Εκσυγχρονισμοί αλλόκοτοι…

28/01/2020 - 17:18 Ενημερώθηκε 30/01/2020 - 17:21

Του Γιάννη Μανούκα

Έπρεπε, λέει, να περάσει από κει ο νέος δρόμος από Καλλονή για Σίγρι. Γι’ αυτό είχαν έρθει πριν από καιρό μηχανικοί και τοπογράφοι με τρίποδα και τα συναφή να ορίσουν τον τόπο με παλούκια και βαψίματα. Και σαν ήρθε ο καιρός, κατέφτασαν φουριόζες οι μπουλντόζες και τα γκρέιντερ κι άπλωσαν χωρίς περιστροφές τις μαχαίρες τους πάνω στη γη κι ήταν όλα έτοιμα για την εισβολή. Και χωρίς χρόνος να τους δοθεί, γκρεμίστηκαν οι πανάρχαιες φραγές που όριζαν τους κλήρους. Αλλοσουσούμιαστα ξύπνησαν από τη χειμέρια νάρκη τα χώματα τα πατρογονικά κι ανακατώθηκαν ξεσηκώνοντας αμέτρητες ρίζες από τα ποώδη που κυοφορούσαν τον πολύχρωμo οργασμό της επικείμενης άνοιξης.

Κι ύστερα ήρθε η σειρά των δέντρων. Των δέντρων τα περισσότερα των οποίων μάταια πια καρποφορούν τους καρπούς τους, διότι έτσι ορίζουν οι ανάγκες της μεταβιομηχανικής εποχής και συνακόλουθα οι σύγχρονες ανθρώπινες έξεις και ορέξεις. Τους καρπούς που οι τότε έχοντες και μη τρυγούσαν για την αυτάρκεια της λιτής τους ζωής. Συκιές ξερακιανές με τα υπολείμματα της θερινής τους καρποφορίας να σέπονται μέσα στην κορύφωση του γλυκασμού τους, πού και πού μια εγκαταλειμμένη κυδωνιά ή αχλαδιά, όλα τούτα τα ημιθανή δεντρικά αιφνιδιασμένα σχεδόν παραδόθηκαν στη μοίρα τους. Αλλ’ ούτε και ελιές, αν και λίγες, ευτυχώς χρήσιμες ακόμη, διέφυγαν από τη σκοπιμότητα που επέβαλε η νέα χάραξη του δρόμου και σωριάστηκαν αράβδιστες ακόμα. Κι όλα σωριάζονταν με εκείνο το σπαρακτικό «κραάκ» του σωριασμένου κορμού με τη συγχορδία των τσακισμένων πάνω στη γη κλαδιών τους.

Κι ήταν και κάτι κτίσματα που σώθηκαν από τούτη την εισβολή νιόχτιστα ή παλιά ανακαινισμένα κι άλλα παμπάλαια και μισοερειπωμένα, μια-δυο κούλες, κτίσματα που βλέπαμε από το χωριό να ρημάζουν, αντικρίζοντάς τες μόνο από την πρόσοψή τους με αιδημοσύνη να μας δείχνουν πλέον και τα οπίσθιά τους που αποκάλυψε η χαρακιά του δρόμου. Οπίσθια όπου εκεί γινόταν η λάτρα των εποχικών ενοικούντων. Υπολείμματα ενός φούρνου, ενός κοτετσιού παραπέρα κι άλλα κτερίσματα της παλαιόθεν παρουσίας του ανθρώπου.

Πανάρχαια τούτη η αμφίδρομη θέα από και προς τη Βατούσα. Από τότε που μοίρα του χωριού ήταν να χτιστεί πάνω στα πρανή του Σταυρού κι ως κάτω στις όχθες του χείμαρρου που κατεβάζει τις ορμητικές νεροσυρμές του Κουρατσώνα ακολουθώντας κατά Περιβολή μεριά πάνω στη χάραξη της ηφαιστειακής λάβας.

Από τα παράθυρα και ξάιτα των σπιτιών η θέα των αγρών με τη μικρή κλίση να κατεβαίνουν από τον Όλυμπο (Έλυμπο της κληρονομημένης αιολικής γλωσσικής εκδοχής, όνομα λόφου χαρισμένο του καθ’ υπερβολήν) και τα Καμπιά ως κάτω κα πάλι στη παρόχθια δημοσιά προς Άντισσα και Σίγρι. Κι έβλεπες απέναντι και μέτραγες το πέρασμα του ενιαυτού, μέσα από άνοιξες, καλοκαίρια, φθινόπωρα και χειμώνες να χρωματίζουν το χράμι της γης η κάθε μια τους.

Τότε που τα χωράφια ήταν κατάσπαρτα από σιτάρι, κριθάρι, χαραγμένα μ’ αλώνια και κατάφυτα από καπνά, όσο η νιότη του χωριού δεν είχε ακόμα πάρε ι τους δρόμους για τα ξένα. Κι άκουγες το χούγιασμα του ζευγά ή του αλωνιστή, τα χαχανητά των κοριτσιών που μπελόνιαζαν τα πικρόφυλλα του καπνού στις σκιερές τσαντήρες κι ακόμα τα συχνά γκαρίσματα των γαϊδουριών στ’ ανοιξιάτικα αγκρίσματά τους.

Και μετά από χρόνων εγκατάλειψη και σιωπή τούτος ο τόπος θα ζωντανέψει πάλι, αλλόκοτα όμως. Τώρα καθημερινά και ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες θα σκοτίζεται από το ανέβα-κατέβα αυτοκινήτων κάθε είδους. Της γραμμής, φορτηγών, ιδιωτικών, εκδρομικών που θα φουρλαντίζουν προς Σίγρι ή Ερεσό και τούμπαλιν προς Καλλονή και Μυτιλήνη. Και οι εποχούμενοι περαστικοί θα έχουν τη δυνατότητα είτε εν κινήσει είτε με ολιγόλεπτο σταμάτημα να αποθαυμάσουν τη θέα του χωριού και να απαθανατίσουν τη στιγμή.

Τη Βατούσα με την ασφυκτικά πυκνή δόμησή της με τα σπίτια να κατεβαίνουν κλιμακωτά κρύβοντας το ένα το μισό σχεδόν μπόι του άλλου, με τις άλικες στέγες των κεραμοσκεπών τους να φτιάχνουν κάτι νοητές ευθείες καταπληκτικά παράλληλες, έτσι όπως τις όρισε το αλφάδι του πανάρχαιου κτίστη και τα στενά σοκάκια όρθια σχεδόν να κατηφορίζουν απ’ τις πλαγιές του Σταυρού. Να δει μα και να αφουγκραστεί την ανασαμιά του χωριού που φθίνει καθημερινά με τα όμορφα ανακαινισμένα και εκσυγχρονισμένα σπίτια του να αδειάζουν κάθε χρόνο για να περιμένουν υπομονετικά να’ ρθει το καλοκαίρι να ξαναζωντανέψουν και πάλι από την ξεριζωμένη στην ξενιτιά και στα αστικά κράσπεδα της Αττικής νεότερη γενιά που ευτυχώς είναι ακόμα μόνιμα ερωτευμένη με το χωριό των γονιών και προπατόρων τους.

Κι αν το κλίμα τούτες τις δύσκολες μέρες για το νησί που δοκιμάζεται, ως μη ώφελε, κατάφορτο από απελπισμένες ψυχές που ξεβράζονται καθημερινά από απέναντι, κάνει κάπως παράφωνα τούτα τα περιγραφικά μου ξεσπάσματα, έτσι τουλάχιστο νιώθω εγώ, ας είναι μια μικρή νότα μιας άλλης πιο αισιόδοξης θέασης της ζωής, πως κάτι καλό γίνεται για τον άγονο τούτο τόπο του νησιού που κοντά στα άλλα του εποφθαλμιάται για ένα ακόμα εναποθετήριο ψυχών δίπλα σχεδόν στο νιοχάρακτο δρόμο.

Νέα Σμύρνη,

20 του Γενάρη του 2020

 

Γενική Ροή Ειδήσεων

PROUDLY POWERED BY CJ web | Copyright © 2017 {emprosnet.gr}
Made with love and a lot of coffee by CJ web, Creative web Journey