρωμένο» της Ελλάδας και παρά τις κοντόφθαλμες λαϊκιστικές αντιδράσεις, εκείνης της εποχής, προχώρησε στην υπογραφή της συμφωνίας ένταξης.

Και, επίσης, είναι θετικό ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, «ανέκρουσε πρύμναν», αναφορικά με την πολιτική κατά της ΕΟΚ, που ακολουθούσε ως αντιπολίτευση, και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα που παρείχε η ένταξη στην ΕΟΚ και στην συνέχεια στην Ε.Ε.

Σημαντικό, επίσης, είναι ότι, από τότε, χαράχτηκε μια εθνική γραμμή, αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές διαφορές, η οποία τηρήθηκε απαρέγκλιτα από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα (κάποιες παράφωνες κορώνες του τύπου «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», που ακούστηκαν, κατά καιρούς, έγιναν δεκτές από την κοινή γνώμη ως «σαχλαμάρες» ανιστόρητων περιφερόμενων «αοιδών»)!

Παρά την χάραξη, όμως, της κοινής εθνικής γραμμής και παρά τα κάποια μέτρα, τα οποία θεσπίστηκαν, κατά καιρούς, για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, έχω την εντύπωση -ως αδαής, ίσως, παρατηρητής- ότι αποδώσαμε μεγαλύτερη βαρύτητα στην υποστήριξη που θα μας παρείχε η Ε.Ε. -και κατά κάποιο τρόπο εφησυχάσαμε- απέναντι στην τουρκική απειλή και δεν προχωρήσαμε στην υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου για την προετοιμασία, τόσο των ενόπλων δυνάμεών μας, όσο και του ελληνικού λαού, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τουρκική απειλή.

Κατά καιρούς, ακούστηκαν διάφορες σκέψεις και προτάσεις για την ενίσχυση της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, για την πραγματοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων και τον εκσυγχρονισμό του πολεμικού μας εξοπλισμού, ακόμα και για την οργάνωση Παλλαϊκής Άμυνας, η οποία, μάλιστα, θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 2641/1998(!). Προτάσεις και μέτρα αποσπασματικά, αποφάσεις που υπαγορεύονταν από συγκυριακές ανάγκες, που αναβάλλονταν διαρκώς η πραγματοποίησή τους -για λόγους οικονομικούς και πολιτικούς- ή ατονούσαν και λόγω της ασυνέχειας του κράτους!

Όσον αφορά, ειδικότερα, την πολεμική μας βιομηχανία, η οποία από την άποψη επιστημονικού δυναμικού -σε εθνικό επίπεδο- είχε την δυνατότητα να εξασφαλίσει στις Ένοπλες Δυνάμεις μας υψηλή διαθεσιμότητα σε σύγχρονα όπλα και οπλικά συστήματα, για λόγους αναξιοκρατικών επιλογών και κακής διαχείρισης ή και ελλιπούς χρηματοδότησης, στις περισσότερες περιπτώσεις, κατέστη προβληματική η λειτουργίας της( σε αντίθεση με την τουρκική πολεμική βιομηχανία, η οποία καλύπτει την εγχώρια ζήτηση κατά 65% και η οποία το 2019 ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει εξαγωγές όπλων αξίας 3 δις. Και, βεβαίως, καμιά σύγκριση με την πολεμική βιομηχανία του Ισραήλ, της οποίας τα έσοδα από τις εξαγωγές ανέρχονται στα 9 δις κατ’ έτος).

Και ό,τι δεν πραγματοποιήσαμε στην περίοδο των «παχιών αγελάδων», αναφορικά με την ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης των Ενόπλων Δυνάμεών μας, καλούμαστε να το επιτύχουμε στη σημερινή συγκυρία - όταν η τουρκική απειλή εκδηλώνεται, πλέον, με ακραία προκλητικότητα και σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, μετά την δεκαετή μνημονιακή περίοδο και μέσα στην νέα οικονομική κρίση που επέφερε η πανδημία του κορονοϊού!

Εκείνο που αποτελεί θετική εξέλιξη, στη σημερινή συγκυρία, για την αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας είναι ότι χάρις στην επιτυχή άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων χρόνων -και ιδιαίτερα της ελληνικής διπλωματίας-

η Ε.Ε. έχει αναγνωρίσει τα σύνορα της Ελλάδας ως σύνορα της Ε.Ε. και ότι -πέρα από τις, μέχρι τώρα, φραστικές διακηρύξεις της- επιβεβαιώνει την σημερινή θέση της, έναντι της τουρκικής παραβατικότητας, με κάποια ουσιαστικά μέτρα στήριξης της Ελλάδας.

Σημαντική επιτυχία, επίσης, της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η διεύρυνση και ισχυροποίηση της συνεργασίας και της συμμαχίας μας με τις χώρες της Μεσογείου, όπου, εκτός από την Κύπρο, συμμετέχουν το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Ιταλία και η Γαλλία.

Αρκούν αυτά τα θετικά στοιχεία για να αντιμετωπιστεί η επεκτατική και επιθετική πολιτική της Τουρκίας;

Ελπίζω και εύχομαι να μην χρειαστεί, με την συμπλήρωση των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821, να αγωνιστεί, ξανά, ο ελληνικός λαός -και η ειδικότερα η νεολαία μας- για την διατήρηση της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας· εάν, όμως, ο νέο-Οθωμανός σουλτάνος Ερντογάν αποφασίσει να «ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου», πρέπει να συνειδητοποιήσουμε -ως πολιτική ηγεσία και πολίτες- ότι στο πεδίο της μάχης θα πολεμήσουμε μόνοι μας οι Έλληνες (και, πιθανώς, λίγοι Φιλέλληνες)!

Είναι καιρός, λοιπόν, να σοβαρευτούμε -ως κόμματα και πολίτες- και να πάψουμε να εξαντλούμε το… «γενναίο» φρόνημά μας -αποκλειστικά- στη μάχη για την «ασύδοτη ελευθερία των διαδηλώσεων», να «κλαυθμηρίζουμε» για τα «αναδρομικά των συντάξεων», να σπεκουλάρουμε, αντιπολιτευτικά, με τα μέτρα που λαμβάνονται για τον έλεγχο της πανδημίας και να καμαρώνουμε για την αναβάπτιση της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ στα… «ηρωικά ιδεώδη του Γράμμου»!

Να πάψουμε, επιτέλους, να εμπνεόμαστε από τον κομματικό πατριωτισμό μας και τα… «σοσιαλιστικά ιδεώδη» της… τσέπης μας και να κοιτάξουμε τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτή την έρμη την πατρίδα Ελλάδα, που -χρόνια τώρα- ακροβατεί «επί ξυρού ακμής»!

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey